Οὐαὶ τοῖς ἡττημένοις: Η αγωνία του πρωθυπουργού μπροστά στο φάσμα της ήττας

Του Διογένη Λόππα

Η έκδηλη αγωνία του πρωθυπουργού μπροστά στο φάσμα της ήττας είναι πια αδύνατον να κρυφτεί.  Οι δημόσιες εμφανίσεις του, αλλά και οι παραληρηματικές ανακοινώσεις του δυστυχούς πορτ παρόλ της κυβέρνησης, βγάζουν μια αναπάντεχη νευρικότητα αν μάλιστα κάποιος πάρει στα σοβαρά την εικόνα που επίσημα παρουσιάζει η καθεστωτική προπαγάνδα, είτε μέσω των κολάκων δημοσίας συχνότητας, είτε μέσω των βολικών δημοσκοπήσεων.

Στις δημοκρατίες, οι πολιτικοί έχουν υποχρέωση να λογοδοτούν καθημερινά.  Η συνεχής αυτή λογοδοσία κρίνεται στο τέλος της τετραετίας από το εκλογικό σώμα, τον απόλυτο ρυθμιστή της δημοκρατίας, εάν υπήρξε συνεπής προς το γενικό συμφέρον ή όχι.  Οι πρωθυπουργοί που υπήρξαν συνεπείς προς τις υποχρεώσεις τους και πιστοί στο σύνταγμα, τους νόμους και την ηθική τάξη που έχει ενθυλακωθεί στη συλλογική μεταπολιτευτική συνείδηση, ουδέποτε εμφάνισαν το άγχος της παράδοσης της εξουσίας.

Στην περίπτωση Μητσοτάκη όμως, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά, καθώς ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι η συγκεκριμένη λογοδοσία εμφανίζεται ιδιαζόντως προβληματική, αφού ο πολιτικός αυτός έχει ουκ ολίγες φορές δημιουργήσει σοβαρότατα ζητήματα, ακόμα και ποινικής χροιάς, τα οποία σε κανονική ευρωπαϊκή χώρα θα τον είχαν ήδη οδηγήσει στον εισαγγελέα.

Έτσι το διαβόητο Vae Victis είναι λογικό να στοιχειώνει τις νύχτες του πρωθυπουργού, ο οποίος μετά το ατόπημα των υποκλοπών έχει αντιληφθεί ότι έχει διαβεί οριστικά το Ρουβίκωνα της νομιμότητας και ότι ο μόνος τρόπος να εξασφαλίσει την ασυλία του είναι, είτε η μεγαλοψυχία των πολιτικών του αντιπάλων, είτε η εγκαθίδρυση ενός δημοκρατικοφανούς καθεστώτος στα ερντογανικά πρότυπα, που θα ελέγχει πλήρως κάθε θεσμική έκφανση. 

Οπωσδήποτε η διάσημη ρήση του Καραμανλή (του κανονικού) ότι έναν πρωθυπουργό δεν τον στέλνεις στη φυλακή, αλλά στο σπίτι του, όπως και το πολιτικό μεγαλείο του Ανδρέα που αρνήθηκε να διώξει ποινικά τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, μπορούν να προσφέρουν μια κάποια ανακούφιση, όπως και η γενικότερη τάση της δικαιοσύνης να συντάσσεται με τις εκάστοτε επιθυμίες της ”αστικής Αθήνας”.  Αλλά ποιος εγγυάται ότι ένας Έλληνας Ντι Πιέτρο δεν θα εμφανισθεί ξαφνικά στο προσκήνιο;  

Στο σενάριο κατά το οποίο η προοδευτική παράταξη σχηματίζει κυβέρνηση και μια ανεξάρτητη  εισαγγελία κατά της διαφθοράς θεσμοθετείται ξανά με επικεφαλής ξέρετε ποιόν (ποια), μια ντουζίνα βαριών πολιτικών ονομάτων και δημόσιων παραγόντων, προφανώς θα προτιμήσουν να εγκαταλείψουν την πολιτική και τη χώρα.  Και αυτό σε καμία περίπτωση δεν έχει να κάνει με το ”θα έρθουμε και θα είναι αλλιώς” του κ. Πολάκη, αλλά με απλή αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης στα δυτικά πρότυπα.

Ασφαλώς ο πρωθυπουργός δεν θα είχε κανένα λόγο να εμφανίζεται τόσο αγχωμένος μπροστά στην επερχόμενη ήττα, αφού λίγες εβδομάδες πριν και παρά το διεθνές πυρ ομαδόν για τα ανεπανάληπτα σκάνδαλα στα οποία ενεπλάκη, φαινόταν πως γενικά διέθετε την πρωτοβουλία των κινήσεων και μπορούσε να ελπίζει σε ένα αξιοπρεπές εκλογικό αποτέλεσμα, χειραγωγώντας έντεχνα, τόσο το κόμμα του αλλά και τα υπολείμματα του ΠΑΣΟΚ (κυρίως μέσω των αποτελεσμάτων των υποκλοπών), όσο και την καθημερινά παραγόμενη πολιτική κυριαρχία επί της κρίσιμης μάζας, μέσω των συνεχών δωρεών προς την οικονομική (και μιντιακή)ολιγαρχία, με την οποία ουσιαστικά μοιράζεται συνεταιρικά την εξουσία. 

Αυτό το οποίο τον έριξε έξω, ήταν κάτι που ο ίδιος, αλλά και οι έτεροι πορφυρογέννητοι σύμβουλοι που καθορίζουν την ατζέντα του, ήταν αδύνατον να αντιληφθούν.  Και αναφέρομαι βέβαια στο φλέγον ζήτημα των πλειστηριασμών, που εμβολίζει κάθετα την ελληνική κοινωνία ανεξαρτήτως πολιτικού προσανατολισμού και που οδηγεί μια ασύμμετρη ποσότητα ψήφου, που έχει τη δύναμη ακόμα και να σηκώσει gamers από τον καναπέ, σε αναζήτηση σωτηρίας μέσω κάλπης στην προοδευτική παράταξη ή σε ακροδεξιά ψήφο διαμαρτυρίας, αν πρόκειται για ενσωματωμένες δεξιές οικογένειες. 

Αυτό που το επιτελικό παρακράτος του Μαξίμου πίστευε ότι είναι μια ακόμα ανώδυνη ”μεταρρύθμιση” που θα φέρει χαμόγελα στους συνεταίρους του και ίσως ακόμα και την επενδυτική βαθμίδα και που πίστευε ότι θα το χρυσώσει στην πλέμπα με αναφορές στα πεπραγμένα των ”ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ”, στις υποχρεώσεις της χώρας και στην τιμωρία των ”μπαταχτσήδων”, γύρισε πίσω σαν ένα τεράστιο τσουνάμι που απειλεί να καταπιεί κράτος, παρακράτος, θεσμούς, ακόμα και την ίδια την Οικογένεια (Θεός φυλάξοι!).

Μια απλή συζήτηση με παθόντες συγγενείς (που πιστέψτε με υπάρχουν σε κάθε ελληνική οικογένεια) για το θέμα αυτό είναι αρκετή για να καταλάβεις το μέγεθος της οργής απέναντι σε αυτή την ανάλγητη κυβέρνηση.  Πιο αντιπροσωπευτικό κομμάτι είναι οι ψηφοφόροι του κυβερνώντος κόμματος, οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να κλείσουν τα μάτια σε σοβαρότατα ζητήματα, όπως η ακρίβεια και οι υποκλοπές, βγάζοντας βολικά τον πρωθυπουργό εκτός κάδρου.  Στο ζήτημα όμως των κατασχέσεων είναι κάθετοι, γνωρίζουν άριστα την άμεση εμπλοκή του πρωθυπουργού και είναι έτοιμοι από καιρό, όχι απλά να αποστείλουν τη διαμαρτυρία τους, αλλά ακόμα και να πιαστούν από τη μοναδική σανίδα σωτηρίας, που αυτή τη στιγμή είναι η δέσμευση του κ. Τσίπρα για προστασία. 

Κατά μέσο όρο, ο μέσος Έλληνας ξέρει ότι στη διάρκεια της οικονομικής δραστηριότητας του βίου του, θα αποκτήσει ένα μόνο σπίτι, το οποίο συνήθως θα μεταβιβάσει στα παιδιά του εν ζωή.  Καλώς ή κακώς αυτή είναι η κουλτούρα και η οικονομική δυνατότητα της μέσης ελληνικής οικογένειας, η οποία και καθορίζει μαζικά το εκλογικό αποτέλεσμα υπέρ του ενός ή του άλλου πόλου.

Όταν βγαίνεις και λες στους ανθρώπους αυτούς ότι ξέρετε, είσαστε μπαταχτσήδες και το σπίτι σας δεν θα το πάρουν τα παιδιά σας, αλλά ο Πάτσης της γειτονιάς και όταν είναι γνωστό ότι στην απόλυτη πλειοψηφία τους οι άνθρωποι αυτοί είναι κανονικοί νοικοκυραίοι που εγκλωβίστηκαν στην παγίδα της Lehman Brothers και των επακόλουθων κατακλυσμιαίων γεγονότων, καλύτερα να αλλάξεις χώρα.

Τώρα πώς πιστεύει η κυβέρνηση ότι θα κατέβει με τέτοιο μότο στις εκλογές, μη με ρωτάτε.  Βλέπω όμως ότι τις τελευταίες μέρες ο πρωθυπουργός, ίσως επειδή έχει μετρήσεις στα χέρια του, ίσως επειδή έχει λάβει ανησυχητική πληροφόρηση από κομματικούς παράγοντες, έχει αντιληφθεί την παγίδα στην οποία οδηγήθηκε και βγάζει άγχος,   Πολύ άγχος.

Δικαιολογημένα.  Γιατί ειδικά στη δική του περίπτωση είναι πολύ αμφίβολο αν τελικά θα έχει την αντιμετώπιση που ασπάστηκαν ο Καραμανλής και ο Ανδρέας ή αν αντίθετα θα αντιμετωπιστεί με τις πρακτικές που μας κληροδότησε ο Τίτος Λίβιος.