Ο αντικυβερνητισμός ως ανώτατο στάδιο του Νεομητσοτακισμού και το αντίδοτο του Τσίπρα

Από τον Γ. Λακόπουλο

Και ένας πρωτοετής σχολής Πολιτικών Επιστημών μπορεί να διακρίνει με ευκολία ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει χρεοκοπήσει ως πολιτικός ηγέτης. Τίποτε από όσα πρότασσε δεν του βγήκε:  πρόωρες εκλογές, ακύρωση τηλεοπτικών αδειών, μη έξοδος από το μνημόνιο, αδιέξοδο στο Σκοπιανό.

Όπου ποντάρει χάνει. Ταυτόχρονα στο εσωκομματικό μέτωπο δεν κατάφερε να επιβληθεί και παρέδωσε τα κλειδιά. Είναι πλέον ό,τι θέλουν οι άλλοι και ιδίως ο Σαμαράς.

Φυσιολογικά  θα έπρεπε να βρίσκεται ένα βήμα πριν τη κίνηση Αβέρωφ το 1984.  Έπαιξε όσο σκληρά μπορούσε εναντίον του Ανδρέα Παπανδρέου και υπέρ της «απαλλαγής». Αλλά, όταν είδε ότι δεν του βγαίνει, φώναξε στην Κέρκυρα έναν νεαρό  δημοσιογράφο -τον Ν. Χατζηνικολάου- και ανακοίνωσε ότι τα παρατάει.

Ο Κυριάκος όχι απλώς δεν τα παρατάει, αλλά διατηρεί πιθανότητες να κερδίσει τις επόμενες εκλογές. Γιατί; Πώς τα καταφέρνει; Τι τον κρατάει σε τροχιά επικράτησης; Πέρα από το χαρακτήρα του και την πολύ μεγάλη επένδυση που έκανε στην πρωθυπουργία.

Απλούστατα κρατιέται από το τελευταίο κλαδί που διαμόρφωσε το επικοινωνιακό επιτελείο του: τον αντικυβερνητισμό.  Έπαψε να είναι υποψήφιος πρωθυπουργός σε κοινοβουλευτικό σύστημα και μετατράπηκε σε επικεφαλής ενός μηχανισμού επιβολής- πάση θυσία και με όποιο κόστος για τη χώρα.

Μια πανάκριβη ομάδα επικοινωνιολόγων, δημοσκόπων, δημοσιογράφων, ίματζ-μέηκερς και άλλων παρατρεχάμενων -ορισμένοι με θητεία σε παλιές καταστάσεις του ΠΑΣΟΚ και πάντα με την στήριξη μιντιακών παραγόντων της διαπλοκής- διαμόρφωσαν μια νέα πλατφόρμα: Όχι σε όλα.

Τον έβαλαν να πολιτεύεται αποκλειστικά με κριτήριο την κυριαρχία  του και την κυριαρχία τους. Δεν υπάρχει πολιτική- υπάρχει επίθεση με όλα τα μέσα για μια νίκη με λάφυρα. Το αποτέλεσμα το βλέπουμε: ακόμη και επί των κυμάτων να  περπατήσει ο Τσίπρας, ο Κυριάκος πρέπει να λέει ότι δεν ξέρει κολύμπι. Αυτό συνιστούν στον άπειρο επικεφαλής της ΝΔ οι ειδικοί που τον ψιμυθιώνουν για τις δημόσιες εμφανίσεις του. Και αυτό κάνει.

Ο Τσίπρας βγάζει τη χώρα από το Μνημόνιο, διευθετεί διακρατικές σχέσεις -που είναι το ανώτατο επίπεδο πολιτικής, παίρνει ελάφρυνση του χρέους, βελτιώνει τις επιδόσεις της οικονομίας, κερδίζει τη διεθνή εμπιστοσύνη. Αλλά αυτοί επιμένουν.

Μας κατέστρεψε. Πρόδωσε τη Μακεδονία. Μας έβαλε στο Μνημόνιο. Μας χρέωσε  200 δισεκ. Από κοντά και η συνήθης  Φώφη: ο Τσίπρας πέρασε τη θηλιά στο λαιμό του λαού.  Και από πάνω ο Άδωνις Γεωργιάδης με παραληρήματα που απευθύνονται στα κατώτερα αισθήματα της κοινωνίας.

Με την ανεύθυνη επιλογή «ό,τι και αν γίνεται εμείς θα το χτυπάμε» ο  στόχος της ΝΔ είναι να συσπειρώσει τη βάση της Δεξιάς στο σύνολό της- και ανεξάρτητα από το πώς θα κατανεμηθεί στη κάλπη. Στον ανορθόδοξο πόλεμο κατά του Τσίπρα, δεξιοί και ακροδεξιοί είναι μαζί.  Σε μεγάλο βαθμό το καταφέρνουν. Η τυφλή επιλογή «να φύγει ο Τσίπρας και ας είναι λίγος ο Κυριάκος» κερδίζει έδαφος. Το σύνθημα της οπισθοδρόμησης περνάει.

Απέναντι σ’ αυτά στο υπάρχει αντίδοτο. Για να χαλάσει το πάρτι ο Πρωθυπουργός πρέπει να ξεφύγει από τις κοινοτυπίες των επιτελών του για το «προοδευτικό μέτωπο» κλπ. Αυτά είναι για τρέχουσες  πολιτικολογίες. Είναι για να τα λένε στα πάνελ τα στελέχη του.

Ο ίδιος προσωπικά πρέπει να απευθυνθεί στο λαό συνολικά. Να μιλήσει σε όλους τους πολίτες. Να εξηγήσει ότι όλους τους έπληξε η κρίση και όλοι μαζί θα ωφεληθούν από την έξοδο από το Μνημόνιο. Να μιλήσει ως εθνικός ηγέτης και να συσπειρώσει προοδευτικούς και συντηρητικούς στην υπέρβαση των αγκυλώσεων που δημιουργήθηκαν σε βάρος της χώρας με το Σκοπιανό.

Με άλλα λόγια -για να χρησιμοποιήσουμε μια κοινότυπη έκφραση -να μιλήσει σαν Πρωθυπουργός όλων των Ελλήνων.  Όχι σαν παραταξιάρχης.

Να πλαγιοκοπήσει τον Μητσοτάκη σ’ αυτό το πεδίο. Να τον καταδείξει σαν ομαδάρχη μιας κλίκας που θέλει απλώς να επικρατήσει υπέρ του εαυτού του και της διαπλοκής και κόντρα στους πολλούς. Να τον «καθαρίσει» από πάνω. Ως μεγαλύτερο μέγεθος απέναντί του.

Από τη θέση του ο Πρωθυπουργός οφείλει να απευθύνεται στην κοινωνία συνολικά. Σε όλους τους πολίτες ανεξάρτητα από το φρόνημά τους, εκτός από τους νεοναζιστές. Και με ανασχηματισμό να σηματοδοτήσει αυτή τη πολιτική -διευρύνοντας την πολιτική βάσης της κυβέρνησης του.

Στελέχη του παλιού μαχητικού ΠΑΣΟΚ με αγωνιστική διαδρομή,  παράγοντες με συντηρητική προέλευση, αλλά με προσωπική ακεραιότητα, επιστήμονες με διεθνή κυκλοφορία, νέα πρόσωπα από την Αριστερά, πρέπει να εκπροσωπηθούν στη νέα κυβέρνηση -απωθώντας όσους δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο νέο ρόλο του κυβερνητικού αξιωματούχου: να εδραιώσουν την μεταμνημονιακή περίοδο της χώρας και να  δώσουν τη πολιτική μάχη των επομένων εκλογών.

Αυτή τη μάχη ο ίδιος ο Τσίπρας πρέπει να τη δώσει όχι υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά υπέρ της χώρας. Να δει τις επόμενες εκλογές όχι σαν αναμέτρηση ανάμεσα σε δυο παρατάξεις -αυτό είναι δουλειά των άλλων. Να αναδείξει τη μάχη ανάμεσα στον ίδιο -που ως Πρωθυπουργός εργάσθηκε για τη χώρα και εκφράζει το σύνολο των κοινωνικών δυνάμεων- και σε έναν κληρονόμο που θέλει να ασκήσει την εξουσία ως δικαίωμα.

Η επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα είναι τυφλή, επειδή ο αντικυβερνητισμός του συστήματος που προωθεί τον Μητσοτάκη δεν έχει πραγματικά επιχειρήματα και πολιτικά όπλα για να καλύψει τις ανάγκες της συγκυρίας. Ο Τσίπρας πρέπει να αξιοποιήσει τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα απέναντι στον Μητσοτάκη.

Όχι για να συγκρουστεί μαζί του στο χαμηλό επίπεδο που επιδιώκει το σύστημα Μητσοτάκη, αλλά να τον παρασύρει μια αναμέτρηση στην οποία ο ίδιος θα μιλάει υπέρ της χώρας και της κοινωνίας και ο γιος του Κώστα Μητσοτάκη ως συνδικαλιστικός εκπρόσωπος της διαπλοκής και των συμφερόντων. Εκεί πρέπει να μπει το στοίχημα.