Ο διμέτωπος του Αλέξη Τσίπρα

Της Νικόλ Λειβαδάρη

Η  χθεσινή αναμέτρηση μεταξύ Τσίπρα και Μητσοτάκη στη Βουλή αποτελεί προεκλογικό «οδηγό»: τον οδηγό προς τη μετωπική σύγκρουση δύο διαμετρικά αντίθετων στρατηγικών αλλά και δύο διαφορετικών ιδεολογικοπολιτικών κόσμων. Σ’ αυτήν τη σύγκρουση ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε ήδη την οδό της σκληρής μεν, προγραμματικής και θεσμικής δε αντιπαράθεσης, και ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον δρόμο της απόλυτης άρνησης.

Ο πρωθυπουργός πήγε χθες στη Βουλή με σαφή στόχο: Να προβάλει ένα θεσμικό και ηγετικό προφίλ, να καταδείξει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πλέον την κυβερνητική ωριμότητα να επιχειρεί τομές διεκδικώντας ταυτόχρονα συναινέσεις, και να αναδείξει τις μικροπολιτικές στοχεύσεις και τις πολιτικές αντιφάσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Αυτή καθ’ αυτή, άλλωστε, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τη συνταγματική αναθεώρηση είναι συνειδητά ισορροπημένη και μετριοπαθής, προκειμένου να ανοίξει έδαφος συναινέσεων. Και πάνω σ΄ αυτήν ακριβώς την πρόταση «έχτισε» χθες ο Αλέξης Τσίπρας την εμφάνισή του στη Βουλή, καλώντας όλο το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα να τοποθετηθεί επί των συνταγματικών αλλαγών υπερβαίνοντας τις κομματικές γραμμές.

Αναλύοντας, δε, την πρότασή του, και ανατρέχοντας σε κάθε δυνατή πηγή – ακόμη και στις επιστημονικές θέσεις Βενιζέλου –, στόχευσε στην ανάδειξη των αντιφάσεων, των παλινδρομήσεων και της ευκαιριακής στράτευσης του Κυριάκου Μητσοτάκη στη γραμμή του «όχι σε όλα». Σ’ αυτό το πλαίσιο παρέθεσε ένα προς ένα τα πισωγυρίσματα της ΝΔ στο θέμα της Εκκλησίας, των δημοψηφισμάτων, της συμφωνίας των Πρεσπών, καθώς και την ασάφεια στον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας – «η θέση σας για την Προεδρική εκλογή ενδεχομένως είναι θέση προέδρου του Εδεσσαϊκού, όχι αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης», είπε – αλλά και στο επίμαχο άρθρο 86 του συντάγματος περί ευθύνης υπουργών.

Μέσα από αυτές τις αντιφάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο Αλέξης Τσίπραςτράβηξε, για μια ακόμη φορά, και τις ιδεολογικές και προγραμματικές διαχωριστικές γραμμές πάνω στις οποίες σκοπεύει να θέσει και τα εκλογικά διλήμματα – τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ προόδου και συντήρησης που ορίζονται μέσα από τις βασικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη συνταγματική αλλαγή: Τη θρησκευτική ουδετερότητα, την ενίσχυση της δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος, τη διαφύλαξη του δημόσιου χαρακτήρα των κοινωνικών αγαθών.

Από την πλευρά του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχείρησε να αντεπιτεθεί αποδομώντας τις προτάσεις Τσίπρα και γυρνώντας τη «μπάλα» στο γήπεδο της ακυβερνησίας και της «συριζοποίησης» του συντάγματος, αλλά δεν του βγήκε. Απέρριψε ως διαλυτική την ιδέα των δημοψηφισμάτων, αλλά στην πράξη ζήτησε να τεθεί σε… δημοψήφισμα το ίδιο το σύνταγμα, ζητώντας να οριστούν ως αναθεωρητέα τα περισσότερα άρθρα του «για να αποφασίσει ο λαός».

Χαρακτήρισε «ατελέσφορες» τις αλλεπάλληλες ψηφοφορίες στη Βουλή που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά ουδείς κατάλαβε ποια ακριβώς – εάν υπάρχει – είναι η πρόταση της ΝΔ για την προεδρική εκλογή. Εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση κατά της κυβέρνησης για τη συμφωνία με τον αρχιεπίσκοπο και τη μισθοδοσία των κληρικών – «απολύετε ιερείς για να διορίσετε 10.000 κολλητούς και φίλους στο Δημόσιο» είπε – αλλά ποτέ δεν απάντησε στο ερώτημα του Αλέξη Τσίπρα: «Αμέσως μετά την ανακοίνωση της πρότασης στην οποία καταλήξαμε με τον αριχεπίσκοπο», ρώτησε ο πρωθυπουργός, «βγάλατε μία ανακοίνωση όχι μόνο αποδεχόμενοι αλλά λέγοντας πως ήταν δική σας πρόταση. Τι άλλαξε;».

Με αυτά τα δεδομένα, και σ’ αυτό το κλίμα, το στοίχημα της συναίνεσης ακόμη και στις ώριμες αλλαγές του συντάγματος δείχνει εξαιρετικά μετέωρο. Πόσο μάλλον που στην «πολιτική της αδράνειας» της αξιωματικής αντιπολίτευσης προστέθηκε και εμπόλεμο πλέον μεταξύ κυβέρνησης και Κινήματος Αλλαγής. Η σφοδρή σύγκρουση Τσίπρα – Γεννηματά χθες στη Βουλή, με φόντο το άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών του Κώστα Σημίτη, δημιουργεί προφανή τετελεσμένα στις (μη) σχέσεις Μαξίμου και Χαριλάου Τρικούπη. Και επιβεβαιώνει πως ο μεγάλος στρατηγικός πόλεμος αυτών των εκλογών θα δοθεί μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ. Με διακύβευμα τον ιστορικό μετασχηματισμό και την πολιτική ηγεμονία του χώρου της κεντροαριστεράς.

ΑΠΟ ΤΟ TVXS