Ο Ερντογάν απειλεί τη χώρα και οι “νταβατζήδες”  μαγειρεύουν κυβερνήσεις

Του Γ. Λακόπουλου

ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ-150x150 (1)

Είναι απίστευτο. Η  χώρα  παλεύει να βγει από τη  χρεοκοπία. Το  μεταναστευτικό φουντώνει. Ο Ερντογάν υποβλέπει τα ελληνικά νησιά. Κάποιοι ανακαλύπτουν το “τσάμικο ζήτημα”. Τα προβλήματα μας περικυκλώνουν όλο και πιο απειλητικά και στο κέντρο της πολιτικής σκηνής η αντιπολίτευση αναγάγει σε αιχμή της πολιτικής της τη σύγκρουση της κυβέρνησης με …τρίτους- σαν να ενεργεί για λογαριασμό τους!

Ειδικά η ΝΔ αντί να σφυροκοπήσει την κυβέρνηση για την ανεπάρκειά της -σε μια πολιτική που έχει ήδη αποδεχθεί, για την συμπεριφορά υπουργών της  που ακυρώνει αυτή την πολιτική, για τις αποτυχία της σε πολλά μέτωπα,- αντί να αναδείξει τα δικά της συγκριτικά πλεονεκτήματα ζητάει άμεσες εκλογές με τρόπο που δημιουργεί την πεποίθηση ότι ενδιαφέρεται να διασωθούν κάποιοι επί δεκαετίες καναλάρχες άνευ αδείας.

Από την άλλη, κάποιοι από όσους παριστάνουν τους ταγούς της χώρας -και είναι κοινό μυστικό ότι εκτός από ΜΜΕ  έχουν και τον έλεγχο πολιτικών ομάδων, δι’ αυτής της ισχύος- σπρώχνουν τη αντιπολίτευση σε άνευ ορίων αναμέτρηση με την κυβέρνηση. Με κριτήριο τα συμφέροντά τους θέλουν να ασκήσουν δικαιώματα που δεν έχουν στο δημόσιο βίο.

Τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων αντί να προσφέρουν ενημέρωση απλώς υπερασπίζονται τις -ελεγχόμενες  από την Πολιτεία ενίοτε- δραστηριότητες των ιδιοκτητών τους. Οικονομικοί παράγοντες οργανώνουν την εμπλοκή τους στο πολιτικό παιχνίδι χωρίς να καταλαβαίνουν ότι θα χάσουν και αυτοί αν η χώρα ηττηθεί. Να  δούμε ποιος θα μείνει για να ακούει των γυναικών τα μοιρολόγια” που έλεγε ο Κολοκοτρώνης.

Με μια ακατανόητη επιμονή η επικαιρότητα, αντί για ενασχόληση με τα μεγάλα προβλήματα της χώρας, κρατάει τα κόμματα απασχολημένα  στην κόντρα για τα  κανάλια και την προσοχή της κοινή γνώμης στραμμένη στα  βοσκοτόπια του Καλογρίτσα. Κρατάει την πολιτική ζωή αιχμάλωτη στις επιδιώξεις μια ομάδας επιχειρηματιών με θεωρίες που αναπαράγουν οι ίδιοι με τους μηχανισμούς επιρροής τους για  κίνδυνο στέρησης της ενημέρωσης. Λες και μπορεί κάνεις να στερήσει την ενημέρωση στις μέρες μας.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ενδεχομένως επόμενος πρωθυπουργός της χώρας, αντί να δίνει έμφαση στην προοπτική της, μετατρέπει το εύλογο παιχνίδι εξουσίας ανάμεσα στον ίδιο και τον Αλέξη Τσίπρα σε παιχνίδι  εξουσίας του Τσίπρα με τους καναλάρχες. Στο οποίο το κόμμα του ρίχνει το βάρος του υπέρ των δεύτερων- κάποιοι από τους οποίους  υπήρχαν πολέμιοι αυτού το κόμματος, όχι μόνο με την  πολεμική τους κατά του Κ. Καραμανλή, αλλά και στην περίπτωση του πατέρα του.

Από την πλευρά της η κυβέρνηση προσπαθεί να χειριστεί την κατάσταση αναζητώντας τα προνομιακά πεδία γι’ αυτήν στο παρελθόν των άλλων. Αλλά ο Πρωθυπουργός  δεν μιλάει ανοιχτά και με στοιχεία, προτού δημιουργηθούν και στο κόμμα του καταστάσεις που θα τροφοδοτούν με ανάλογα στοιχεία και τους άλλους.

Ως φορέας της λαϊκής εντολής ο Τσίπρας, θα βγάλει κάποια συμπεράσματα αν μελετήσει καλύτερα την κυβερνητική ιστορία του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κώστα Καραμανλή- ακόμη και του πατρός Μητσοτάκη εδώ που τα  λέμε. Υπάρχει δηλαδή ένα θέμα που αφορά τις σχέσεις της πολιτικής εξουσίας με την οικονομική ολιγαρχία. Ένα διαχρονικό θέμα.

Το παιχνίδι αυτών των σχέσεων βλέπουμε και σήμερα να αναβιώνει με τις ίδιες παλιές μεθόδους. Χωρίς να απαλλάσσεται ο Τσίπρας από τις ευθύνες του για την πολιτική των κυβερνήσεων του σε πολλά θέματα, η επιλογή να δημοπρατήσει τις άδειες -για να πληρώσουν όσοι τις θέλουν- είναι ορθή , αναγκαία και συμφέρουσα το δημόσιο.

Ποιος έπρεπε να κάνει το διαγωνισμό και πόσες  έπρεπε να είναι οι άδειες  δεν έχει κεντρική  σημασία- ούτε κρίνει αυτό την ποιότητα της τηλεόρασης.  Αυτά είναι νομικίστικα ζητήματα, δεν είναι η ουσία. Τις ίδιες αντιδράσεις θα αντιμετώπιζε και αν έλεγε ότι οι άδειες είναι πενήντα και τον διαγωνισμό θα τον κάνει η …αντιπολίτευση, υπό τον όρο ότι οι ενδιαφερόμενοι θα πληρώσουν αδρά.  

Φυσικά όσοι έσπευσαν να πλειοδοτήσουν για τις άδειες, για τα δικά τους συμφέροντα, το έκαναν. Αλλά τουλάχιστον πληρώνουν. Αν θα γίνουν και αυτοί  χειραγωγοί του δημοσίου βίου θα εξαρτηθεί από τον τρόπο που θα τους αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, η Βουλή και ο πολιτικός κόσμος γενικότερα. Η αντιπολίτευση  δίνει κακό παράδειγμα στηρίζοντας τους “αδικημένους” πρώην καναλάρχες, σε βαθμό που εμφανίζεται ακόμη  και ως εκπρόσωπος τους σε θεσμικά βήματα όπως είναι η Βουλή. Επιπλέον  είναι ανοησία να  γίνεται λόγος για “αποτυχημένο διαγωνισμό”, όταν οι ενδιαφερόμενοι έχουν ήδη πληρώσει και αρχίζουν την δραστηριότητά τους βάσει των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού.

Έστω με επιμέρους λανθασμένες πρακτικές η κυβέρνηση προσπαθεί να βάλει τάξη. Είτε έχει μεταγενέστερες υστεροβουλίες είτε όχι- απωθώντας τους  συνήθεις πελάτες των  κρατικών ταμείων και του τραπεζικού συστήματος από την διασπάθιση των εθνικών πόρων δια της τηλεοπτικής ισχύος . Ποιο λόγο έχει η αντιπολίτευση να  τάσσεται στο πλευρό τους υποδηλώνοντας ότι αν τη βοηθήσουν να αναλάβει την κυβέρνηση θα τους επιστρέψει τα προνόμια που χάνουν;

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με τη βοήθεια της Φώφης και του Σταύρου, πρακτικά αμφισβητεί το δικαίωμα της κυβέρνησης να εφαρμόζει το πρόγραμμά της και να αποφασίζει με τη έγκριση της Βουλή για όλα. Σα να εκχωρούν οιονεί αρμοδιότητες συγκυβέρνησης σε  ….επιχειρηματίες- κάτι που θα το βρει μπροστά του ο πρώτος, αν γίνει πρωθυπουργός.

Ας κοιτάξουμε λίγο το σύστημα μνηστήρων και σφετεριστών της τηλεοπτικής εξουσίας που εξ αντικειμένου στηρίζει η αντιπολίτευση αυτή την περίοδο. Άλλος παραπέμπεται να δικαστεί για κομπίνες  και οι συνεργάτες του  για απάτη.  Άλλος είναι υπόδικος για κακουργήματα. Άλλος ελέγχεται για φοροδιαφυγή. Άλλος έπαιρνε δάνεια από μια ξοφλημένη τράπεζα. Άλλος πάει να γίνει καναλάρχης με το κανάλι άλλου κι  άλλος είναι  μπλεγμένος με τράπεζες που δάνειζαν τους μετόχους τους.

Κάποιοι μπλέκονται με  κακόφημες ιστορίες στο ποδόσφαιρο, κόλπα με την εφορία, πέτσινα δάνεια, προεκλογικούς εκβιασμούς, επιλεκτικές σχέσεις με πολιτικά πρόσωπα. Αυτό το σύστημα διεκδικεί όχι συγκυβέρνηση, όπως είχε κατά περιόδους, αλλά και δικαίωμα να ορίζει την κυβέρνηση κατά τα συμφέροντά του. Είναι κακό σημάδι για μέλλον ότι η  αντιπολίτευση παραβαίνει κανόνες και αρχές της πολιτικής και τους κλείνει το μάτι.