Ο Κίσινγκερ, οι επίγονοί του και ο Οιδίποδας

Του Σωκράτη Αργύρη

«Ό,τι φαίνεται δεν είναι και ό,τι είναι δεν φαίνεται.»
– Έρβιν Σρέντινγκερ

Μπορεί η φράση μια εικόνα, χίλιες λέξεις να θεωρείται κινέζικη παροιμία ενώ είναι εφεύρημα ενός Αμερικάνου διαφημιστή  μετά την τελευταία παρέμβαση του γνωστού και μη εξαιρετέου Χάιντς Άλφρεντ, του γνωστού Χένρι Κίσινγκερ στην WSJ με αφορμή την πανδημία του covid-19 θα προσπαθήσουμε με ” χίλιες και μια λέξεις να περιγράψουμε την εικόνα του”.

Αυτό όμως που θα πρέπει να μας πει είναι αν αυτά που γράφει και λέει ειδικά μετά το 1982 τα λέει ως πολιτικός ή ως επιχειρηματίας αφού τότε ο Κίσινγκερ ίδρυσε την εταιρία συμβούλων Kissinger Associates, με τον ίδιο και τους συνεργάτες του να λειτουργούν ως μέλη συμβουλίων και επιτροπών και πελάτες του να είναι αναρίθμητες πολυεθνικές εταιρίες όπως  οι American Express, Anheuser-Busch, Coca-Cola, Daewoo, Midland Bank, H. J. Heinz, ITT Corporation, LM Ericsson, Fiat, and Volvo. Επίσης η εταιρία του συμμετέχει στο U.S.–Russia Business Council, που εκεί συμμετέχουν οι ExxonMobil, JPMorgan Chase και η Pfizer.

Τα γραφεία της εταιρίας του βρίσκονται στον ίδιο ουρανοξύστη στη Νέα Υόρκη μαζί με την γνωστή μας από την α’ μνημονιακή περίοδο Blackstone που ακόμα δεν έχουμε διαβάσει τις αναφορές της για τις Ελληνικές Τράπεζες αλλά πέντε ξενοδοχεία της Louis Group εξαγόρασε μόνο φέτος και έπεται συνέχεια. Φυσικά και αυτή είναι πελάτης της εταιρίας του.

Στο όχι και τόσο μακρινό  2018, στο αμερικανικό περιοδικό “Atlantic” είχε γράψει ένα άρθρο με τον τίτλο «Πώς τελειώνει ο Διαφωτισμός» όπου σχολίαζε το θέμα της τεχνητής νοημοσύνης που γεννιέται μέσα από την τεχνολογία που ξεπερνά τον κόσμο του. 

Εκεί αναφέρει ότι η σύγχρονη παγκόσμια τάξη διαμορφώθηκε από την Εποχή του Ορθού Λόγου, που αντικατέστησε την Εποχή της Θρησκείας, τονίζει ότι αυτή η διεθνής τάξη βρίσκεται σήμερα σε μεγάλη αναταραχή εν μέσω μιας ακόμη πιο ριζοσπαστικής τεχνολογικής επανάστασης, «της οποίας τις συνέπειες έχουμε έως τώρα αποτύχει να αντιμετωπίσουμε και που η κορύφωσή της μπορεί να είναι ένας κόσμος εξαρτώμενος από μηχανές, που θα βασίζονται στα δεδομένα και στους αλγόριθμους και ο οποίος δεν θα κυβερνάται πλέον από ηθικούς ή φιλοσοφικούς κανόνες».

«Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια δυνητικά κυριαρχική τεχνολογία, που αναζητά μια καθοδηγητική φιλοσοφία», τονίζει και προσθέτει ότι για κάθε χώρα αποτελεί πλέον εθνική προτεραιότητα να μελετήσει την τεχνητή νοημοσύνη και τις επιπτώσεις της, κυρίως σε σχέση με τις ανθρωπιστικές παραδόσεις, συστήνοντας μια επιτροπή ειδικών στο ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο.

Παράλληλα, καλεί τους ειδικούς στην τεχνητή νοημοσύνη να βγουν από το καβούκι τους και να θέσουν οι ίδιοι τέτοια ερωτήματα, ώστε μετά να ενσωματώσουν τις κατάλληλες απαντήσεις στα έξυπνα μηχανήματα που θα φτιάξουν. Και καταλήγει: «Ένα πράγμα είναι βέβαιο: Αν δεν ξεκινήσουμε αυτή την προσπάθεια σύντομα, δεν θα αργήσουμε να ανακαλύψουμε ότι ξεκινήσαμε υπερβολικά αργά».

Επίσης γράφει ότι: «Η αλήθεια έχει γίνει πια σχετική, η πληροφορία απειλεί να εξαφανίσει τη σοφία» κλέβοντας την φράση από τον ποιητή Τόμας Έλιοτ που είχε πει πολύ πριν: Πού είναι η όλη η σοφία που χάσαμε μέσα στη γνώση; Πού είναι όλη η γνώση που χάσαμε μέσα στην πληροφόρηση;

Εδώ καλό θα ήταν να του υπενθυμίζαμε αυτό που ίσως το είχε πει γι’ αυτόν πάλι ο ποιητής ότι: Δεν υπάρχει πιο αηδιαστικό θέαμα από έναν γέρο που αρνείται να εγκαταλείψει τον κόσμο, που έχει εγκαταλείψει τον ίδιο.

 Στην παρέμβαση που έκανε μέσω του άρθρου του στην “Wall Street Journal” στις 3 Απριλίου 20 αναφέρεται ξανά σε ανησυχίες του για τις τρέχουσες οικονομικές επιπτώσεις λόγω της πανδημίας του covid-19 αλλά πιο πολύ ανησυχεί για  την διαμόρφωση του νέου περιβάλλοντος ισχύος  της επόμενης ημέρας και παίρνει θέση.

Αφού ξαναθυμάται τον Διαφωτισμό και κλείνοντας το άρθρο γράφει «Οι δημοκρατίες του κόσμου πρέπει να υπερασπιστούν και να διατηρήσουν τις αξίες του Διαφωτισμού. Μια παγκόσμια υποχώρηση από την ισορροπία μεταξύ εξουσίας και νομιμότητας θα προκαλέσει την αποσύνθεση του κοινωνικού συμβολαίου τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η ιστορική πρόκληση για τους ηγέτες είναι να διαχειριστούν την κρίση, χτίζοντας παράλληλα την επόμενη μέρα. Η αποτυχία μπορεί να βάλει φωτιά στον κόσμο.».

Αν και πιο πάνω όμως έγραφε «Η προσπάθεια διαχείρισης της κρίσης, παρότι μεγάλη και δύσκολη, δεν πρέπει να θέσει στο περιθώριο το καθήκον να υπάρξει μια παράλληλη διαδικασία για το πως θα περάσουμε στην εποχή μετά τον κορωναϊό. Αντλώντας μαθήματα από το Σχέδιο Μάρσαλ και το “Manhattan Project”, οι ΗΠΑ θα έχουν την υποχρέωση να αναλάβουν μια μεγάλη προσπάθεια σε τρεις τομείς: Πρώτον, να στηρίξουν την παγκόσμια αντοχή απέναντι στην πανδημία. Δεύτερον, πρέπει να ξεπεράσουν την αντοχή τους, για να γιατρέψουν τις πληγές της παγκόσμιας οικονομίας. Τέλος, να διαφυλάξουν τις αρχές της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης».

Αυτό που τονίζει δηλαδή ο Κίσινγκερ είναι η ανάγκη να ηγηθούν οι ΗΠΑ όχι μόνο της προσπάθειας για παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη ,αλλά και της διαφύλαξης της αρχιτεκτονικής του διεθνούς συστήματος, που σημαίνει ότι πρέπει να διατηρήσουν την παγκόσμια στρατιωτική υπεροχή τους.

Αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι υπενθυμίζει στην πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ πρώτα απ’ όλα το μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο ιστορικό πλαίσιο και τι έκαναν οι ΗΠΑ τότε ακριβώς για να παραμείνουν η ηγέτιδα δύναμη της Δύσης. Θυμίζει δηλαδή το καρότο του Σχεδίου Μάρσαλ και το μαστίγιο του Προγράμματος Μανχάταν, δηλ. την κατασκευή της ατομικής βόμβας.

Για να τον ερμηνεύσουμε όμως θα πρέπει να ανατρέξουμε πρώτα στο βιβλίο του “Διπλωματία ” όπου εκεί διασαφηνίζει τι ακριβώς είναι η διπλωματία που γι’ αυτόν σημαίνει “πολιτική ισχύος” και γεωπολιτική. 

Εκεί μετακινούμενος από μια περιεκτική γενική επισκόπηση της δικής του ερμηνείας της ιστορίας προς τις προσωπικές αφηγήσεις των διαπραγματεύσεων που διεξήγαγε με παγκόσμιους ηγέτες, ο Κίσινγκερ περιγράφει τους τρόπους με τους οποίους η τέχνη της διπλωματίας και η ισορροπία των δυνάμεων έχουν δημιουργήσει τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε και δείχνει πως οι Αμερικανοί, προστατευμένοι από το μέγεθος της χώρας τους και την απομόνωσή της, καθώς και εξαιτίας του ιδεαλισμού και της δυσπιστίας έναντι του Παλιού Κόσμου, επιδίωξαν να διαμορφώσουν ένα μοναδικό είδος εξωτερικής πολιτικής βασισμένης στο πώς θα ήθελαν να είναι ο κόσμος και όχι στο πώς πραγματικά είναι.

Γιατί ο Κίσινγκερ είναι από τους πιο γνωστούς υποστηρικτές της σχολής του ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις, η οποία υποστηρίζει ότι η εξωτερική πολιτική ενός κράτους πρέπει να χαράσσεται με αποκλειστικό γνώμονα το εθνικό του συμφέρον, αγνοώντας παράγοντες όπως τις ηθικό-φιλοσοφικές πεποιθήσεις της εκάστοτε κυβέρνησης ή τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Έτσι ως μοναδικός του στόχος ήταν να υπηρετεί το δόγμα της Αμερικής ως μοναδικής Υπερδύναμης και μπροστά σ’ αυτό το δόγμα δεν δίστασε να αιματοκυλίσει μεγάλες περιοχές του πλανήτη πέρα από το Βιετνάμ και Καμπότζη όπως στην Ινδονησία, το Μπαγκλαντές, τη Χιλή, την Κύπρο και το Ανατολικό Τιμόρ.

Αυτό που μας κάνει εντύπωση όμως, είναι πως στα τελευταία του άρθρα βλέπουμε ότι όψιμα ανακάλυψε  τις αξίες του Διαφωτισμού.

Αυτό όμως που πρέπει να διευκρινίσουμε είναι, ότι ανέκαθεν ο Διαφωτισμός επεδίωκε να απελευθερώσει τους ανθρώπους από τον φόβο και να τους κάνει κυρίαρχους.  Ο Ιμμάνουελ Καντ,  στην Ανθρωπολογία από πραγματολογική άποψη έγραφε:

“Ο τρόπος σκέψης που εναρμονίζει την ευζωία με την αρετή στις σχέσεις μας με τους άλλους, είναι ο ανθρωπισμός. Εδώ δεν έχει σημασία ο βαθμός της ευζωίας –διότι άλλος είναι απαιτητικός και άλλος όχι, ανάλογα πως ορίζει ο καθένας τις ανάγκες του– αλλά το είδος της σχέσης σύμφωνα με την οποία η ροπή προς την ευζωία περιορίζεται από τον νόμο της αρετής”.

Εκτός και αν τον αντιλαμβάνεται όπως ο Αντόρνο και ο Χόρκχαϊμερ έγραψαν στο γνωστό βιβλίο τους “Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού” πως ο Διαφωτισμός τελικά στη σύγχρονη εποχή κατέστρεψε την κριτική δύναμη.

Γιατί δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι στις αξίες του Διαφωτισμού βασίστηκε όταν υπηρετούσε τον 37ο Προέδρο των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον που είχε διατελέσει αντιπρόεδρος των Η.Π.Α. κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Αϊζενχάουερ (1953-1961), εφαρμόζοντας   τη λεγόμενη «λογική ανορθολογικότητα», ή αλλιώς τη «θεωρία του τρελού», που την εφάρμοσαν από κοινού εναντίον του Βιετνάμ και ουσιαστικά κατά της τότε ΕΣΣΔ που ήταν ο κύριος σύμμαχος  του, στον βρώμικο πόλεμο, όπως είχε χαρακτηριστεί. Είναι η  θεωρία που ως στόχο είχε να καταστήσει απρόβλεπτη, παράλογη και ασταθή τη στάση των ΗΠΑ έτσι ώστε να αναγκάσει τον αντίπαλο να διαπραγματευτεί.

 Η θεωρία του Τρελού βασίζεται στην ρήση του Μακιαβέλι πως σε κάποιες περιπτώσεις είναι σοφό για τον ηγέτη να «προκαλεί» παράνοια, είναι “όταν το ένα μέρος μιας διαδικασίας διαπραγμάτευσης παρουσιάζεται στα άλλα μέρη σαν «εκτός ελέγχου» και «έτοιμο για τα πάντα», με στόχο να πείσει τα υπόλοιπα μέρη να δεχθούν τους όρους του. Το 2004 μάλιστα έγινε γνωστό όταν άνοιξαν διαβαθμισμένα αρχεία του State Department πως ακριβώς αυτή η θεωρία εφαρμόστηκε το 1969 από τον τότε Πρόεδρο των Η.Π.Α. Ρίτσαρντ Νίξον, σε μια προσπάθεια να τελειώσει τον πόλεμο στο Βιετνάμ.

Βέβαια ούτε ο Μακιαβέλι τον βοήθησε ούτε η “τρέλα” του Νίξον του βγήκε ως σενάριο οπότε σκέφτηκε τότε ότι το επόμενο του  βήμα  θα ήταν να πάει πιο παλιά στην Ιστορία και να εφαρμόσει το δόγμα του divide et impera (διαίρειν και βασίλευε). Αφού αρνούμενος δηλαδή να υποταχθεί σε αξιακές ή ιδεολογικές επιταγές, ο Κίσινγκερ προσπάθησε να οδηγήσει τις ΗΠΑ σε προσέγγιση με την ΕΣΣΔ υποσχόμενος περιορισμό των πυρηνικών εξοπλισμών με την πολιτική της ύφεσης και με την Κίνα του Μάο της Πολιτιστικής Επανάστασης εις βάρος της μέχρι τότε στενού συμμάχου της Ταϊβάν, προτού «παίξει» τη μία δύναμη κατά της άλλης, επιτυγχάνοντας έτσι την απεμπλοκή της Ουάσιγκτον από το Βιετνάμ.

«Δόκτωρ Κίσινγκερ, η επίσκεψή σας είναι πέρα για πέρα επίκαιρη, αναμένουμε με αγωνία να ακούσουμε τις απόψεις σας σχετικά με το μέλλον των σινοαμερικανικών σχέσεων». Με αυτή τη φράση υποδέχθηκε τον Χένρι Κίσινγκερ τον Νοέμβρη του 18, ο Σι Τζινπίνγκ στη Μεγάλη Αίθουσα του Λαού στην Πλατεία Τιενανμέν.

Με την Αμερική του Τραμπ των δασμών και του εμπορικού πολέμου τα πράγματα είναι τώρα πιο επικίνδυνα. Κι αυτός ο κίνδυνος έκανε τους Κινέζους να προσκαλέσουν τον Κίσινγκερ στο Πεκίνο για ένα συνέδριο υπό τον τίτλο «Πώς μπορεί να αποφευχθεί η παγίδα του Θουκυδίδη». Ποια είναι αυτή; Είναι η θεωρία που λέει ότι είναι η σύγκρουση ανάμεσα στην αναδυόμενη και την κυρίαρχη δύναμη είναι αναπόφευκτη. Συνέβη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο ανάμεσα στην Σπάρτη και την Αθήνα. Γιατί να μη συμβεί και τώρα;

Σε συνέντευξη που είχε δώσει στο περιοδικό «The Atlantic», ο Κίσινγκερ είχε εμφανιστεί κάπως απαισιόδοξος. «Οι συγκρούσεις μπορεί να ξεσπάσουν για δύο λόγους» είχε πει. «Ο ένας είναι η βαθμιαία αύξηση της έντασης, ο άλλος ότι τα σύγχρονα κράτη είναι συνηθισμένα στον κανόνα πως μια λύση θα βρεθεί στο τέλος».

Γιατί όμως αυτό το ενδιαφέρον στο πρόσωπο του; Επειδή ο Κίσινγκερ έχει θεωρητικολογήσει επί μακρόν πάνω σε αυτά τα ζητήματα. 

Στην πρώτη του επίσκεψη στο Πεκίνο το 1971 κι ενώ είχαν προηγηθεί δύο δεκαετίες εχθρικών σχέσεων είχε πει «Σχολίασα πως στα μάτια της αμερικανικής αντιπροσωπείας η Κίνα φάνταζε ως μια “χώρα γεμάτη μυστήριο”. Ο πρωθυπουργός Τσου Εν – λάι όμως του απάντησε: “Θα διαπιστώσετε πως δεν είναι μυστηριώδης. Μόλις τη γνωρίσετε, δεν θα σας φαίνεται τόσο μυστηριώδης όσο πριν”». Αλλά ο Κίσινγκερ επιμένει: «Το μυστήριο που καλούμαστε να προσπελάσουμε είναι ένα μυστήριο κοινό για όλους τους ανθρώπους: Πώς μπορούν ετερόκλητες ιστορικές εμπειρίες και αξίες να συγκλίνουν για να διαμορφωθεί μια κοινή τάξη».

Ίσως το ίδιο μυστήριο ήθελε να λύσει και η Δικτατορία των Συνταγματαρχών όταν ξεκίνησε τις διπλωματικές σχέσεις με την Κίνα του Μάο.

Ο Κίσινγκερ έκανε πολλά στην πράξη γι’ αυτή τη διαμόρφωση της κοινής τάξης – τουλάχιστον όπως την αντιλαμβανόταν. Ενδεχομένως να έκανε ακόμη περισσότερα εάν το γεγονός ότι είχε γεννηθεί στη Γερμανία δεν τον εμπόδιζε να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ – ο ίδιος θα θυμόταν συχνά ότι τέσσερις υπουργοί Εξωτερικών έγιναν μετέπειτα πρόεδροι και αστειευόταν συχνά λέγοντας πως θα βρει έναν τρόπο να παρακάμψει τη «λεπτομέρεια» της συνταγματικής επιταγής που λέει ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ πρέπει να είναι γεννημένος στις ΗΠΑ. Άλλου είδους «παρακάμψεις» είχε κάνει πάντως. Παρακάμψεις στις οποίες κατέφυγε στο όνομα μιας «ρεαλπολιτίκ» που υπηρέτησε απαρέγκλιτα και είχε θετικά αποτελέσματα, όπως με την υπογραφή συμφωνίας με το Βόρειο Βιετνάμ στο Παρίσι το 1973.

Η συμφωνία εκείνη δεν έφερε ακριβώς την ειρήνη. Χάρισε όμως στον Κίσινγκερ ένα μισό Νόμπελ Ειρήνης – την ίδια ώρα οι Βιετκόνγκ συνέχιζαν την προέλασή τους ενώ δύο χρόνια αργότερα θα καταλάμβαναν τη Σαϊγκόν. Ο νομπελίστας Κίσινγκερ εξάλλου δεν πίστεψε ποτέ ότι η ειρήνη θα ερχόταν μόνο με λουλούδια: ο ρόλος του στον βομβαρδισμό της Καμπότζης ήταν αποφασιστικός. Εξίσου σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε στα ελληνικά πράγματα τη δεκαετία του ’70. Η στήριξή του στην ελληνική χούντα είναι αδιαμφισβήτητη, η αντιπάθειά του για τον Μακάριο δεδομένη, η διχοτόμηση της Κύπρου ένα ενδεχόμενο που ο ίδιος εξέταζε ήδη από το 1971. Σε κάθε περίπτωση, η επιρροή του ήταν τεράστια: όταν στις 22 Ιουλίου 1974 το πρακτορείο Ασοσιέιτεντ Πρες έστειλε τηλεγράφημα με τη δήλωση Κίσινγκερ ότι «επίκειται κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα», ο Ιωαννίδης δεν περίμενε περισσότερο. Παραιτήθηκε την ίδια στιγμή.

Όλα αυτά τα στηρίζει σε αυτά που αναφέρει στο πρώτο του βιβλίο “A World Restored: Metternich,Castlereagh and the Problems of Peace, 1812-1822”,

 (Ένας αποκατεστημένος κόσμος, ο Μέττερνιχ, ο Κάσλρεϊ και τα προβλήματα Ειρήνης, 1812-1822) που το έγραψε το 1957 στην ηλικία των 34 ετών όπου ο μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών εν αναγλύφω παρουσιάζει τις ιδέες και τα πρότυπά του, την φιλοσοφία του με άλλα λόγια, η οποία – κάτι που οπωσδήποτε πρέπει να τονιστεί – δεν αφορά μόνο την Αμερική αλλά κυρίως την Ευρώπη και κατ’ επέκταση τον κόσμο όλο. Στις σελίδες του βρίσκονται τα σπέρματα καταστάσεων που σημάδεψαν το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, ο αντίκτυπος των οποίων ήταν τραγικός για εμάς τους Έλληνες, όπως πολύ καλά ξέρουν όσοι έζησαν τα γεγονότα του 1974 στην Κύπρο. Κάτι, πράγματι, που απορρέει από την αφήγηση και τις αναλύσεις του Κίσινγκερ είναι ότι, αντίθετα με την αντίληψη που επικρατεί κυρίως στον δικό μας τόπο, η Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, κομβικό σημείο των οποίων είναι η Επανάσταση του 1821, έχουν, σε παγκόσμια κλίμακα, σημασία καίρια. Αυτό είναι το πρώτο μάθημα που, αρνητικώς εννοείται, έδωσε ο Κίσινγκερ στους Έλληνες και βέβαια, το ότι εμείς ακόμα δεν το έχουμε μάθει καλά αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες της οιονεί τραγωδίας, θέατρο της οποίας συνεχίζει να είναι η χώρα μας. 

Βομβαρδίζοντας τον αναγνώστη με ιστορικές αναφορές, από τον καρδινάλιο Ρισελιέ μέχρι τον Μέττερνιχ και τον Βίσμαρκ, ο Κίσινγκερ εξηγεί πώς ο ίδιος πέτυχε να εκμεταλλευθεί το σύστημα αυτό, με μαεστρία που θα εξέπληττε ακόμη και τον ίδιο τον προαναφερθέντα Αυστριακό υπουργό που ιστορικά αναδείχθηκε ο μεγαλύτερος αντίπαλος του Ναπολέοντα μαζί με τον Βρετανό Κάσλρεϊ φυσικά, εξ ου, και ο βιογράφος του καθηγητής Μπιμπλ έγραψε ότι «αν και το οικόσημο της οικογένειας Μέττερνιχ έφερε αετό με αναπεπταμένες τις πτέρυγες, το προσωπικό του σύμβολο ήταν η αράχνη παραμονεύουσα το θύμα της».

Γιατί επί των ημερών του είχε χαρακτηριστεί ως «αμαξηλάτης της Ευρώπης» και «διπλωμάτης των λεπτομερειών». Ο δε Σαρλ-Μωρίς ντε Ταλλεϋράν-Περιγκόρ συγκρίνοντάς τον με τον Καρδινάλιο Μαζαρέν, σημείωνε επ΄ αυτού: «Ο Καρδινάλιος εξαπατούσε αλλά δεν ψεύδονταν, (εφαρμόζοντας τις απατεωνιές του), ενώ ο Μέττερνιχ ψεύδονταν, (στις συνεννοήσεις του), αλλά δεν εξαπατούσε ποτέ (εφαρμόζοντάς τις)».

Χαρακτηριστικά, οι Γερμανοί φιλελεύθεροι αποκαλούσαν τότε τον Metternich, Metternacht, δηλαδή, μεσονύχτιο επειδή  υπήρξε ο κύριος εκφραστής της “διεθνούς νομιμότητας” και της “ισορροπίας της ισχύος”.

Βέβαια θα του ταίριαζε  επίσης , όταν μιλάμε για την τέχνη της διπλωματίας, η φράση «αυτός είναι ένας Ταλλεϋράνδος» που χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν πολιτικό με μεγάλη επινοητικότητα και τέχνη ανάμικτα με κυνισμό και πονηριά.

Σχετικά με την αναφορά του στο άρθρο για το Πρόγραμμα Μανχάταν αντλεί από το επόμενο  βιβλίο του,  “Nuclear Weapons and Foreign Policy” του 1957 (Τα πυρηνικά όπλα και η εξωτερική πολιτική) που εκδόθηκε και αυτό στο απόγειο του ψυχρού πολέμου,  όπου αναλύει τις ευαίσθητες ισορροπίες μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ενώσεως και περιγράφει τις στρατηγικές διαστάσεις της ατομικής εποχής, με λεπτομέρειες την Σοβιετική Διπλωματική και Στρατιωτική τακτική, αλλά και τις κατευθυντήριες γραμμές της Αμερικανικής Εξωτερικής πολιτικής αναφορικά με τα πυρηνικά όπλα. Ένα βιβλίο, που παραμένει πάντα επίκαιρο, καθώς περιγράφει τον τρόπο σκέψης του κατεστημένου των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι των αντιπάλων των.

Τα μηνύματα του Χένρυ Κίσινγκερ (για κάποιους «προφητείες»), που αποκαλύπτονται στις σελίδες αυτού του βιβλίου, είναι ξεκάθαρα: Όποιος διαθέτει πυρηνική δύναμη, και διαμορφώνει αναλόγως την εξωτερική του πολιτική, κυριαρχεί! Και ποια χώρα, κατά την γνώμη του, είναι η πιο κατάλληλη όχι μόνο να διαθέτει αλλά και να χρησιμοποιεί πυρηνικά όλα; Οι ΗΠΑ! Στο μέλλον, πιστεύει, θα χρησιμοποιηθούν αυτά τα φοβερά όπλα σε πολέμους, είναι αναπόφευκτο.

Εδώ όμως θα πρέπει να διαβάσουμε  σχετικά με τα παγκόσμια ζητήματα του πυρηνικού αφοπλισμού την ιστοσελίδα του Ελληνικού ΥΠΕΞ :

Η Ελλάδα προσβλέπει, ως θέση αρχής αλλά και με ρεαλισμό, σε παράλληλα βήματα στο αλληλένδετο δίπτυχο του προοδευτικού αφοπλισμού και της μη διασποράς των όπλων μαζικής καταστροφής,

Πεποίθησή της είναι πως η διεθνής αρχιτεκτονική της μη – διασποράς και του αφοπλισμού όχι μόνον πρέπει να διατηρηθεί, αλλά και να ενισχυθεί, στην παρούσα συγκυρία, με την επιτυχία του 10ου αναθεωρητικού κύκλου της Συνθήκης Μη – Διασποράς, με την εκκίνηση διαπραγματεύσεων για μία Συνθήκη Πλήρους Απαγόρευσης του Σχάσιμου Υλικού και με τη στήριξη των προσπαθειών για έναν διεθνή μηχανισμό επαλήθευσης των βημάτων πυρηνικού αφοπλισμού.

Οπότε μένοντας πιστός στο θέμα της γεωπολιτικής, της γεωστρατηγικής και της πολιτικής ισχύος όπως όλα αυτά τα ονομάζει Διπλωματία και για να παραμείνει η διεθνής τάξη με κυρίαρχο παίκτη τις ΗΠΑ βασίζεται στο δόγμα που είχε πει στις αρχές του 20ου αιώνα ο Mackinder, 

 «[ό]ποιος είναι κυρίαρχος της Ανατολικής Ευρώπης, κυβερνά την Καρδιά της γης (Ρωσία). Όποιος κυβερνά την Καρδιά της γης εξουσιάζει την Παγκόσμια Νήσο (Ευρασία, Αφρική). Όποιος εξουσιάζει την Παγκόσμια Νήσο κυβερνά τον Κόσμο». 

και ένας άλλος Αμερικανός ο Spykman έλεγε,

«[ό]ποιος ελέγχει την περίμετρο κυβερνά την Ευρασία. Όποιος κυβερνά την Ευρασία, ελέγχει τα πεπρωμένα του κόσμου» .   

Εξάλλου, στη βάση αυτής της γεωπολιτικής προσέγγισης οι Μεγάλες Ναυτικές Δυνάμεις της δύσης, αγωνίζονται από τον 17ο αιώνα ακόμα να κλείσουν τις εξόδους προς τις θερμές θάλασσες του Νότου που είναι οι εξής: 

• Στην Ανατολή: Το πέρασμα μεταξύ Κορεατικής Χερσονήσου και  Ιαπωνίας.

• Στον Βορρά (μέχρι πρότινος): Η Βαλτική και Βόρεια Θάλασσα.

• Στον Νότο: Tα Στενά των Δαρδανελίων και το Αιγαίο Πέλαγος.

Βέβαια για να αντιληφθούμε την αντιπαλότητα με την πρώην ΕΣΣΔ  βάσει των παραπάνω γεωπολιτικών δογμάτων οι ΗΠΑ θα πρέπει να ασκήσουν γεωστρατηγική πολιτική στη συμπαγή ευρασιατική εδαφική έκταση που αποτελεί την πατρίδα του μεγαλύτερου τμήματος του παγκόσμιου πληθυσμού και το χώρο όπου βρίσκονται οι περισσότεροι φυσικοί πόροι και αναπτύσσεται η σημαντικότερη οικονομική δραστηριότητα. Εκτεινόμενη από την Πορτογαλία μέχρι τον Βερίγγειο πορθμό και από τη Λαπωνία μέχρι τη Μαλαισία, η Ευρασία αποτελεί τη “μεγάλη σκακιέρα” πάνω στην οποία η πρωτοκαθεδρία της Αμερικής είτε θα αναγνωριστεί είτε θα αμφισβητηθεί τα επόμενα χρόνια. Το καθήκον της Αμερικής είναι  να χειριστεί τις συγκρούσεις και τις σχέσεις στην Ευρώπη, την Ασία και τη Μέση Ανατολή, έτσι ώστε να μην εμφανιστεί καμιά αντίπαλη υπερδύναμη ικανή να απειλήσει τα συμφέροντα και την ευημερία των ΗΠΑ.

Υπάρχουν κρίσιμα ζητήματα βέβαια, όμως η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης έχει δημιουργήσει νέες αντιπαλότητες και νέες σχέσεις και έχουν χαρτογραφεί  νέες γεωστρατηγικές πραγματικότητες.

– Γιατί η Γαλλία και η Γερμανία θα παίξουν το ρόλο των γεωπολιτικών αξόνων, ενώ η Βρετανία και η Ιαπωνία δεν επωμίζονται παρόμοιο ρόλο.
– Γιατί η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προσφέρει στη Ρωσία την ευκαιρία να επανορθώσει λάθη του παρελθόντος και γιατί δεν μπορεί να τινάξει στον αέρα αυτή τη δυνατότητα.
– Γιατί η μοίρα της Ουκρανίας και του Αζερμπαϊτζάν είναι τόσο σημαντική για την Αμερική.
– Γιατί το να θεωρείται η Κίνα εκ μέρους των Αμερικανών ως απειλή μπορεί να μετατραπεί σε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
– Γιατί η Αμερική δεν είναι μόνο η πρώτη πραγματικά παγκόσμια δύναμη, αλλά θα είναι και η τελευταία, και ποιες είναι οι συνέπειες, όσον αφορά την κληρονομιά της, στις επόμενες γενιές των Αμερικανών. 

Το ιστορικό πλαίσιο που διαμόρφωσαν την σκέψη του και που συνεχίζουν να την στοιχειώνουν ξεκινά με το θέμα της στρατηγική της «ανάσχεσης» (containment) που είχε εισηγηθεί ο Αμερικανός διπλωμάτης Τζωρτζ Κένναν από τις αρχές του 1946 με το «Μακρύ Τηλεγράφημα» (Long Telegram)που αποτέλεσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε η αμερικανική διπλωματία τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Ακρογωνιαίο λίθο των προτάσεων του Κένναν αποτελούσε η αντίληψη πως ο σοβιετικός κίνδυνος ήταν πρωτίστως πολιτικής φύσης και επομένως έπρεπε να αντιμετωπιστεί από τις ΗΠΑ -και κατ’ επέκταση από τον δυτικό κόσμο- κυρίως με πολιτικούς και οικονομικούς, όχι στρατιωτικούς, όρους. Η ενίσχυση του εθνικού αισθήματος εντός του κομμουνιστικού κόσμου με στόχο την εκ των έσω κατάρρευσή του και η ενδυνάμωση «αντισταθμιστικών» προς την ΕΣΣΔ κέντρων ισχύος μέσω της οικονομικής βοήθειας των ΗΠΑ θα συνέτειναν αποφασιστικά, σύμφωνα με την άποψη του Αμερικανού διπλωμάτη, στον περιορισμό της σοβιετικής επεκτατικότητας.

Στο πρακτικό πολιτικό πεδίο, οι αντιλήψεις αυτές υλοποιήθηκαν με την εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν και του Σχεδίου Μάρσαλ το 1947.

Η επιρροή των αντιλήψεων του Κένναν στην αμερικανική πολιτική ηγεσία, κυρίως όσον αφορά την πολιτική φύση του σοβιετικού κινδύνου, άρχισε να μειώνεται από το 1948 όταν η κυβέρνηση Τρούμαν αποφάσισε τη σύσταση του ΝΑΤΟ, επιλογή με την οποία ο Αμερικανός διπλωμάτης ήταν αντίθετος διότι θα οδηγούσε, σύμφωνα με την άποψή του, στη ραγδαία στρατιωτικοποίηση του Ψυχρού Πολέμου και στην οριστικοποίηση της διαίρεσης της Γερμανίας, κατ’ επέκταση και της Ευρώπης.

Κομβικό σημείο στην οριστική απομάκρυνση από τη στρατηγική της ανάσχεσης του Κένναν αποτέλεσαν δύο εξελίξεις που σημειώθηκαν εντός του κομμουνιστικού κόσμου το 1949: η «κομμουνιστικοποίηση» της Κίνας με την επικράτηση του Μάο Τσε Τουνγκ στον κινεζικό εμφύλιο και η επιτυχής δοκιμή της ατομικής βόμβας από την ΕΣΣΔ. Ιδιαίτερα η απόκτηση ατομικής δυνατότητας από τους Σοβιετικούς -σε πολύ πιο σύντομο χρονικό διάστημα από αυτό που εκτιμούσαν οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες- είχε δραματικές επιπτώσεις στον τρόπο που η αμερικανική πολιτική ηγεσία αντιλαμβανόταν την ψυχροπολεμική διαμάχη. Πλέον, αυτό που θα είχε σημασία ως προς την πρόσληψη της σοβιετικής απειλής δεν ήταν τα πολιτικά κίνητρα και οι προθέσεις της Σοβιετικής Ένωσης (όπως εισηγούνταν ο Κένναν), αλλά οι στρατιωτικές της δυνατότητες και οι κίνδυνοι που αυτές ενείχαν για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.

Υπό το βάρος των εξελίξεων ο πρόεδρος Τρούμαν τον Ιανουάριο του 1950 εξουσιοδότησε μία ad hoc επιτροπή αποτελούμενη από αξιωματούχους των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας να συντάξουν μία αναλυτική έκθεση των απειλών, συμφερόντων και πιθανών πολιτικών απαντήσεων απέναντι στον κομμουνιστικό κίνδυνο. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο Paul Nitze, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Κένναν, ως προϊστάμενος, στη Διεύθυνση Σχεδιασμού Πολιτικής (Policy Planning Staff), μιας συμβουλευτικής επιτροπής που υπαγόταν στο State Department. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η Έκθεση NSC-68, η οποία αποτέλεσε έγγραφο-ορόσημο όχι μόνο για τη στρατηγική των ΗΠΑ αλλά και για την πορεία του Ψυχρού Πολέμου γενικότερα.

Το NSC-68, ένα έγγραφο πενήντα οκτώ σελίδων, αποτέλεσε μία «επιθετική» εκδοχή της ανάσχεσης έτσι όπως αυτή είχε συλληφθεί από τον Κένναν. Υπόβαθρο της έκθεσης αποτέλεσε η «νέα» πρόσληψη των ιθυνόντων της αμερικανικής διπλωματίας όσον αφορά τις στρατιωτικές δυνατότητες της ΕΣΣΔ: η επιτυχής δοκιμή της ατομικής βόμβας από τους Σοβιετικούς καταδείκνυε ότι η ισορροπία των στρατιωτικών δυνάμεων είχε γείρει αποφασιστικά προς την πλευρά της Σοβιετικής Ένωσης, της οποίας η ανωτερότητα σε συμβατικό οπλισμό θεωρούνταν δεδομένη.

Η έμφαση του NSC-68 στον συσχετισμό στρατιωτικών δυνάμεων ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις και όχι στις πολιτικές προθέσεις των Σοβιετικών σήμαινε ότι πλέον οι ΗΠΑ θα έπρεπε να απαντούν σε οποιαδήποτε απειλή παρουσιαζόταν από την πλευρά του κομμουνιστικού κόσμου σε κάθε γωνιά της υφηλίου. Με άλλα λόγια, ενώ η στρατηγική της ανάσχεσης του Κένναν εκκινούσε από τον όσο το δυνατόν πιο ακριβή προσδιορισμό των ζωτικών αναγκών των ΗΠΑ, το NSC-68 αντιλαμβανόταν τα αμερικανικά συμφέροντα μέσα από το πρίσμα της σοβιετικής απειλής: η έγερση οποιουδήποτε στρατιωτικού κινδύνου από την πλευρά της ΕΣΣΔ απειλούσε ευθέως τα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Δύσης.

Υπό αυτή την προοπτική, το NSC-68 προσλάμβανε το μεταπολεμικό διεθνές σύστημα με αμιγώς διπολικούς όρους, σύμφωνα με τους οποίους η επικράτηση του ενός από τους δύο αντιπάλους θα σήμαινε ταυτόχρονα την ολοκληρωτική καταστροφή του άλλου. Σύμφωνα με το NSC-68, ο «ελεύθερος» καπιταλιστικός κόσμος είχε να αντιμετωπίσει μία «φανατική πίστη» (τον κομμουνισμό) που ως στόχο είχε την επιβολή της απόλυτης ισχύος της σε πλανητικό επίπεδο. Αυτό που διακυβευόταν, επομένως, ήταν η ίδια η ύπαρξη του «ελεύθερου κόσμου». Το μείζον πρόβλημα, σύμφωνα με το NSC-68, ήταν ότι η κατοχή της ατομικής βόμβας είχε καταδείξει ότι οι κομμουνιστές δεν επεδίωκαν απλώς να επιβάλλουν την κυριαρχία τους στον κόσμο, αλλά ότι πλέον μπορούσαν να την επιτύχουν, και μάλιστα άμεσα.

Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες εκτιμούσαν ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950, περίοδο κατά την οποία η σοβιετική στρατιωτική ισχύς θα βρισκόταν στο απόγειό της, υπήρχε πολύ σοβαρό ενδεχόμενο οι Σοβιετικοί να εξαπολύσουν μία μαζική προληπτική επίθεση (preemptive attack) με σκοπό να προλάβουν τις ΗΠΑ πριν αυτές καλύψουν το στρατιωτικό κενό και αποκαταστήσουν την ισορροπία των δυνάμεων. Συνεπώς, αυτό που εισηγούνταν το NSC-68 ήταν η δραστική ενδυνάμωση του αμερικανικού οπλοστασίου σε συμβατικά και πυρηνικά μέσα. Το πρώτο βήμα είχε ήδη πραγματοποιηθεί τον Ιανουάριο του 1950 όταν ο Τρούμαν ενέκρινε την κατασκευή της υδρογονοβόμβας, που θα είχε απείρως καταστρεπτικότερη ισχύ από αυτή της ατομικής βόμβας και η οποία θα ήταν επιχειρησιακά έτοιμη, σύμφωνα με αμερικανικούς υπολογισμούς, μέχρι το 1952.

Από την άλλη πλευρά, η «επιθετικότητα» του NSC-68 δεν σήμαινε σε καμία περίπτωση ότι μοναδική ή έστω πρώτιστη επιλογή για την αντιμετώπιση της σοβιετικής απειλής ήταν ο πόλεμος. Αντιθέτως, ο βασικός στόχος του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Ντιν Άτσεσον και του Nitze ήταν η ραγδαία ενίσχυση του αμερικανικού οπλοστασίου σε τέτοιο βαθμό ώστε οι ΗΠΑ να παρουσιάζονται στη διπλωματική αρένα από θέση ισχύος. Σύμφωνα με την περίφημη φράση του Άτσεσον, οι ΗΠΑ έπρεπε σε διπλωματικό επίπεδο να δημιουργούν, μέσω της στρατιωτικής τους ενδυνάμωσης, «καταστάσεις ισχύος» (situations of strength), δηλαδή αυτό που έμεινε αργότερα γνωστό ως «αποτροπή». Αυτό βέβαια που ήταν προφανές αλλά δεν αναφερόταν ρητά στο NSC-68 ήταν πως η στρατιωτική ενδυνάμωση των ΗΠΑ θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν πόλεμο με την ΕΣΣΔ.

Έτσι, παρά το γεγονός ότι μία στρατιωτική σύγκρουση ήταν απευκταία, οι ιθύνοντες της αμερικανικής διπλωματίας ήταν πρόθυμοι να αποδεχτούν τον κίνδυνο μιας πυρηνικής σύρραξης, μόνο όμως όταν θα επιτυγχανόταν η πλήρης μεταβολή των στρατιωτικών συσχετισμών προς όφελος των ΗΠΑ. Προς το παρόν, το 1950, οι ΗΠΑ, σύμφωνα με τον Nitze, ήταν αδύναμες και έπρεπε να αποφύγουν να αναμιχθούν «σε γενικές εχθροπραξίες με την ΕΣΣΔ στην παρούσα κατάσταση της στρατιωτικής αδυναμίας… χωρίς να θυσιάσουμε την αυτοεκτίμησή μας αλλά και χωρίς να διακινδυνέψουμε την επιβίωσή μας».

Το NSC-68 δεν έγινε άμεσα αποδεκτό από τον Τρούμαν, ο οποίος θεωρούσε ότι ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την οικονομική του πολιτική και τη μείωση των στρατιωτικών δαπανών που αυτή προέβλεπε. Παρ’ όλα αυτά δεν απέρριψε την έκθεση, αλλά ζήτησε την επανεξέταση των οικονομικών της προϋποθέσεων. Μέχρι τον Ιούνιο του 1950, και παρά τις προσπάθειες των Άτσεσον και Nitze, φαινόταν ότι το NSC-68 δεν θα εγκρινόταν από τον Λευκό Οίκο. Η κατάσταση άλλαξε ριζικά με το ξέσπασμα του Πολέμου στην Κορέα στα τέλη Ιουνίου. Ο Πόλεμος της Κορέας επιβεβαίωνε με τον πιο δραματικό τρόπο τις βασικές υποθέσεις του NSC-68: το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ ήταν πρόθυμη να αποδεχθεί τον κίνδυνο του πολέμου με τις ΗΠΑ -πρώτα εγκρίνοντας τη βορειοκορεατική επίθεση και έπειτα στηρίζοντας την κινεζική παρέμβαση- καταδείκνυε τη στρατιωτική ισχύ που οι ίδιοι οι Σοβιετικοί θεωρούσαν πως είχαν ως προς τις ΗΠΑ και την πιθανή πρόθεσή τους να συγκρουστούν με τη Δύση όχι μόνο στην Άπω Ανατολή, αλλά ακόμη και στην Ευρώπη. Ως αποτέλεσμα, ο Τρούμαν ενέκρινε τελικά το NSC-68 στις 30 Σεπτεμβρίου 1950, δίνοντας έτσι το πράσινο φως για την κάθετη ενδυνάμωση του αμερικανικού συμβατικού και πυρηνικού οπλοστασίου.

Το NSC-68 επέδρασε καίρια πάνω στη στρατηγική των ΗΠΑ αλλά και στην ίδια την πορεία του Ψυχρού Πολέμου. Παρά το γεγονός ότι η επόμενη αμερικανική κυβέρνηση Αϊζενχάουερ απέρριψε τις οικονομικές παραμέτρους της έκθεσης, δίνοντας έμφαση στα πυρηνικά όπλα, εν τούτοις ο πυρήνας των εισηγήσεων του NSC-68, η πρόσληψη δηλαδή του κομμουνιστικού αντιπάλου με όρους στρατιωτικής ισχύος, οδήγησε στην κούρσα των εξοπλισμών ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις που αποτέλεσε ένα από τα καίρια χαρακτηριστικά της ψυχροπολεμικής διαμάχης.

Ο Κίσινγκερ παίρνοντας μαθήματα από την περίοδο  του Συνεδρίου της Βιέννης και ξέροντας ότι για να παραμείνει η διεθνής τάξη όπως αυτός την έχει στο μυαλό του, θέλησε να αφήσει ανθρώπους ικανούς να την ακολουθήσουν όχι μόνο μέσα στις ΗΠΑ αλλά να δημιουργήσει ικανά στελέχη και από άλλες χώρες ώστε με μεγαλύτερη ευκολία να επηρεάζει την εξωτερική τους πολιτική. 

Φρόντισε να δημιουργήσει ένα ειδικό όργανο επενδεδυμένο με Ακαδημαϊκή χρυσόσκονη που το μότο του είναι: μια φορά μέλος (fellow) για πάντα μέλος. Αυτό επιλέγει Ακαδημαϊκούς από όλη την υφήλιο όπου παρακολουθούν σεμινάρια ειδικού σκοπού βάσει του καταστατικού του. Αυτό είναι το Weatherhead Center for International Affairs στο Harvard University’s Faculty of Arts and Sciences.

Το ίδρυσε το 1958 μαζί με τον Robert R. Bowie, γνωστός από την θητεία του και στην CIA.

Για να κλείσουμε αυτό το άρθρο καλό θα ήταν να θυμηθούμε αυτό που ο Γιώργος Σεφέρης στην ομιλία του στη Σουηδική Ακαδημία είχε τονίσει:

Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος.

Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.

Υ.Γ.: Θα παρακαλούσαμε την Αμερικάνικη Πρεσβεία να έστελνε αυτό το κείμενο στον κ. Χένρι Κίσινγκερ για να το σχολιάσει και να μας πει ποιοι Έλληνες ακαδημαϊκοί έχουν περάσει από το Weatherhead Center.