Ο Λίνκολν και η κυριαρχία της κοινής γνώμης

Του Αντώνη Παπαγιαννίδη

Κάθε δεύτερη μέρα, όλο και κάποιος φορέας θα διοργανώνει δημόσια συζήτηση γύρω από τον λαϊκισμό (φυσικά εναντίον, αποκηρυκτικά, καταδικαστικά). Την ίδια στιγμή, στην όχι-και-τόσο-γαλήνια αίθουσα της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων, σχεδόν ομόφωνα ψηφίζονταν τα νομοσχέδια τέλους του έτους που – από τη μη περικοπή των συντάξεων, η οποία έχει αναχθεί σε νέα Μεγάλη Ιδέα, μέχρι το ξεκλείδωμα των αναδρομικών των ενστόλων αλλά και τα διάφορα συστατικά της επιδοματικής πολιτικής της σημερινής κυβέρνησης.

Η αλήθεια είναι ότι οι συν-ψηφίζοντες από τα έδρανα της αντιπολίτευσης λούζουν την εισηγούμενη κυβέρνηση με διάφορα, αποκαλύπτουν αδύνατα σημεία (επικίνδυνη η πρόσδεση στην επιδοματική νοοτροπία, επικίνδυνη επιβάρυνση από τα υπερπλεονάσματα, μη διατηρήσιμες καταστάσεις), πλην όμως… ψηφίζουν προσεκτικά. Μπορεί το ΚΚΕνα διαχωρίζει τη θέση του, αλλά επειδή θεωρεί τις παροχές όλως ανεπαρκείς. Μπορεί και το ΠΟΤΑΜΙ (για όποιον προσέχει), αλλά από οριακή κοινοβουλευτική θέση…

Έτσι θα γίνει η πορεία προς τις κάλπες. Έτσι και προς τις επόμενες κάλπες, σημειωτέον, εκείνες της απλής αναλογικής. Τις οποίες όλοι στην αντιπολίτευση τις ξορκίζουν, πλην με ζήλο -όθεν και η στάση τους στη Βουλή- τις προετοιμάζουν. Είναι προφανές ότι ανακαλύπτεται και πάλιν η βαθύτερη σοφία του Λίνκολν, που 160 χρόνια πίσω είχε διατυπώσει την ουσία της δημοκρατικής λειτουργίας με το: «Η κοινή γνώμη (public sentiment, δώστε τη δική σας μετάφραση…) είναι το παν. Με αυτήν μαζί σου, τίποτε δεν θα αποτύχει. Μ’ αυτήν εναντίον σου, τίποτε δεν γίνεται να πετύχει. Όποιος διαμορφώνει την κοινή γνώμη, αυτός πάει βαθύτερα από εκείνους που ψηφίζει νόμους ή που εκδίδει δικαστικές αποφάσεις».

Είναι λιγάκι δύσκολο να εγκαλέσει τον Αβραάμ Λίνκολν για λαϊκισμό. Όμως, άμα τον διαβάσει κανείς προσεκτικότερα, εκείνο που λέει είναι ότι οι κυβερνώντες -ή:οι φιλοδοξούντες να κυβερνήσουν- οφείλουν να ακολουθούν την «γραμμή» που δίνει η κοινή γνώμη; Όχι! Γιατί, άμα αληθινά προσέξει κανείς, θα δει ότι μιλάει για όσους διαμορφώνουν την κοινή γνώμη. Δηλαδή την κάνουν να έλθει μαζί τους. Να κατανοήσει τι λένε/τι προτείνουν/πού οδηγούν όσοι διεκδικούν την ευθύνη της διακυβέρνησης.

Αν, λοιπόν, έρθει κανείς στην τωρινή πορεία των πραγμάτων στην Ελλάδα του τέλους του 2018, των αρχών του (νομοτελειακά προεκλογικού) 2019, κι αν σταθεί μόνον στο κοκτέιλ οικονομικών μέτρων/προτάσεων/εξαγγελιών, διαπιστώνει ότι τα αντανακλαστικά ευθυγράμμισης των πολιτικών με τις απαιτήσεις της κοινής γνώμης είναι παθητικά. Αυτό ακριβώς φάνηκε με τη συγκινητική ομοφωνία στο μέτωπο των συντάξεων: το μόνο επιχείρημα που αναδείχθηκε ήταν ότι… οι συντάξεις των παππούδων και των γιαγιάδων στηρίζουν τα εγγονάκια ή τα άνεργα ή/και κακοπληρωμένα παιδιά.

Το κατά πόσον οι συντάξεις των παλιών συνταξιούχων (όντως τρομερά περικεκομμένες) είναι υπερανταποδοτικές για ορισμένους, ληστρικές για άλλους. το σε ποια ηλικία συνταξιοδοτήθηκε ο καθένας/η καθεμιά. το τι θα γίνει από εδώ και πέρα με τους ασφαλισμένους που θα θέλουν να ξεγλιστρήσουν από την κοινωνική ασφάλιση γιατί θα προσδοκούν σύνταξη κατά 30% μικρότερη από τον διπλανό τους, όλα αυτά αφέθηκαν σε αιδήμονα σιωπή.

Αλλά και -για να πάρουμε το πιο πρόσφατο παράδειγμα, εκείνο των εξαγγελιών μέτρων κοινωνικής ευαισθησίας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο 12ο Συνέδριο της Ν.Δ.- η προσπάθεια, η απόπειρα έστω επιχειρηματολόγησης/πειθούς έλλειψε. Η αναφορά σε αύξηση του κατώτατου μισθού με ρυθμό διπλάσιο από τον επιτυγχανόμενο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, έδωσε (μαζί με την υπόθεση ενός 10% ανάπτυξης στην 3ετία) τον ωραίο στόχο κατώτατου μισθού στα 703 ευρώ, που ασφαλώς και θα συγκριθεί με της Έφης Αχτσιόγλου την αναμενόμενη άμεση παρέμβαση στο ίδιο θέμα.

Όμως και εδώ «παραλείπεται» η αναφορά στο ότι η νομοθέτηση κατώτατου, έτσι γενικά/across the board, δεν απαντά ούτε στο ζήτημα του τι αντέχει η μόλις ανακάμπτουσα (αν δεν ψόφησε ολότελα…) μικρομεσαία επιχείρηση, ούτε στο ακόμη πιο βίαιο ερώτημα του τι θα γίνει προκειμένου να εξασφαλισθεί η πραγματική καταβολή του οποιουδήποτε μισθού στην πραγματική οικονομική ζωή! Άλλης τάξης προβληματισμό φέρνει και η εξαγγελία του επιδόματος 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που θα γεννιέται στην Ελλάδα εφεξής: έγινε με τρόπο που να μην ξεκαθαρίζεται αν θα πρόκειται για άπαξ παροχή/one-off. που ασφαλώς και παρέχει μια διευκόλυνση/στήριξη, αλλά με τίποτε δεν ανταποκρίνεται το κόστος δημιουργίας και συντήρησης οικογένειας, ενώ επιχειρείται να μιλήσει στην ευαισθησία για την πληθυσμιακή απερήμωση της Ελλάδας.

Δεν αρκεί να ακολουθείς την κοινή γνώμη. Χρειάζεται πρώτα να τη διαμορφώνεις.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ