Ο Μητσοτάκης ελπίζει στην καλοσύνη των ξένων, ο Ερντογάν αιφνιδιάζει

Toυ Νίκου Ξυδάκη

Μετά τις αλλεπάλληλες προκλήσεις της Τουρκίας, που κορυφώθηκαν στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, με τις αιτιάσεις Ερντογάν για εξοπλισμένα ελληνικά νησιά, η κυβέρνηση επένδυσε σε μια πρωθυπουργική απάντηση στην πρώτη σύνοδο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας, την Πέμπτη και την Παρασκευή στην Πράγα.

Ο Ερντογάν πρόλαβε κάθε αντίδραση και παρήγαγε ακόμη περισσότερη πολιτική: υπέγραψε μνημόνιο συνεργασίας με την κυβέρνηση εθνικής ενότητας (GNU) της Λιβύης για έρευνες υδρογονανθράκων στην ανακηρυχθείσα τουρκολιβυκή ΑΟΖ.

Το μήνυμα που στέλνει η Αγκυρα στην Αθήνα και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι σαφές: σχεδιάζει και δρα κατά τα συμφέροντά της, ως περιφερειακή δύναμη, περιφρονώντας τις τυπικές, συχνά υποκριτικές, εκκλήσεις, ακόμη και τις φραστικές καταδίκες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Η ίδια η συμμετοχή της Τουρκίας σε ένα άτυπο όργανο γαλλικής εμπνεύσεως, την Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα, δείχνει ότι οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι της Ελλάδος λογιαριάζουν την Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη και ως εμπορικό τους εταίρο.

Η Ελλάδα δεν κατάφερε να θέσει καν μια δική της ατζέντα για τη σύνοδο της Πράγας, τα θέματα ασφαλείας στο Αιγαίο και τη ΝΑ Μεσόγειο, εκεί που εγείρονται οι απειλές και οι αναθεωρήσεις της Τουρκίας. Πόσο μάλλον, δεν τόλμησε καν να αποτρέψει τη συμμετοχή της Τουρκίας σε ένα αμιγώς ευρωπαϊκό φόρουμ.

Από την επακούμβηση στη Πράγα

Η αλληλουχία των κυμάτων έντασης εκ μέρους της Αγκυρας πρέπει ασφαλώς να εξεταστεί στο πλαίσιο της γενικότερης γεωπολιτικής αναταραχής, εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά οι σχετικές επιθετικές κινήσεις στη ΝΑ Μεσόγειο της Τουρκίας έχουν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα.

Το τουρκολιβυκό σύμφωνο θαλάσσης υπεγράφη τον Νοέμβριο του 2019, και το καλοκαίρι του 2020 το τουρκικό σκάφος Ορούτς Ρέις ερευνούσε ανοιχτά του Καστελόριζου, εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, όταν συνέβη η περίφημη επακούμβηση της φρεγάτας Λήμνος με την τουρκική φρεγάτα συνοδείας Κεμάλ Ρέις.

Η Ελλάδα κατήγγειλε το τουρκολιβυκό σύμφωνο του 2019 και εκμαίευσε φραστικές καταδίκες από την ΕΕ, και ζωηρότερες από τη Γαλλία. Η Γαλλία παρέμεινε ζωηρή έως τη μεγάλη πώληση των Ραφάλ και των φρεγατών· έκτοτε, ακολουθεί ευγενική διπλωματία αμφίπλευρης κατανόησης.

Σε αυτό το πλαίσιο άλλωστε προσκλήθηκε από τους Γάλλους ο Ερντογάν στη σύνοδο της Πράγας, στο πρότζεκτ της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας, το οποίο είναι γέννημα της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής.

Οι ελιγμοί της Τουρκίας

Τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα των ευρωπαϊκών χωρών στην Τουρκία δεν επιτρέπουν αποδοκιμασίες της τουρκικής επιθετικότητας, πλην κάποιων γενικών λεκτικών διατυπώσεων στα κείμενα αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Τα κείμενα όμως μεταβάλλονται από Συμβούλιο σε Συμβούλιο, και σε κάθε περίπτωση οι γενικές οδηγίες του Συμβουλίου πρακτικά δεν δεσμεύουν την εξωτερική πολιτική ενός εκάστου κράτους-μέλους της ΕΕ.

Μόνο αν η Ελλάδα απειλήσει να μπλοκάρει άλλες κρίσιμες αποφάσεις του Συμβουλίου, μπορεί να πετύχει κάτι. Ακριβώς όπως η Τουρκία απείλησε να μπλοκάρει την ένταξη στο ΝΑΤΟ της Σουηδίας και της Φινλανδίας, για να πετύχει σε άλλα παράλληλα παζάρια.

Η Τουρκία, παρά τα κατά καιρούς εσωτερικά της προβλήματα, δεν ασκεί εξωτερική πολιτική μόνο για προεκλογικές ανάγκες, όπως με ευκολία λέγεται στα αθηναϊκά μήντια. Ασκεί επεκτατική εξωτερική πολιτική, αντιλαμβανόμενη τον εαυτό της ως περιφερειακή δύναμη.

Ανταγωνιστές της στην περιοχή είναι το Ιράν και το Ισραήλ ― με το Ιράν ουδέποτε διέρρηξε τις σχέσεις της, με το Ισραήλ πρόσφατα τις αποκατέστησε. Με τα αραβικά κράτη βρίσκεται σε κατάσταση επιφυλακτικής ισορροπίας ― με το Κατάρ σε στενή συνεργασία.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έδωσε στην Τουρκία την ευκαιρία να αναβαθμίσει το διπλωματικό της βάρος. Αυτή τη στιγμή είναι πολύφερνη νύφη για το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, παρότι δεν εφαρμόζει κυρώσεις κατά της Ρωσίας, συνομιλεί ισότιμα με τη Ρωσία και την Κίνα σχετικά με την ένταξή της στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης, διαμεσολαβεί στην Ουκρανία.

Εξωτερική πολιτική για εσωτερική κατανάλωση

Το πρόβλημα για την Ελλάδα είναι ότι η ένταση με την Τουρκία δεν πρόκειται να κοπάσει. Πρέπει να μάθει να ζει με την ένταση. Αλλά πρέπει να έχει και ένα ανθεκτικό, συνεκτικό σχέδιο διαχείρισης των εντάσεων και αποκλιμάκωσης, ει δυνατόν με οφέλη, όχι με υποχωρήσεις και γκριζαρίσματα.

Τέτοιο σχέδιο σε αυτή τη φάση δεν φαίνεται να λειτουργεί. Η ελληνική κυβέρνηση τρέχει διαρκώς πίσω από τα γεγονότα που δημιουργεί η Τουρκία, κινούμενη εντός των ορίων που της χαράσσει η Άγκυρα.

Πέρα από τις δομικές αδυναμίες της παρούσας κυβέρνησης, στην οποία πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών κινούνται ασύμπτωτα, σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο, η εξωτερική πολιτική τελείται αποσπασματικά, σπασμωδικά, χωρίς άξονα και μεσοπρόθεσμους στόχους.

Ασκείται μια πολιτική ρητορική δηλώσεων, που προορίζεται πρωτίστως για εσωτερική κατανάλωση, για να φτιάχνεται προφίλ υπερπατριωτισμού στα εκλογικά ακροατήρια. Παράλληλα καλλιεργείται μέσω των φίλιων ΜΜΕ ένα κλίμα διαρκούς διακινδύνευσης, υπερμεγέθυνσης των προκλητικών δηλώσεων, χωρίς ποτέ να διεξάγεται μια σοβαρή συζήτηση για τις οφειλόμενες αποκρίσεις και τις ενεργητικές κινήσεις της χώρας.

Εκτίμησή μας αποτελεί, και το έχουμε γράψει προ πολλού, ότι ο πρωθυπουργός χρησιμοποιεί την υπαρκτή εξωτερική απειλή, πλην διογκωμένη και παραμορφωμένη, για να διασκεδάσει πολιτικές του αδυναμίες στο εσωτερικό και να διαμορφώσει μια ατζέντα εθνικού κινδύνου που θα εγκλωβίζει την αντιπολίτευση, ιδίως ενόψει επικείμενων εκλογών. Δυστυχώς είναι παιχνίδι με τη φωτιά, πολύ περισσότερο που οιαδήποτε κριτική χαρακτηρίζεται φιλοτουρκική και περίπου εθνομειοδοτική.

Στο διπλωματικό πεδίο, ελλείψει στρατηγικού σχεδίου, ασκείται ένας άγονος μπιζιμποντισμός και νομικισμός. Οι πολιτικές κινήσεις της Αγκυρας δεν αντιμετωπίζονται πολιτικά, αλλά νομικίστικα, με μονότονη επίκληση του διεθνούς δικαίου και των συνθηκών, χωρίς ανάλογη δημιουργία πολιτικών απαντήσεων.

Χωρίς δηλαδή να αντιλαμβανόμαστε αυτό που είχε πει ωμά ο αναθεωρητής Ερντογάν το 2017 στον τότε Πρόεδρο Πρ. Παυλόπουλο: «Μπορεί να μην είμαι καθηγητής Νομικών, αλλά γνωρίζω Πολιτικό Δίκαιο, το οποίο επιτρέπει την επικαιροποίηση συμφωνιών».

Επικρατούσα πρακτική είναι οι σχεδόν πτωχοπροδρομικές εκκλήσεις σε ξένες πρωτεύουσες για φραστική συμπαράσταση και καταδίκη των τουρκικών απειλών. Η φραστική συμπαράσταση έρχεται, τυπική και συμβατική, χωρίς καμία πολιτική αξία, η καταδίκη της Τουρκίας δεν έρχεται.

Στις ξένες πρεσβείες και τα υπουργεία η διάχυτη, εδραιωμένη εντύπωση είναι ότι πρόκειται περί διμερούς διένεξης, και ως τέτοια ας λυθεί μεταξύ των δύο μερών. Οι στερεοτυπικές ελληνικές εκκλήσεις εκλαμβάνονται ως ακατανόητες οχλήσεις.

Στην καλοσύνη των ξένων

Ουσιαστικά, ο Κυρ. Μητσοτάκης ως άλλη Μπλανς Ντυμπουά έχει εναποθέσει σύμπασα την εξωτερική πολιτική στην «καλοσύνη των ξένων», στην καλή διάθεση των συμμάχων και τις δικές τους δυνατότητες διαχείρισης κρίσεων.

Φυσικά πρέπει να κινείσαι βάσει του συσχετισμού ισχύος και να εξασφαλίζεις κάθε δυνατή στήριξη, αλλά όχι να κάνεις outsourcing την εξωτερική πολιτική, να μην παράγεις δική σου πρωτότυπη πολιτική.

Επιπλέον, η κρίση των Ιμίων, του 1996, μας δίδαξε ότι η διαμεσολάβηση του ξένου παράγοντα, καίτοι αποτρεπτική της κλιμάκωσης, άφησε κληρονομιά τις γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο, με το ρηθέν του τότε υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, μακαρίτη Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, «No ships, no troops, no flags».

Στην παρούσα αξίωση της Τουρκίας για αφοπλισμό των νησιών, είναι πολύ πιθανόν οι διαμεσολαβητές να προτείνουν στα δύο μέρη αμοιβαίες υποχωρήσεις: Απόσυρση της τουρκικής Στρατιάς του Αιγαίου προς την ενδοχώρα, και απόσυρση των τακτικών αμυντικών όπλων από τα ελληνικά νησιά. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ελλάδα θα πρέπει να αποδεχθεί εγκατάλειψη υπεράσπισης κυρίαρχου εδάφους.

Μετά το γκριζάρισμα των Ιμίων, αυτό θα αποτελούσε πολιτική νίκη για την Τουρκία, η οποία στην παρούσα φάση χρησιμοποιεί τη στενά νομική ερμηνεία των συνθηκών για να επιτύχει πολιτικά κέρδη. Φαίνεται ότι ο Ερντογάν γνωρίζει το Πολιτικό Δίκαιο: άλλοτε «επικαιροποιώντας» τις συμφωνίες και άλλοτε επιβάλλοντας τους όρους που τον συμφέρουν.

Το θέμα είναι τι πράττει επ’ αυτού η Ελλάδα.

ΑΠΟ ΤΟ TVXS