Ο Νίκος Δένδιας σε γραμμή Σαμαρά

Toυ Νίκου Μπίστη

Το ΒΗΜΑ της Κυριακής φιλοξενεί μια αποκαλυπτική συνέντευξη του Νίκου Δένδια στον Άγγελο Αθανασόπουλο. Ο τίτλος και ο υπότιτλος είναι  εξίσου χαρακτηριστικοί : « Από τις φρεγάτες στις βάσεις» και «Οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν τη στρατηγική θέση της Ελλάδας». Στην συνέντευξη με απολύτως καθαρό – έως ωμό- τρόπο εξαερώνεται κάθε σκέψη για πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και διαψεύδεται κάθε φτιασίδωμα   της ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας. 

Τελειώνει η μυθολογία περί συμφωνίας που έρχεται δήθεν να καλύψει την αμερικάνικη απόσυρση από την Ανατολική Μεσόγειο ενώ αποτελεί ταυτοχρόνως  προοίμιο της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας. Αντιθέτως η επέκταση της Συμφωνίας  χρονικά (5 χρόνια και εάν δεν καταγγελθεί επ ‘ αόριστον , πρακτικά δηλαδή από τώρα επ αόριστον) και εδαφικά  (νέες εγκαταστάσεις- δηλαδή βάσεις-  ή επεκτάσεις υπαρχουσών σε Αλεξανδρούπολη, Σούδα , Πιερία, Λάρισα και Στεφανοβίκειο) αποδεικνύει ότι εδραιώνεται και ενισχύεται η αμερικάνικη παρουσία.

Εμμέσως πλην σαφώς συνάγεται ότι η ελληνογαλλική Συμφωνία με τις φρεγάτες, αεροπλάνα Rafale και κορβέτες που την συνοδεύουν γίνεται με τις ευλογίες των ΗΠΑ και ως αντίδωρο για τον αποκλεισμό της Γαλλίας από την αγορά υποβρυχίων της Αυστραλίας.

Σε όλη την συνέντευξη του ο κ. Δένδιας προσπαθεί να μεταδώσει στον αναγνώστη την καθησυχαστική βεβαιότητα ότι όλα αυτά συμφωνήθηκαν και θα εφαρμοστούν για την αντιμετώπιση του τουρκικού κινδύνου . Όπως αγοράζουμε επι πλέον όπλα, έτσι δίνουμε απλόχερα και επ αόριστον νέες βάσεις για να αντιμετωπιστεί η «σε καθημερινή βάση τουρκική προκλητικότητα». Βάσεις  που  όμως οι ΗΠΑ   τις αξιοποιούν με το βλέμμα στραμμένο στην Ρωσία και όχι στην Τουρκία. Επαίρεται ο κ. Δένδιας ότι «με την επιλογή της Αλεξανδρούπολης οι Αμερικάνικες στρατιωτικές δυνάμεις μπορούν εύκολα να μεταφερθούν και να σταθμεύσουν στην Βουλγαρία και την Ρουμανία παρακάμπτοντας τα Στενά».

Μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική θα επέβαλε στον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών να είναι πιο φειδωλός σε εκφράσεις και ενέργειες που προκαλούν την Ρωσία εντείνοντας τους δικούς της φόβους για περικύκλωση και ενισχύοντας  εξ αντανακλάσεως διαθέσεις συνεργασίας της με την Τουρκία. Όπως με την ελληνογαλλική Συμφωνία,  έτσι αναγγέλλοντας και την επέκταση της ελληνοαμερικανικής,  ο κ. Δένδιας μιλά και ενεργεί σαν να έχουν συμφωνήσει οι συμβαλλόμενοι να αντιμετωπίσουν επι του πεδίου την Τουρκία.

Και αν η ρητορική του Προέδρου Μακρόν επέτρεπε τέτοιες φαντασιώσεις δεν ισχύει αυτό για τις ΗΠΑ. Λίγες σελίδες μετά την συνέντευξη Δένδια, η Υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ ερωτάται : «Η Τουρκία προκαλεί αστάθεια σε Βόρεια Αφρική, Μέση Ανατολή , Κόλπο. Αιγαίο,Ανατολική Μεσόγειο και Κύπρο. Ποιο είναι  το σχόλιο σας;».

Απαντά : «Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να υποστηρίζουν σθεναρά τις προσπάθειες για μείωση των εντάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Υπογραμμίζουν την ανάγκη να συνεχιστεί ο διάλογος προς αυτή την κατεύθυνση , ενισχύουν την διπλωματία για την ενίσχυση και προώθηση της συνεργασίας και της περιφερειακής σταθερότητας, ειρήνης και ασφάλειας». Για το Κυπριακό επαναλαμβάνει την πάγια θέση των ΗΠΑ «για συνολική διευθέτηση που θα διευκολύνεται απο τον ΟΗΕ και υπό την κυπριακή ηγεσία , με βάση την διζωνική , δικοινοτική Ομοσπονδία επωφελή για όλους τους Κυπρίους καθώς και την ευρύτερη περιοχή».

Με δεδομένο ότι την εξωτερική πολιτική την υλοποιούν οι Αμερικάνοι αξιωματούχοι – και όχι ο κ. Δένδιας ή οι δημοσιογράφοι – είναι προφανές ότι στην απάντηση βαραίνει αυτό που οι πάντες γνωρίζουν για την στάση του Στειτ Ντηπάρτμεντ απέναντι στην Τουρκία. Η Τουρκία είναι μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη που οι ΗΠΑ δεν έχουν την πολυτέλεια να χάσουν. Επαναλαμβάνουν, λοιπόν, την θέση για διάλογο, διπλωματία και συνεργασία- προφανώς ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία- λέξεις που ο κ. Δένδιας έχει εξαλείψει από το λεξιλόγιο του.

Και ενώ ο τελευταίος συνεχώς θέλει να βλέπει  μια  Συμφωνία κατά της Τουρκίας η Αμερικανίδα αξιωματούχος επαναφέρει  την πυξίδα στα δικά της συμφέροντα: «Το να ενώσουμε τις δυνάμεις μας ως φίλοι και σύμμαχοι στην περιοχή για να ενθαρρύνουμε την Μόσχα και το Πεκίνο να σεβαστούν μια  διεθνή τάξη βασιζόμενη σε κανόνες είναι απαραίτητο για την ευημερία, ειρήνη κλπ». Δεν σταματά, δε, σε όλη της την συνέντευξη να ενθαρρύνει την χώρα μας να συσφίξει ακόμα περισσότερο  τις σχέσεις της με το Ισραήλ και τα αντιδραστικά Αραβικά  καθεστώτα της περιοχής. Το αν αυτό θα αφήσει εκτεθειμένη την χώρα μας σε πολλούς κινδύνους δεν την απασχολεί.

Και ερχόμαστε στο πιο κρίσιμο και ανησυχητικό σημείο της συνέντευξης του Έλληνα ΥΠΕΞ . Στην διάρκεια της δημόσιας συζήτησης για την ελληνογαλλική Συμφωνία αναπτύχθηκαν δύο σοβαρές προσεγγίσεις (και πάμπολλες  αντιφατικές αλλά δεν θα ασχοληθούμε με αυτές ) . Η μία, παρά τις επιφυλάξεις για την κούρσα εξοπλισμών, επέλεγε να υποστηρίξει την συμφωνία γιατί ενισχύει την αμυντική και διπλωματική ικανότητα της χώρας.

Η άλλη, παρά την αναγνώριση θετικών στοιχείων, θεωρούσε ότι οι κοινωνικές και αναπτυξιακές προτεραιότητες της χώρας προηγούνται ενώ η ανάγκη για επαρκή άμυνα ικανοποιείται απο τους εξοπλισμούς που είχαν προηγηθεί. Και οι δύο πάντως επισήμαιναν ότι οι εξοπλισμοί είναι υποβοηθητικοί της διπλωματίας και ότι ειδικά με την Τουρκία είναι επείγον να αναζητηθεί οδικός χάρτης αποκλιμάκωσης της έντασης, διαλόγου, διαπραγμάτευσης για επίλυση των διαφορών με τελική κατάληξη την παραπομπή των διαφορών στην Χάγη. Μπορεί να υπήρχαν διαφορές ως προς τους εξοπλισμούς, αλλά υπήρχε εμμονή στην στρατηγική του διαλόγου και την Χάγη.

Με μια απάντηση , συνειδητά και εν γνώσει των συνεπειών κ. Δένδιας διαγράφει αυτή την στρατηγική.  Ερωτάται αν έχουν νόημα οι διερευνητικές επαφές απαντά : «Όσο η Τουρκία απειλεί την χώρα μας με πόλεμο, το γνωστό casus belli, έχει ένα τεράστιο αποβατικό στόλο απέναντι μας και ζητεί να αποστρατιωτικοποιήσουμε τα νησιά μας, κάνει επίκληση ενός παράνομου και άκυρου μνημονίου για να δικαιολογήσει τις πράξεις της, προωθεί το επεκτατικό ιδεολόγημα της “Γαλάζιας Πατρίδας” και αγνοεί πλήρως θεμελιώδεις κανόνες του διεθνούς δικαίου, τα περιθώρια ενός εποικοδομητικού διαλόγου είναι μηδαμινά έως ανύπαρκτα. Βεβαίως, ακόμα και υπό,αυτές τις περιστάσεις, υπάρχει η ανάγκη ενός διαύλου επικοινωνίας. Αν μη τι άλλο , για να αποφεύγονται τυχόν παρεξηγήσεις».

Διερωτώμαι : τι άλλο έλεγε ο κ. Σαμαράς όταν δήλωνε «κανένας διάλογος με πειρατές;» Αυτή είναι η γραμμή της χώρας; Να κηρύσσει αδύνατο τον διάλογο, επικαλούμενη στοιχεία της τουρκικής πολιτικής (όπως το casus belli) γνωστά απο το 1995; Να επικαλείται θεμελιώδεις κανόνες του διεθνούς δικαίου και να αγνοεί τον  πρώτο και κύριο,  ότι οι διαφορές, επιλύονται με διάλογο, διαβούλευση  και διαμεσολάβηση; 

Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση του κ Μητσοτάκη επιλέγει να μην προωθήσει πρωτοβουλίες διαλόγου με την γείτονα. Ας το έχουν υπόψη όσοι μας έλεγαν οτι οι εξοπλισμοί γίνονται ακριβώς για να στηριχτούν αυτές οι πρωτοβουλίες. Αλήθεια αισθάνεται η κυβέρνηση  αυτάρκης με τις φρεγάτες που θα παραλάβει το 2025;  Θωρακισμένη  απο την ελληνογαλλική και ελληνοαμερικανική συμφωνία σε τέτοιο βαθμό ώστε να σνομπάρει την στρατηγική του διαλόγου; Δεν  φοβάται θερμό επεισόδιο;

Γιατί αυτό θα είναι η τυχόν παρεξήγηση που απεύχεται μεν αλλά δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί ότι μόνο ο διάλογος θα την ακυρώσει . Με την απάντηση αυτή ο κ. Δένδιας κλείνει διπλωματικούς  δρόμους αναγκαίους για την χώρα. Είχε δώσει δείγμα γραφής στην συνέντευξη με τον Τσαβούσογλου. Τότε είχε σπεύσει να τον καλύψει ο πρωθυπουργός  αναλαμβάνοντας μάλιστα και την πατρότητα της στάσης του Υπουργού του. Θα τρέξει άλλη μια φορά πίσω από τον ΥΠΕΞ που διαμορφώνει συστηματικά στην ελληνική κοινή γνώμη την αντίληψη οτι με την γείτονα δεν υπάρχει περιθώριο διαλόγου;

Η χώρα πάντως δεν είναι υποχρεωμένη να τρέχει πίσω από τις εσωτερικές έριδες του κυβερνητικού κόμματος , τις αποκλίνουσες πολιτικές και τις προσωπικές στρατηγικές των βαρόνων της ΝΔ. 

ΑΠΟ ΤΟ TVXS