Ο Τσίπρας δεν θέλει αυτόνομο παίκτη στο κέντρο

Toυ Σταύρου Λυγερού

Μπορεί η κυβέρνηση Τσίπρα να πλήρωσε βαρύ τίμημα για να κλείσει τη 2η αξιολόγηση, μπορεί οι προσδοκίες για την ελάφρυνση του χρέους και για την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης να διαψεύσθηκαν, αλλά είναι αληθές πως εξασφάλισε πολιτικό χρόνο.

Στα ηγετικά κλιμάκια της κυβέρνησης έχουν συνείδηση πως δύσκολα μπορούν να διεκδικήσουν την πρωτιά στις επόμενες εκλογές. Θεωρούν, ωστόσο, ότι τα όσα έπραξαν το προηγούμενο διάστημα ήταν μονόδρομος. Όπως χαρακτηριστικά μας είπε ανώτατο κυβερνητικό στέλεχος, «εάν έχουμε κάποια ελπίδα να κερδίσουμε είναι με τη φυγή προς τα εμπρός. Δεν λέω πως είναι εύκολο να αντιστραφεί το αρνητικό για μας κλίμα που υπάρχει στην κοινωνία. Λέω, όμως, πως έτσι θα παραμείνουμε ο ένας από τους δυο πόλους του πολιτικού συστήματος και θα έχουμε μέλλον. Εάν ακολουθούσαμε άλλο δρόμο θα πέφταμε σε τοίχο. Θα κάναμε ζημιά και στη χώρα και στον ΣΥΡΙΖΑ».

Ασκήσεις επί χάρτου

Ο ίδιος ο πρωθυπουργός τρέφει ακόμα κάποιες ελπίδες για αντιστροφή του κλίματος. Το βασικό σενάριο στον πολιτικό σχεδιασμό του Μαξίμου, όμως, είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να παραμείνει ο άλλος πυλώνας και να συσπειρώσει εκλογικά πίσω του τον μεγάλο πολιτικό χώρο που περιγραφικά αποκαλείται Κεντροαριστερά. Για τον σκοπό αυτό –σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες– έχουν πραγματοποιηθεί συσκέψεις υπό την προεδρία του πρωθυπουργού με σκοπό να οριστικοποιηθεί ένας πολιτικός σχεδιασμός.

Όπως μας είπε στέλεχος που συμμετείχε σ’ αυτές τις συσκέψεις, για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος πρέπει να συντρέξουν δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι να μην αναδυθεί κάποιος πολιτικός φορέας, ικανός να προσελκύσει εκλογικά τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους, οι οποίοι, όμως, δεν πρόκειται να ψηφίσουν τη ΝΔ. Μία τέτοια προοπτική δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα.

Σύμφωνα με την ίδια πηγή, στο Μαξίμου θεωρούν πως η δεύτερη προϋπόθεση είναι να μην δοθεί το περιθώριο στα μικρά κόμματα του ενδιάμεσου χώρου να ενισχυθούν. Το Ποτάμι δεν τους απασχολεί, επειδή το θεωρούν τελειωμένο.

Όσον αφορά στα μικρά κόμματα που αποσχίσθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ (Λαϊκή Ενότητα και Πλεύση Ελευθερίας), στο Μαξίμου θεωρούν πως έχουν δείξει τα όριά τους. Έχουν αντιμνημονιακή σημαία, αλλά δεν έχουν πείσει ότι μπορούν να αποτελέσουν εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης. Θα αποσπάσουν κάποιες ψήφους από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν συνιστούν σοβαρή απειλή.

Στενό μαρκάρισμα

Σύμφωνα με την ίδια πηγή, στο Μαξίμου θεωρούν πως η δεύτερη προϋπόθεση είναι να μην δοθεί το περιθώριο στα μικρά κόμματα του ενδιάμεσου χώρου να ενισχυθούν. Το Ποτάμι δεν τους απασχολεί, επειδή το θεωρούν τελειωμένο. Όσον αφορά την Ένωση Κεντρώων, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα πως ούτε αυτή έχει δυναμική. Ακόμα και εάν επιβιώσει κοινοβουλευτικά θα παραμείνει αυτό το προσωποπαγές και ιδιόρρυθμο πολιτικό σχήμα, το οποίο θα κινείται σύμφωνα με τους καιροσκοπικούς ελιγμούς του αρχηγού του.

Αντιθέτως, στο Μαξίμου δίνουν σημασία στις διεργασίες που συντελούνται στη Δημοκρατική Συμπαράταξη. Από ειδικές έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί, έχει επιβεβαιωθεί η εκτίμηση πως δεν υφίσταται τάση μαζικής επιστροφής πρώην “πράσινων” ψηφοφόρων στο ΠΑΣΟΚ. Από την άλλη πλευρά, όμως, το ΠΑΣΟΚ έχει δείξει ότι διαθέτει κάτω φράγμα στην εκλογική επιρροή του. Αυτό σημαίνει ότι, σε συνδυασμό με τα δορυφορικά σχήματα που συναποτελούν τη Δημοκρατική Συμπαράταξη, παραμένει ένας μικρομεσαίος, αλλά εκλογικά σταθερός πολιτικός παίκτης.

Αυτός είναι ο λόγος που το πρωθυπουργικό επιτελείο έχει εστιάσει την προσοχή του στο ΠΑΣΟΚ. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, το κάλεσμα-άνοιγμα του πρωθυπουργού προς τη Γεννηματά για συνεργασία στη βάση προγραμματικών συγκλίσεων δεν ήταν μεμονωμένη πρωτοβουλία. Εντάσσεται σε μία στρατηγική που έχει ως στόχο να βγάλει στην επιφάνεια τις εσωτερικές αντιθέσεις της Δημοκρατικής Συμπαράταξης.

Όπως μας είπε κυβερνητικό στέλεχος που συμμετέχει στις συσκέψεις για τον πολιτικό σχεδιασμό, «στόχος μας δεν είναι υποχρεωτικά να φέρουμε το ΠΑΣΟΚ προς τη μεριά μας. Μακάρι να γινόταν αυτό. Όπως φάνηκε, όμως, και από την αγενή αντίδραση της Γεννηματά οι περισσότεροι εκεί ρέπουν προς τον Μητσοτάκη. Εμείς δεν έχουμε πρόβλημα αν συμπορευτούν μαζί του. Θα μείνουμε μόνοι μας να εκφράσουμε τον ευρύτερο χώρο της αντι-Δεξιάς. Εμάς μας συμφέρει και το να συνεργαστούν μαζί μας και το να συνεργαστούν με τον Μητσοτάκη. Δεν μας συμφέρει να παριστάνουν τον τρίτο πόλο. Γι’ αυτό και θα τους πιέσουμε να ξεκαθαρίσουν τη θέση τους».

Όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε η στρατηγική αυτή θεώρηση κυριαρχεί στο Μαξίμου. Γι’ αυτό και αναμένονται νέες παρεμβάσεις προς αυτή την κατεύθυνση και του ίδιου του Τσίπρα και άλλων ανωτάτων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Στόχος τους θα είναι, όπως προαναφέραμε, «να ξεκαθαρίσει το τοπίο όσον αφορά τον προσανατολισμό της Δημοκρατικής Συμπαράταξης», όπως μας ειπώθηκε.

Συγκόλληση μικρομερίδων του ΠΑΣΟΚ

Είναι κοινό μυστικό ότι η πλειονότητα των στελεχών της παράταξης που πραγματοποιεί αυτές τις ημέρες το συνέδριό της, θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ πολιτικό εχθρό. Αντιθέτως, τη ΝΔ την θεωρεί πολιτικό αντίπαλο, με τον οποίο, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να συνεργασθεί, όπως είχε πράξει και την περίοδο 2012-15 επί κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου.

Υπάρχει, ωστόσο, και μία τάση που θα προτιμούσε μία υπό όρους σύμπλευση με τον ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά μετά τις εκλογές, όταν και το κόμμα του Τσίπρα θα έχει –σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις– πάει στην αντιπολίτευση. Η Γεννηματά επιχειρεί να ισορροπήσει μεταξύ των αντίρροπων αυτών τάσεων.

Διακηρυγμένος στόχος και της ίδιας και των άλλων συνιστωσών είναι η συγκρότηση μίας παράταξης ικανής να επανασυσπειρώσει τον χώρο της Κεντροαριστεράς και να τον καταστήσει και πάλι έναν εκ των δύο πυλώνων του πολιτικού συστήματος. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για μία επιχείρηση συγκόλλησης κάποιων μικρομερίδων του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ.

Στα λόγια τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και οι εταίροι του στη Δημοκρατική Συμπαράταξη συμφωνούν στην ανάγκη πολιτικής αυτονομίας έναντι και της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. Στην πράξη, όμως, διολισθαίνουν –με τον έναν ή τον άλλο τρόπο– προς μία ετεροβαρή ισορροπία, συμπλέοντας κατά κανόνα με τη ΝΔ.

Αυτό εν μέρει οφείλεται στο γεγονός ότι ως αντιπολιτευόμενα κόμματα βρίσκονται συχνά στην ίδια όχθη. Όπως, ωστόσο, είχε φανεί με κραυγαλέο τρόπο στην ψηφοφορία για την απλή αναλογική το καλοκαίρι του 2016 δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος. Είναι εμφανές ότι τόσο οι ιδεολογικές εκλεκτικές συγγένειες όσο και οι έξωθεν επιρροές ωθούν τη μεγάλη πλειονότητα των στελεχών της Δημοκρατικής Συμπαράταξης προς την πλευρά του Μητσοτάκη.

Εκλογικός μετεωρισμός

Το ΠΑΣΟΚ κατάρρευσε εκλογικά, επειδή είναι το πρώτο κόμμα που ταυτίσθηκε με το Μνημόνιο. Συσσωρεύοντας οικονομικά και κοινωνικά ερείπια, οι μνημονιακές πολιτικές προκάλεσαν και μία πρωτοφανή κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης. Η Κεντροαριστερά, ως χώρος, δεν έπαψε να είναι ο ένας από τους δύο μεγάλους ιδεολογικοπολιτικούς χώρους. Το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ, όμως, έχει “καεί” ως πολιτικός εκφραστής της και γι’ αυτό κινείται σε μονοψήφιο ποσοστό.

Από το 2012, οι μικρομεσαίοι κεντροαριστεροί ψηφοφόροι είχαν κατά κανόνα καταφύγει στον ΣΥΡΙΖΑ ως εκλογικοί πρόσφυγες. Αντιθέτως, τα κεντροαριστερής προέλευσης εύπορα μεσοστρώματα κατά κανόνα υπερέβησαν την παραδοσιακή κομματική τους προτίμηση και στράφηκαν προς τη ΝΔ με πραγματικό, αλλά και προσχηματικό επιχείρημα την αναχαίτιση του ΣΥΡΙΖΑ.

Στο ΠΑΣΟΚ παρέμειναν κυρίως οι μεγάλης ηλικίας ψηφοφόροι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από μεγάλη αδράνεια στην εκλογική συμπεριφορά τους. Τα αποτελέσματα των εκλογών του 2012 επισφράγισαν την ανατροπή των ισορροπιών του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Με την αντικατάσταση του παραδοσιακού δικομματισμού από το δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ υποβαθμίσθηκε από αυτοδύναμος πόλος σε μικρομεσαίο κόμμα.

Τα πληττόμενα από το Μνημόνιο –κεντροαριστερού προσανατολισμού– μικρομεσαία στρώματα εγκατέλειψαν το ΠΑΣΟΚ και στράφηκαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ με την προσδοκία ότι θα τα προστάτευε από το Μνημόνιο. Τον Σεπτέμβριο του 2015, κατά κανόνα τον ξαναψήφισαν πιστώνοντάς τον ότι προσπάθησε και ελπίζοντας ότι τουλάχιστον θα εφαρμόσει ηπιότερες μνημονιακές πολιτικές.

Η ηχηρή διάψευσή τους έχει ρευστοποιήσει την εκλογική σχέση αυτής της κατηγορίας των ψηφοφόρων με τον ΣΥΡΙΖΑ. Επειδή, όμως, δεν βρίσκουν αξιόπιστη εναλλακτική λύση έχουν περιέλθει σε μία κατάσταση πολιτικού-εκλογικού μετεωρισμού και απλώς αγωνίζονται για την καθημερινή επιβίωση.

Παρά τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, οι ψηφοφόροι αυτής της κατηγορίας δεν επιστρέφουν στο ΠΑΣΟΚ. Αυτό οφείλεται σε αρκετούς λόγους, αλλά αποφασιστικό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι μετατράπηκε σε κυβερνητικό συμπλήρωμα της ΝΔ. Με άλλα λόγια, στην οικονομική-κοινωνική αιτία προσετέθη και η ιδεολογική-πολιτική αιτία.

Αντίρροπες τάσεις

Στην πραγματικότητα, η φιλολογία για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς αφορά μόνο τη μνημονιακή πτέρυγά της, η οποία έχει ακροατήριο κυρίως τα κεντροαριστερού προσανατολισμού εύπορα μεσοστρώματα. Αυτά, όμως, είναι μειονότητα στον χώρο. Επιπροσθέτως, όπως προαναφέραμε, λόγω της εχθρότητάς τους προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ένα μεγάλο μέρος τους ψήφισε και θα ξαναψηφίσει τη ΝΔ.

Στον χώρο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης συνυπάρχουν δύο ρεύματα, κάθε ένα από τα οποία δέχεται ισχυρή πολιτική έλξη αντιστοίχως από τη ΝΔ και από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η στρατηγική που διαμορφώνει το Μαξίμου επιχειρεί να εκμεταλλευθεί αυτήν ακριβώς την αντίφαση, με σκοπό να καθαρίσει πολιτικά-εκλογικά το έδαφος στον ενδιάμεσο χώρο.

Προς αυτή την κατεύθυνση θα λειτουργήσει και το κλίμα πόλωσης, που συμφέρει και καλλιεργείται και από τα δύο μεγάλα κόμματα. Σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως, ο Μητσοτάκης έχει επιλέξει τακτική πολιτικού φλερτ προς τη Δημοκρατική Συμπαράταξη. Γι’ αυτό και θα παρευρεθεί στο συνέδριό της. Θεωρεί δικαιολογημένα πως ο εσωτερικός συσχετισμός στη Δημοκρατική Συμπαράταξη και το δικό του (νεο)φιλελεύθερο προφίλ διευκολύνει αυτή την προσέγγιση.

Όπως χαρακτηριστικά μας είπε παλαίμαχος πρώην υπουργός των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ «τα δύο σημερινά μεγάλα κόμματα συμπίπτουν σε περισσότερα από όσα φαίνονται. Δεν είναι μόνο ότι και τα δυο βολεύονται από την πόλωση. Τη ΝΔ την συμφέρει να ρυμουλκήσει στα νερά της τη Δημοκρατική Συμπαράταξη για να έχει πολιτικό βάθος και αν χρειασθεί μετά τις εκλογές να έχει έτοιμο κυβερνητικό εταίρο. Αυτό βολεύει μια χαρά τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος θέλει να παραμείνει μεγάλο κόμμα για να έχει προοπτική εξουσίας. Από την άλλη βολεύει μια χαρά τη ΝΔ η επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ. Τη βολεύει να έχει απέναντί της τον ΣΥΡΙΖΑ παρά ένα κλασικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα με μεγαλύτερη πολιτική αποδοχή και εκλογική διεισδυτικότητα».

ΑΠΟ ΤΟ STAYROSLYGEROS.GR