Πάλι χάσαμε, αλλά ποιος είναι ο εχθρός;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΠΠΑΣ

Του Νίκου Λακόπουλου

“Τι κάνετε όταν αγαπάτε έναν άνθρωπο;” ρώτησαν τον κύριο Κ.
“Του φτιάχνω ένα σκίτσο” είπε ο κύριος Κ. “και φροντίζω να του μοιάζει”
“Ποιο; Το σκίτσο;”
“Όχι, ο άνθρωπος”, είπε ο κύριος Κ.

Μπέρτολτ Μπρεχτ, “Ιστορίες του κυρίου Κόυνερ”

Ένας τρόπος να αντιμετωπίσεις μια ήττα είναι να μην την αποδεχθείς φεύγοντας σε μια δική σου πραγματικότητα όπου όχι μόνο δεν υπάρχει, αλλά μπορεί να είναι και νίκη. Τουλάχιστο αυτό δείχνουν οι αντιδράσεις ορισμένων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που λίγο πολύ λένε πως δεν πέσαμε πολύ ή πως στις αυτοδιοικητικές εκλογές έχουμε περισσότερους συμβούλους από πριν.

Αυτοί που φταίνε για την ήττα θα αναλάβουν να την εξηγήσουν με το ίδιο τουπέ και το αλαζονικό ύφος που ράπισε ο δημοκρατικός λαός που απέναντι στον μαδουρισμό προτίμησε τον Μητσοτάκη, την αποχή και άλλα κόμματα. Αυτοί θα κρίνουν πόσο φταίει η αποχή, πόσο ο λαός που δεν τους κατάλαβε, πόσο η διεθνής συγκυρία και πιθανόν ο ίδιος ο Τσίπρας -που τους άκουγε μεν, αλλά όχι αρκετά.

Δεν έχουν καταλάβει το 2015 όταν ο κόσμος ψήφιζε τον Αλέξη Τσίπρα δεν έδωσε εντολή να πάρει το κόμμα την εξουσία, αλλά να φτιάξει ένα νέο κόμμα και δεν ανακάλυψε ξαφνικά τον Λένιν ή χάρηκε που τουλάχιστο δύο υπουργοί στόλισαν τα γραφεία τους με τα πορτρέτα του …Άρη Βελουχιώτη, μάλλον χωρίς να τον ρωτήσουν.

Η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν δεδομένη, η δημοφιλία του Αλέξη Τσίπρα κάτω από αυτήν του Μητσοτάκη, αλλά όταν ερχόταν ο αγγελιαφόρος να φέρει τα κακά μαντάτα, αυτοί σκοτώναν τον αγγελιαφόρο. Ο αήττητος αρχηγός θα έβρισκε τρόπο να βγει μπροστά και θα μπορούσε πράγματι να καλύψει την διαφορά αν την τελευταία κρίσιμη στιγμή αντί να διαβάσει τα μηνύματα, δεν επέλεγε να ταυτιστεί με την χειρότερη πλευρά του κόμματος.

Η είδηση πως η φοιτητική παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ εξατμίστηκε στα πανεπιστήμια πέρασε απαρατήρητη και την ώρα που ο Αλέξης Τσίπρας έβλεπε σε μια προοδευτική συμμαχία -αφού ο παλιός ΣΥΡΙΖΑ, όπως είχε πει, δεν υπήρχε πλέον. Ο κόσμος που τον ψήφιζε το 2015 ακόμα κι όταν έκανε την “στροφή” μάλλον είδε παγωμένος πως στις αυτοδιοικητικές εκλογές -όπου θα μπορούσε να στηθεί αυτή η συμμαχία- η κυβέρνηση επέλεξε κομματικά στελέχη.

Δηλαδή όλα αυτά έγιναν για να γίνει δήμαρχος η Νοτοπούλου; Δεν έφτανε η συνεργασία με τον Καμμένο που όταν τέλειωσε δεν περιελάμβανε και το κόμμα του αφού πολλά στελέχη του έγιναν υπουργοί. Δεν έφτανε που η πρώτη, αλλά και η δεύτερη κυβέρνηση, όταν όλοι περίμεναν το χτίσιμο του δημοκρατικού μετώπου ο Τσίπρας επέλεξε πάλι να ταυτίσει την κυβέρνηση με την Κεντρική Επιτροπή.

Ο Αλέξης Τσίπρας ψηφίστηκε από το 22% των άλλοτε ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, αλλά το κόμμα φρόντιζε μην λερωθεί με το άνοιγμα στην …σοσιαλδημοκρατία. Το φαινόμενο αυτό είναι μοναδικό στην ελληνική πολιτική ιστορία. Οι ψηφοφόροι ενός κόμματος να ψηφίζουν τον ηγέτη ενός άλλου κόμματος και τις αποφάσεις να παίρνει ένα κομματικό ιερατείο που μετρά την αριστεροσύνη όσων θα μπουν στα ψηφοδέλτια κι αφήνει να περιμένουν στην πόρτα ολόκληρα χρόνια, όσους θελήσουν να ενταχθούν σ΄αυτό.

Προφανώς δεν έφταιξε το μνημόνιο αφού όσοι ήταν να φύγουν, έφυγαν κι ο Τσίπρας παίρνει τον Σεπτέμβρη του 2015. Έφταιξε όμως το ότι μια κυβέρνηση που έμεινε τέσσερα χρόνια στην κυβέρνηση απέτυχε να λύσει προβλήματα για τα οποία είχε εκλεγεί να λύσει, αλλά μόλις τώρα παρουσιάζει ένα σχέδιο ανάπτυξης. Που ο Φλαμπουράρης δεν έβλεπε ανθρώπους στα σκουπίδια, ίσως γιατί δεν πήγαινε μερικά στενά παρακάτω από το πολυφρουρούμενο σπίτι του.

Μάλλον  ο λαός μπούχτισε να ψηφίζει Τσίπρα και να βγαίνει ο Πολάκης -μαζί με τον Καμμένο στην κυβέρνηση κι αγανάκτησε τόσο ώστε δεν μάσησε το εκβιασμό ότι θα έρθει ο Μητσοτάκης: ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς ψήφισε Μητσοτάκη κι αυτό είναι το βασικό μήνυμα των εκλογών.

Η ρήξη μέσα στο χώρο της δημοκρατικής παράταξης ευνοούσε πάντα την Δεξιά η οποία πλέον δεν είναι μειοψηφική δύναμη -όπως επιμένουν ορισμένα κυβερνητικά στελέχη που μάλλον δεν ξέρουν να μετρούν. Ανεβαίνουν στο άλογο και βλέπουν πως η δύναμη της Δεξιάς είναι κοντά στο 50% -για πρώτη φορά στην νεώτερη ελληνική ιστορία. Κατεβαίνουν και βλέπουν πως όλα είναι σωστά και η δημοκρατική παράταξη έχει πάντα 60%- όπως επιμένουν να λένε.

Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών -που πολύ λίγο μπορεί να αλλάξει και ίσως προς το χειρότερο- δείχνει κάτι χειρότερο από μια εκλογική ήττα: μια πολιτική και ιδεολογική ήττα που αν δεν την αντιληφθούν οι πρωταγωνιστές της, αν δεν έχουμε κοσμογονική αναγέννηση της Αριστεράς θα οδηγήσει στο να χαθεί ο πόλεμος κι όχι μια μάχη, αφού μια ήττα -αν δεν αλλάξεις την ομάδα που χάνει- θα διαδεχθεί μια δεύτερη και μια τρίτη ήττα.

Φυσικά υπάρχουν και οι αναλύσεις για την μεσαία τάξη, τα επικοινωνιακά παιχνίδια με τα κότερα, πιθανόν και να φταίει και ο διαιτητής. Αλλά αυτά δεν τα προκάλεσε καμιά Δεξιά, ούτε η επίκληση μιας Δεξιάς που πλέον δεν υπάρχει μπορεί να δικαιολογήσει το χάλι μιας Αριστεράς που αυτοδικαιώνεται και μιας κυβέρνησης που επαίρεται για ένα έργο που δεν έχει.

Η αυτοκριτική που όλοι περιμένουν άρχισε με την αποχή που φταίει -ενώ δεν υπήρξε, με τον λαό που δεν κατάλαβε τι ψήφισε, με το έργο που δεν “επικοινωνήθηκε”, με τα “βοθροκάναλα”, την Ολιγαρχία και αναλύσεις που συναντάμε συχνά και στην …Παλαιά Διαθήκη. Ο κίνδυνος της Δεξιάς χρησιμοποιήθηκε για να καλύψει την ανικανότητα αυτής της Αριστεράς. Κι έτσι η πρώτη φορά κυβέρνηση της Αριστεράς -άρχισε ως αντιμνημονιακή μάχη και τελειώνει με την συζήτηση για την κόρη της Τασίας Χριστοδουλοπούλου.

Στο μεταξύ, αν υπήρξε, μια ακόμα χαμένη Άνοιξη ήρθε πιθανόν από λάθη μιας Αριστεράς που δικαιώνεται πάντα με την ήττα και χρειάζεται χρόνια να παραδεχθεί τα λάθη που διαρκώς επαναλαμβάνει. Γιατί αυτό που δεν κατάλαβαν όσοι βλέπουν εδώ μια ήττα που θα ανατρέψουν με ψηφοθηρικό τρόπο δεν είναι νίκη του Μητσοτάκη ή της Νέας Δημοκρατίας -που θα ηττηθούν αργά ή γρήγορα, αλλά μια ήττα της Αριστεράς που εξέφρασε ο παλιός ΣΥΡΙΖΑ.

Σ΄αυτή την Αριστερά, όπως δείχνει και η εξαφάνιση του τόσο δραστήριου Λαφαζάνη, ο λαός- νέοι, επαγγελματίες, συνταξιούχοι, γυναίκες, όλοι- δεν γύρισε την πλάτη είπε ένα ηχηρό ‘Άει στο διάολο” κι όποιος δεν το κατάλαβε δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει. Με άλλα λόγια το 2015 ο λαός -που ψήφιζε κυρίως ΠΑΣΟΚ- έδωσε στον Αλέξη Τσίπρα κι όχι στον ΣΥΡΙΖΑ ή τον Λαφαζάνη- μια εντολή για ένα νέο κόμμα κι όχι για διεύρυνση με πρόσληψη στελεχών της Δεξιάς ή δυο τριών υπουργών του ΠΑΣΟΚ που κανείς δεν θυμάται τα ονόματά τους.

Η διάχυση ψήφων σε άλλα κόμματα, η ήττα του Κινάλ που δεν τον έπεισε να γυρίσει πίσω, η αποχή του 2015, δείχνουν πως αυτή η εντολή παραμένει για ένα ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από το 24%. Προφανώς δεν ήταν η εντολή προς μια παλιά Αριστερά του περασμένου αιώνα που δικαιολογεί την ύπαρξή της από τον φόβο της Δεξιάς και στήνει …Γοργοπόταμους με τον Καμμένο.

Δεν ήταν το μνημόνιο που οδήγησε στην πτώση, αλλά το ότι η εντολή για ένα νέο ριζοσπαστικό κόμμα που θα αλλάξει τη χώρα με τομές δεν υπήρξε με άλλοθι τον συμβιβασμό -που γενικεύτηκε σε όλα τα πεδία. Δεν ήταν που η κυβέρνηση δεν ήταν αριστερή, αλλά δεν ήταν ριζοσπαστική, αποτελεσματική, ικανή να αναμετρηθεί με τα αιτήματα του μέλλοντος κι όχι με τα φαντάσματα του παρελθόντος.

Μάλλον δεν ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ το 2015 όσοι του έδωσαν 36% για να φέρει τις 120 δόσεις, φιλοδωρήματα και μάλιστα προεκλογικά, μέτρα “ελάφρυνσης” μεν που δεν απαντούν στο πρόβλημα δε, μια γέφυρα εδώ και δυο δρόμους εκεί. Δεν ενδιαφέρονται για τα ηθικά πλεονεκτήματα της Αριστεράς, ούτε για τα υπαρξιακά της προβλήματα.

Και προφανώς δεν θέλει ένα νέο ΠΑΣΟΚ -που μάλλον έδωσε την μάχη και μετά συμβιβάστηκε, ενώ αυτοί εδώ πρώτα συμβιβάστηκαν και υπόσχονται να δώσουν μετά τη μάχη. Το ερώτημα σ΄αυτή τη χώρα που ζει μέσα σε μύθους, ψευδαισθήσεις, μανία καταδίωξης και περασμένα μεγαλεία, που γιορτάζει τις ήττες και ηττάται πάντα υπερήφανα, είναι πριν ξεκινήσουμε να ξέρουμε πού πάμε και ποιος είναι ο -πραγματικός- εχθρός.