ΠΑΣΟΚ: Ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα

Toυ Διογένη Λόππα

Όπως ήταν αναμενόμενο, η παραίτηση Τσίπρα προκαλεί συνεχείς σεισμικές δονήσεις, όχι μόνο στο στενό πλαίσιο του δικού του κόμματος, αλλά στο σύνολο του προοδευτικού χώρου.  Η ξαφνική απώλεια μιας εμπνευσμένης ηγεσίας και μάλιστα σε μια συγκυρία όπου για διάφορους λόγους υπάρχει γενικευμένη λειψανδρία ηγετών, αναδεικνύει με βίαιο τρόπο όλες τις παθογένειες εκείνες που έχουν οδηγήσει τα δύο κόμματα στο ναδίρ.

Γιατί βλέποντας υπό το πρίσμα της αδυσώπητης πραγματικότητας και όχι μέσα από τη μαγική σφαίρα 107, ο κ. Τσίπρας υπήρξε για μια δεκαετία ο μοναδικός πρωθυπουργήσιμος του προοδευτικού χώρου, όταν αποσύρθηκαν οι Παπανδρέου – Βενιζέλος, ήτοι το μοναδικό πρόσωπο που μπορούσε ταυτόχρονα να επιδείξει σοβαρότητα, λαοφιλία, εμπνευσμένη ρητορεία χωρίς σκονάκια και μεστή εμπειρία διακυβέρνησης με χειροπιαστά αποτελέσματα.

Σε αυτή την ανατριχιαστική για την κεντροαριστερά πλανητική ευθυγράμμιση, έπειτα από μια οδυνηρή ήττα και την ξαφνική παραίτηση του φυσικού επικεφαλής, είναι μοιραίο να δοκιμάζεται η συνοχή, καθώς βγήκε από την εξίσωση η δύναμη εκείνη που ρόλος της ήταν η συγχώνευση δεκάδων διαφορετικών μεταξύ τους πολιτικών στιγμάτων, μέσα σε ένα κοινό όραμα – στόχο, μια κυβέρνηση των μη προνομιούχων.

Κανένας δεν κατάλαβε για ποιο λόγο το ΠΑΣΟΚ πανηγύρισε για το αποτέλεσμα.  Γιατί δεν ήταν μόνο το πενιχρό ποσοστό που έλαβε (μέσα σε έναν χώρο συγκοινωνούντων δοχείων) που ξορκίζει την έπαρση, αλλά κυρίως η βίαιη συνειδητοποίηση ότι το εκσυχρονιστικό ΠΑΣΟΚ συμμάχησε ανοιχτά με τη δεξιά και κυβερνάει μαζί της πλάι στο τσεκούρι της νεολαίας του δικτάτορα.

Θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια αίσθηση νίκης, αν τα δύο κόμματα είχαν (φυσιολογικά) συνεργαστεί προγραμματικά πριν τις εκλογές, οπότε το ΠΑΣΟΚ όντως πέτυχε μια καλύτερη ποσόστωση στη μεταξύ τους σχέση.  Αφού όμως, για κάποιον μυστήριο λόγο, που μάλλον έχει να κάνει με την επισύνδεση της ηγεσίας του, αποφάσισε αυτόνομη κάθοδο, σημαίνει ότι διεκδικούσε, αν όχι νίκη, τουλάχιστον τη δεύτερη θέση.  Αυτό που τελικά ”κέρδισε”, ήταν ένα υποπολλαπλάσιο νούμερο από το ποσοστό του παρελθόντος του, συν την ανώμαλη προσγείωση στο ρόλο της στυμμένης λεμονόκουπας, εφόσον η καθομολογούμενα ερασιτεχνική στάση του κ. Ανδρουλάκη έπαψε πια να είναι χρήσιμη στο καθεστώς και αυτό αποσύρει τις δυνάμεις του.

Ο κ. Λοβέρδος απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ένας ”στρατιώτης της παράταξης” ή έστω ένας ”πολιτικός αρχών”.  Ο ρόλος του στην πολιτική, από την αρχή της περιπετειώδους σταδιοδρομίας του, υπήρξε θολός και απόλυτα εξαρτημένος από συγκεκριμένο επιχειρηματικό όμιλο, με παράδοση στην ανάμιξη στο εσωτερικό των εκάστοτε κυβερνήσεων (η λέξη ”ανάμιξη” χρησιμοποιείται επιεικώς).

Δε χρειάζεται κάποιος να διαθέτει μάστερ πολιτικών επιστημών για να κατανοήσει το προφανές, ότι δηλαδή ο καλός αυτός άνθρωπος δρούσε ως το μακρύ χέρι της δεξιάς στα απομεινάρια του ΠΑΣΟΚ.  Ο ρόλος ”δούρειος ίππος” που του καταλογίζεται από φίλους, εχθρούς και ουδέτερους, μάλλον καθίσταται υπερβολικός, από τη στιγμή που ο ίδιος δεν έκανε καμία προσπάθεια να αποκρύψει την ώσμωση του με τα πιο τοξικά στοιχεία της ΝΔ.

Αν κάποιος απλούστατα συνδυάσει την παρακολούθηση Ανδρουλάκη με την ταυτόχρονη κάθοδο Λοβέρδου στην κούρσα διαδοχής της Φώφης, την αμέριστη στήριξή του από τους 107 και την εμμονή του να σπρώξει το κόμμα του στην αγκαλιά του ιδεολογικού του αντιπάλου, αβίαστα  συμπεραίνει ότι ο ρόλος του δεν ήταν αθώος και ότι πιθανότατα συνδέεται με τις επιθυμίες του επιχειρηματία που τον πατρονάρει.

Ο ρόλος αυτός σαφώς είχε να κάνει με τη βεβαιότητα ότι ο κ. Μητσοτάκης θα σχημάτιζε ξανά κυβέρνηση ανεξάρτητα αν έβγαινε αυτοδύναμος και ανεξάρτητα από τη βούληση του ΠΑΣΟΚ να συνδράμει.  Ο κ. Λοβέρδος πιθανολογείται ότι επωμίσθηκε το βρώμικο ρόλο του αποστάτη, στην περίπτωση του σεναρίου αυτού. Το οποίο δεν ήταν καθόλου μακρινό, ιδιαίτερα μετά το δυστύχημα των Τεμπών, οπότε η δυσαρέσκεια προς το κυβερνών κόμμα στιγμιαία χτύπησε κόκκινο.

Το ερώτημα που συνοδεύει την ηχηρή παραίτηση του αρχηγού της τρίτης σε δύναμη πασοκικής συνιστώσας, δεν είναι οι πολιτικοί λόγοι που κρύβονται από πίσω, αλλά το ποιος την ενεργοποίησε.  Αν δηλαδή το έπραξε ο επιχειρηματίας με σκοπό τη μελλοντική αξιοποίηση της πολύτιμης επένδυσής του σε άλλο πόστο ή αν το έπραξε ο κ. Πρωθυπουργός προκειμένου να τον αξιοποιήσει μελλοντικά πλάι στο υπόλοιπο σημιτικό ΠΑΣΟΚ.  

Άλλωστε ο κ. Λοβέρδος προαλείφονταν για υπουργική καρέκλα, είτε αν το ΠΑΣΟΚ επέλεγε να συγκυβερνήσει, είτε αν σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας στήριζε αυτοβούλως την κυβέρνηση Μητσοτάκη.  Μάλιστα ο δημοσιογράφος κ. Κοττάκης, μεγάλος θεωρητικός της δεξιάς με αξιόπιστες πηγές στο χώρο, επιμένει ότι ο κ. Λοβέρδος θα χρισθεί ευρωβουλευτής.

Το σίγουρο είναι ότι το timing δεν εξέπληξε κανέναν, αφού με την τωρινή μονοκρατορία της δεξιάς δεν έχει πια κάτι να προσφέρει ούτε στο ΠΑΣΟΚ, ούτε ως αχρείαστη μητσοτακική εφεδρεία.  Ούτε καν για δελφίνος δεν είναι χρήσιμος, καθώς φημολογείται ότι τα αποτελέσματα της επισύνδεσης έχουν κάνει τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ γατάκι, κάτι που επιβεβαιώνεται καθημερινά, τόσο από τις ξύλινες εμφανίσεις του στη βουλή, όσο και από την εχθρική του στάση προς τον προοδευτικό χώρο.

Τα δύσκολα όμως για το ΠΑΣΟΚ είναι μπροστά, για περισσότερους του ενός λόγους.  Η ίδια η αποχώρηση Λοβέρδου φαίνεται ότι αποστερεί το ένα τρίτο του κόμματος ενώ μένει να αποδειχθεί μελλοντικά  πόσα και ποια στελέχη της βάσης θα ακολουθήσουν το παράδειγμά του.  Συμβολικά πρόκειται για ένα ηχηρό χαστούκι, καθώς προλογίζει το οριστικό διαζύγιο του ΠΑΣΟΚ με το ζωτικό χώρο στα δεξιά του.

Αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά, δεδομένης της ιστορικής θέσης του ΠΑΣΟΚ στην κεντροαριστερά, αν ο ατζαμής Κρητικός δεν είχε προλάβει να θέσει εκτός βουλής ακόμα ένα εμβληματικό στέλεχός του, τον κ. Καστανίδη.  Έτσι το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στην πολύ δυσάρεστη θέση να έχει στερηθεί τη συστημική στήριξη που του πρόσφερε εκ δεξιών το πανίσχυρο περιβάλλον Λοβέρδου και την ίδια ώρα να δίνει συνεχώς σημάδια αποστασιοποίησης από τις ιδρυτικές του αρχές, είτε αποβάλλοντας πολύτιμα για την κεντροαριστερά στελέχη όπως ο κ. Καστανίδης, είτε φλερτάροντας με τη σκληρή δεξιά για τη συνταγματική αναθεώρηση, είτε τελικά αρνούμενο εμμονικά να συνυπάρξει με τους φυσικούς ιδεολογικούς του συνοδοιπόρους.

Αυτή η επαμφοτερίζουσα στάση, δεν είναι μόνο ότι δημιουργεί συνθήκες πολιτικής ασφυξίας στο κόμμα, αλλά αναδύει και μια δυσάρεστη αίσθηση ότι πίσω από το μπερντέ των ιστορικών συμβόλων και της πολιτικής παρακαταθήκης του Ανδρέα, κρύβεται τελικά ένα μικροπρεπές προσωποπαγές κομματίδιο, που μοιραία οδεύει προς την πολιτική του ασημαντότητα.