Περί της δίκης στο Πρωτοδικείο

Της Σώτης Τριανταφύλλου

Τέτοιου είδους μηνύσεις τοποθετούν στο εδώλιο άτομα που, κατά τα άλλα, περιέργως, γίνονται αντικείμενα ειρωνείας για υπέρμετρη νομιμοφροσύνη: στη χώρα μας η αψηφησιά των αρχών περνιέται για πολιτική αρετή. Εξάλλου, όλες οι “γνώμες” θεωρούνται ισάξιες: δεν αναγνωρίζεται ειδίκευση· δεν αναγνωρίζεται καν γνώση. Ολοι νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα.

Η αποτυχία αυτής της μήνυσης, που μαρτυρεί, εκτός από παρερμηνεία του νόμου, μισαλλοδοξία και πνεύμα εμμονικής δίωξης, ίσως αποτελέσει ένα νομικό προηγούμενο. Ισως απαλλάξει τους πολίτες που έχουν γίνει στόχος από άτομα και ομάδες της άκρας δεξιάς και της αριστεράς από νομικές ταλαιπωρίες και ανεπιθύμητη, διαλυτική δημοσιότητα. Αν υπάρχει υποκίνηση σε βία υπάρχει εις βάρος αυτών των ατόμων και εις βάρος των δικών τους ατομικών δικαιωμάτων. Το να χρειάζεται “θάρρος” για να εκφράσει κανείς δημοσίως τη γνώμη του, και μάλιστα σε θέματα που πιθανότατα έχει μελετήσει περισσότερο από άλλους, σημαίνει ότι κάτι πηγαίνει στραβά στην κοινωνική ισορροπία δικαιωμάτων – υποχρεώσεων.

 Η αθωωτική απόφαση αφορά όλους μας όσο κι αν συνεχίζονται τα ξεμαλλιάσματα – λες κι αυτά θα μας σώσουν από τους εχθρούς της δημοκρατίας ή θα γεμίσουν το υπαρξιακό μας κενό. Η ουσία είναι ότι το κοινωνικό μίσος και οι προκαταλήψεις έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε ο όχλος ερωτοτροπεί με πράξεις που θεωρεί αυτοδικία και που, στην πραγματικότητα, είναι απλώς η απελευθέρωση των ενστίκτων και της καθυστέρησης: πολιτικός φανατισμός, φθόνος, σεξισμός, καθαρή ανοησία. Οφείλουμε να κατανοήσουμε τους περιορισμούς του δικαιώματος ελευθερίας του λόγου (π.χ. συκοφαντία) και να πάψουμε να κρίνουμε εξ ιδίων τα αλλότρια. Η ευθυκρισία της ελληνικής δικαιοσύνης δεν αρκεί, μολονότι, τα τελευταία χρόνια, κάθε προσπάθεια σίγασης της αντίθετης άποψης, με οποιοδήποτε νομικό πρόσχημα, έχει αποτύχει στα ελληνικά δικαστήρια.

Είτε πρόκειται για το Λεξικό Μπαμπινιώτη είτε για το “Μ εις την Ν” του Μίμη Ανδρουλάκη, είτε για την έκθεση Outlook είτε για την ταινία “Κώδικας ντα Βίντσι”, είτε για το βιβλίο του Καθηγητή Ρίχτερ για τη Μάχη της Κρήτης, οι μισαλλόδοξοι κάθε απόχρωσης έχουν προσπαθήσει να επιβάλουν τη σιωπή. Το κλίμα των διώξεων απειλεί τη δημιουργία και ανταλλαγή σκέψης· απειλεί τη δημοκρατία. Η υπόθεση αυτή μου φαίνεται διάβημα ανθρώπων που δεν καταλαβαίνουν τους κινδύνους για τον πολιτισμό· που δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για το τι εκτυλίσσεται στον κόσμο. Πιστεύω ότι η επιλεγόμενη πολιτική ορθότητα διαβρώνει τη δημοκρατία και επιβάλλει μια αμφίβολη ηθική, μια μορφή ενιαίας σκέψης. Για όλα τούτα πιστεύω ότι η αθώωση ήταν μια πράξη λογικής και δικαιοσύνης.

ΑΠΟ ΤΑ ΝΕΑ