Πληθωρισμός «κερδών» με νοικοκυριά σε αδιέξοδο

Του Γιάννη Μπράχου
Η ατελής και «φεουδαρχική» αγορά στην Ελλάδα αδυνατεί να αντιμετωπίσει τους εξωγενείς ή ενδογενείς παράγοντες της κρίσης. Η κυβέρνηση μπορεί να έρθει σε σύγκρουση με το κερδοσκοπικό πελατειακό σύστημα;

Η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει άμεσο πρόβλημα κατάρρευσης του βιοτικού επιπέδου των νοικοκυριών, ως αποτέλεσμα των συνεχιζόμενων κρίσεων σε δημοσιονομικό, γεωπολιτικό, κλιματικό, υγειονομικό και ενεργειακό επίπεδο.

Η ένταση των γεωοικονομικών προκλήσεων επιτάθηκε μετά την πανδημία με την ουκρανική κρίση υποδεικνύοντας τη δυνατότητα αξιοποίησης του προσωρινού και μερικού ελέγχου των τιμών ως εργαλείο καταπολέμησης του πληθωρισμού. Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ συμβάλλει στην καταπολέμηση του πληθωρισμού, παρά ταύτα η οικονομική δομή της χώρα ενισχύει τον πληθωρισμό, με το κόστος να μεταφέρεται στα αδύναμα και μεσαία οικονομικά στρώματα.

Ο προσωρινός έλεγχος των τιμών ενέργειας, βασικών ειδών διατροφής και ενοικίων στοχεύει στη στήριξη του βιοτικού επιπέδου των νοικοκυριών και των μικρο-μεσαίων επιχειρήσεων.

Σε περίοδο έκτακτων οικονομικών συνθηκών, οι αγορές και οι μηχανισμοί τιμών διαταράσσονται με τις τιμές να εκτοξεύονται. Σε αυτές τις περιόδους, ο έλεγχος των τιμών συμβάλλει στην προστασία από άνισες οικονομικές διαταραχές. Η κρίση χτυπάει με μεγαλύτερη ένταση τις μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, ενώ η κρίση για τις μεγάλες επιχειρήσεις είναι «ευκαιρία» υψηλότερων κερδών.

Η σημαντική δημοσιονομική επέκταση και η ποσοτική νομισματική χαλάρωση μετά την πανδημία αύξησε το ΑΕΠ αυξάνοντας τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων και τον πληθωρισμό.

Στην Ελλάδα ιδιαίτερα, η αύξηση του ΑΕΠ και η «θετική έκπληξη» της οικονομίας οφείλεται στο μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα και στον υπέρογκο δανεισμό της χώρας. Τα νέα δάνεια κατευθύνθηκαν σε ιδιωτική κατανάλωση και αύξηση των τιμών ακινήτων, τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό. Σε αντιδιαστολή οι μισθοί συρρικνώθηκαν σε πραγματικούς όρους, συγκρατώντας τον πληθωρισμό.

Το πρόβλημα στην Ελλάδα παραμένει η ανισόρροπη οικονομική δομή όπως εμφανίζεται στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η οποία πολλαπλασιάζει τον «εισαγόμενο» πληθωρισμό, καθώς η άνοδος των τιμών είναι αποτέλεσμα «πληθωρισμού των κερδών επιχειρήσεων» με δεσπόζουσα θέση στην αγορά.

Η πρόσφατη έξαρση του πληθωρισμού προκάλεσε νέο ενδιαφέρον για την ιδέα που πολλοί οικονομολόγοι και ειδικοί σε θέματα πολιτικής πίστευαν ότι είχαν αφήσει προ πολλού πίσω τους για τα καλά: τον έλεγχο των τιμών.

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ επέβαλε για τελευταία φορά ευρείας κλίμακας όρια στις τιμές αγαθών και υπηρεσιών τη δεκαετία του 1970, όταν ο Πρόεδρος Νίξον εισήγαγε το πάγωμα των μισθών και των τιμών για διάστημα δύο ετών. Το πείραμα θεωρήθηκε ευρέως αποτυχημένο και έκτοτε η φράση «έλεγχος τιμών», παραπέμπει σε εικόνες ελλείψεων προϊόντων και γραφειοκρατικής υπερβολής.

Στην θεωρία οι τιμές είναι συνάρτηση της προσφοράς και της ζήτησης και σε μια ελεύθερη αγορά, οι τιμές διαμορφώνονται φυσιολογικά στο σημείο ισορροπίας αυτών των δύο δυνάμεων. Όταν λοιπόν, η κυβέρνηση επιβάλλει πλαφόν στις τιμές, η προσφορά μειώνεται και η ζήτηση αυξάνεται, με εμφάνιση ελλείψεων στην αγορά.

Η κυβέρνηση ως αντίδοτο στον πληθωρισμό προκρίνει τον ανταγωνισμό και την σύναψη συμφωνιών με τα supermarkets, χωρίς δυνατότητα παρέμβασης στον καθορισμό των τιμών των προμηθευτών. Στις συνθήκες της ελληνικής αγοράς η πρωτοβουλία θα αποτύχει καθώς θα συνεχίσει να «επιτρέπεται» η αισχροκέρδεια στην εφοδιαστική αλυσίδα.

Στην πράξη, οι τιμές δεν συμπεριφέρονται με τον τρόπο που προβλέπουν τα απλά οικονομικά μοντέλα, λόγω ατέλειας ανταγωνισμού, απρόβλεπτης συμπεριφοράς των καταναλωτών και πρακτικής υστέρησης στην ταχύτητα προσαρμογής της προσφοράς. Σήμερα ο προσεκτικά σχεδιασμένος μερικός έλεγχος των τιμών στην εφοδιαστική αλυσίδα είναι μέρος της εργαλειοθήκης για την καταπολέμηση του πληθωρισμού.

Οι εταιρείες με δεσπόζουσα θέση στον κλάδο τους χρησιμοποιούν τo κόστος ενέργειας ή/και τις υψηλότερες τιμές εισαγωγής για την αύξηση των τιμών τους περισσότερο από το κόστος, ώστε να διασφαλίσουν υψηλότερα κέρδη. Την ίδια στιγμή οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις συμπιέζονται από τις αυξήσεις στο κόστος ενέργειας και το κόστος των προμηθειών, με περιορισμένη δυνατότητα μετακύλησης του κόστους.

Η καθιέρωση προσωρινών και ειδικών ανώτατων τιμών στην αλυσίδα αξίας της ενέργειας, των βασικών ειδών διατροφής και το ενοικιοστάσιο, συνιστά προσωρινή και αποτελεσματική λύση προστασίας των αδύναμων και μεσαίων οικονομικών στρωμάτων, ενώ προσφέρει περιθώριο στις μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις να προγραμματίσουν την δραστηριότητα τους με προβλέψιμο ενεργειακό κόστος, πουλώντας όσο περισσότερο μπορούν να παράγουν σε συγκεκριμένη τιμή.

Ο καθορισμός της ανώτατης τιμής αναπροσαρμοζόμενης σε τακτά διαστήματα με ηλεκτρονική επεξεργασία των τιμολογίων των προμηθευτών, χωρίς φυσική επαφή των ελεγκτικών αρχών με τις εταιρείες, μπορεί να χτυπήσει την αισχροκέρδεια. Η επιβολή ανώτατων τιμών για περιορισμένο χρόνο σε όλη την αλυσίδα αξίας ενέργειας, στην εφοδιαστική αλυσίδα βασικών ειδών διατροφής και στα ενοίκια κατοικίας και επαγγελματικά, θα δώσει ανάσα στα νοικοκυριά και στις μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις σταθεροποιώντας το οικονομικό περιβάλλον.

Η παρακολούθηση και η παρέμβαση στις τιμές, πέραν της βραχυχρόνιας μείωσης του πληθωρισμού, θα αναδείξει τους κλάδους που χρήζουν στήριξης για την προσέλκυση καινοτόμων επενδύσεων με στόχο την υποκατάσταση εισαγωγών στην ενέργεια και στο διατροφικό τομέα και την ενίσχυση των εξαγωγών.

Η πάταξη της αισχροκέρδειας εισαγόμενης ή εγχώριας με την χειρουργική επιβολή ανώτατων τιμών στην εφοδιαστική αλυσίδα επιλεγμένων κλάδων και προϊόντων βραχυχρόνια θα μειώσει τις τιμές, ενώ θα αναδείξει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην οικονομική δομή.

Επιπρόσθετα, το συγκεκριμένο μέτρο μπορεί να συμβάλλει στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, καθώς από τον ηλεκτρονικό έλεγχοτης τιμής στις εταιρείες των συγκεκριμένων κλάδων θα χαρτογραφείται η εξέλιξη της τιμής από την τιμή παραγωγού ή την τιμή εισαγωγής έως την τελική λιανική τιμή, εντοπίζοντας «σημεία» φοροδιαφυγής.

Η ατελής και «φεουδαρχική» αγορά στην Ελλάδα αδυνατεί να αντιμετωπίσει τους εξωγενείς ή ενδογενείς παράγοντες της κρίσης. Η κυβέρνηση μπορεί να έρθει σε σύγκρουση με το κερδοσκοπικό πελατειακό σύστημα;

(Ο Γιάννης Μπράχος είναι Οικονομολόγος (Msc, PhDEcon)-πρώην Γενικός Γραμματέας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων Υπουργείου Εξωτερικών. Οι απόψεις είναι αυστηρά προσωπικές)

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR