Ποιος είναι ο σύμμαχος, ποιος είναι ο εχθρός

Του Τάσου Παππά

Η θέση του Ανδρέα Παπανδρέου για το θέμα των πολιτικών συμμαχιών ήταν η εξής: «Η Δεξιά είναι ο ιστορικός αντίπαλός μας, η Αριστερά ο δυνητικός σύμμαχός μας». Ο ιδρυτής του Κινήματος τιμούσε τους αγώνες και την ιστορία της κομμουνιστικής Αριστεράς –άλλωστε στα νιάτα του είχε περάσει ένα φεγγάρι από τον τροτσκισμό– και ποτέ, ακόμη και στις φάσεις των συγκρούσεων με τα κόμματά της, δεν έβγαλε στη δημόσια συμπεριφορά του την ξινίλα που συνήθως βγάζουν όσοι ήταν απόντες από τα μεγάλα γεγονότα της εποχής τους – στην περίπτωσή του, από την Εθνική Αντίσταση.

Ομως και αυτός και το κόμμα του εφάρμοσαν καταπώς τους βόλευε τη συγκεκριμένη γραμμή των πολιτικών συμμαχιών. Συνεργάζονταν με την Αριστερά στο συνδικαλιστικό κίνημα και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, αλλά σε κυβερνητικό επίπεδο επέμεναν φανατικά στη λογική της αυτοδυναμίας. Μόνο σε μία περίπτωση κινήθηκαν με διαφορετικό τρόπο, αλλά το έκαναν εξ ανάγκης, το 1989-90.

Βρίσκονταν όμως σε άμυνα λόγω του σκανδάλου Κοσκωτά. Η σχέση του ΠΑΣΟΚ με την Αριστερά είχε γίνει πολύ προβληματική εξαιτίας της μοναχοφαγίας του ΠΑΣΟΚ τα προηγούμενα χρόνια και της τακτικής του να απορροφά στελέχη της Αριστεράς δελεάζοντάς τα με βουλευτικές έδρες και κυβερνητικά πόστα. Η τότε ηγεσία της ενιαίας Αριστεράς πίστεψε ότι με το ΠΑΣΟΚ σε κατάσταση γκρογκί στο καναβάτσο θα μπορούσε να αρπάξει την ευκαιρία και να το αποκαθηλώσει από τον ηγεμονικό ρόλο του.

Η προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ να αποτρέψει τη συνεργασία της Δεξιάς με την Αριστερά απέτυχε, όπως απέτυχε και η προσπάθεια της Αριστεράς να διεμβολίσει το ΠΑΣΟΚ και να γίνει αυτή ο βασικός πυλώνας της δημοκρατικής παράταξης. Αυτό συνέβη αρκετά χρόνια αργότερα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η «εντολή» Παπανδρέου για τις συμμαχίες παραβιάστηκε κυρίως με τη συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου.

Η επιλογή αυτή παρουσιάστηκε από το πολιτικό προσωπικό του ΠΑΣΟΚ ως υπεύθυνη και πατριωτική στάση και στηρίχτηκε με τυμπανοκρουσίες από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης. Σύμφωνα με όσα προπαγάνδιζαν, δεν επρόκειτο για μια σύμπλευση που είχε επιβάλει η συγκυρία, αλλά για κάτι πιο βαθύ, πιο ουσιαστικό, κάτι που θα μπορούσε να έχει συνέχεια και να αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά. Δηλαδή, ένας συνασπισμός διακυβέρνησης κατά το μοντέλο που υπάρχει στη Γερμανία. Εκ των πραγμάτων, λόγω εκλογικού εκτοπίσματος, θα είχαμε ένα σχήμα με κόμμα αναφοράς τη Ν.Δ και κόμμα-μπαλαντέρ το ΠΑΣΟΚ. Το πλήρωσε πανάκριβα το ΠΑΣΟΚ. Η εκλογική επιρροή του συρρικνώθηκε δραματικά, πολλά στελέχη του αποχώρησαν.

Σήμερα το εκλογικό ακροατήριο που του έχει απομείνει δεν έχει καμιά σχέση με το ακροατήριό του την εποχή της μεγάλης μαζικότητάς του. Αλλη λογική, άλλες προσλαμβάνουσες, άλλες προτιμήσεις. Δεν είναι πια αντιδεξιό, είναι αντισύριζα. Εχουν κάνει καλή δουλειά οι κεντροαντιαριστεροί πολιτικοί και δημοσιολόγοι. Εχθρός είναι ο Τσίπρας, δυνάμει σύμμαχος ο Μητσοτάκης.

Η πλειονότητα των πολιτών που δηλώνουν στα γκάλοπ ότι θα ψηφίσουν ΚΙΝ.ΑΛΛ. βλέπουν με καλό μάτι τη συμμετοχή του κόμματος σε κυβέρνηση συνεργασίας με τη Δεξιά. Σε αυτό ποντάρει ο Ανδρ. Λοβέρδος που θα είναι υποψήφιος πρόεδρος, αυτό το κλίμα επιχειρεί να μαζέψει η Φώφη Γεννηματά που μιλά συνεχώς για την αυτονομία του κόμματος. Η συνύπαρξή τους, που ήταν μέχρι τώρα μαχητική και με σκαμπανεβάσματα, θα γίνει σχεδόν αδύνατη την επόμενη μέρα της εσωκομματικής αναμέτρησης, όποια κι αν είναι η έκβασή της.

Ανάγωγα

Απορώ πώς ακόμη η κυβέρνηση δεν έχει εξαγγείλει την επαναλειτουργία του «Σπουδαστικού της Ασφάλειας» για να θυμηθούν οι παλιότεροι τις ένδοξες μέρες της ΕΡΕ και να μάθουν οι νεότεροι πώς πρέπει να λειτουργούν τα σώματα παρακολούθησης και καταστολής στα πανεπιστήμια. Αλλά βέβαια τέτοιου τύπου αποφάσεις λαμβάνονται στα μουλωχτά. Δεν ανακοινώνονται.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ