Ποιος θέλει επιστροφή στον Μεγάλο Διχασμό;

Του Γ. Λακόπουλου

Αν παρακολουθήσει κάποιος προσεκτικά την καμπάνια της ΝΔ -από τότε που πέρασε στα χέρια του Κυριάκου Μητσοτάκη- θα διαπιστώνει ότι πέρα από το πολιτικό μάρκετινγκ αμερικανικού τύπου που τη διακρίνει υπάρχουν στοιχεία που παραπέμπουν στη συνθηματολογία των «Κωνσταντινικών» – μετέπειτα Λαϊκού Κόμματος- κατά των «Βενιζελικών»,-που δεν άμοιροι αυταρχισμού και αυθαιρεσίας  στην περίοδο 1914-17.

Εκ παράλληλου, αν μελετήσει τις  συμπεριφορές και τις τοποθετήσεις στο εσωτερικό  του ΣΥΡΙΖΑ θα διακρίνει  θεωρίες και νοοτροπίες παλαιοκομμουνιστικού τύπου για την «ανωτερότητα» των αριστερών ιδεών και την «σαπίλα» του αστικού και καπιταλιστικού κόσμου.

Είναι ένα χάσμα που διαρκώς διευρύνεται. Γύρω από αυτούς τους δυο άξονες διαμορφώνονται  καθημερινά προϋποθέσεις για την αναβίωση του σκηνικού που οδήγησε στον Μεγάλο Διχασμό και τις συνακόλουθες καταστροφές. Με τον νεομητσοτακισμό στη θέση των βασιλοφρόνων και τις παλιές συνιστώσες της Κουμουνδούρου στο ρόλο των  Βενιζελικών.

Γύρω τους αναπτύσσονται διάφοροΙ «κεντροαριστεροί» μικρομεγαλισμοί από τη μια πλευρά, ενώ από την άλλη φύονται  ποικιλώνυμα ακροδεξιά άνθη του κακού. Όλα μαζί λειτουργούν ως φόντο στην πορεία της κοινωνίας προς την εμφύλια  κατάτμηση, που τροφοδοτεί την απόλυτη αδυναμία συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων -και τροφοδοτείται από αυτήν.

Σε μια χώρα που κινδυνεύει όσο η Ελλάδα αυτή την περίοδο, το πρώτο που θα όφειλαν να κάνουν οι κεντρικές πολιτικές ηγεσίες θα ήταν να συζητήσουν πώς θα αντιμετωπισθούν οι άμεσοι κίνδυνοι, που είναι συγκεκριμένοι και ορατοί.

Στο εσωτερικό η οικονομία απειλείται με παράταση της ύφεσης, αν δεν κλείσει εγκαίρως η αξιολόγηση. Είναι ένα θέμα που θα έπρεπε να βρει τον Τσίπρα και τον Μητσοτάκη στο ίδιο στρατόπεδο. Αφορά την επιβίωση των ανθρώπων.

Αλίμονο, όμως. Ο αρχηγός τη ΝΔ  κινείται στα όρια της ακρισίας όταν δηλώνει ότι αν δεν μπορεί να κλείσει ο Τσίπρας να κάνει στην άκρη για  να αναλάβει αυτός,  ή όταν διακηρύσσει «αν κλείσει την αξιολόγηση η κυβέρνηση να την ψηφίσει μόνη της».

Σε ένα θέμα στο οποίο η στάση του θα έπρεπε να είναι «αν δεν μπορεί ο Τσίπρας, να το προσπαθήσουμε μαζί».. Νομίζει όμως ότι αν χάσει η κυβέρνηση στο μέτωπο της αξιολόγησης θα κερδίσει ο ίδιος. Και εμμέσως αυτό περιμένει.

Από την πλευρά του ο Πρωθυπουργός αποφεύγει μια καθαρή πρόσκληση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης να συναντήσουν με ειλικρίνειά και να ορίσουν την εθνική γραμμή.

Αν πετύχει, θα ωφεληθεί ο Τσίπρας, αλλά θα ωφεληθεί και ο Μητσοτάκης που θα τον διαδεχθεί κάποια στιγμή. Αν δεν πετύχει δεν θα ωφεληθεί κανείς και θα χάσει τα πάντα η χώρα.

Αλλά ο Πρωθυπουργός δείχνει να πιστεύει ότι η αποτυχία της αξιολόγησης θα λειτουργήσει σαν προεκλογικό του επιχείρημα  και πορεύεται μόνος στο χάος της διαρκούς απώλειας εμπιστοσύνης στον ευρωπαϊκό χώρο.

Στο διεθνή χώρο, πέρα από τον κίνδυνο της εξόδου από τη Ευρωζώνη, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια κακή εξέλιξη στο Κυπριακό και με την επιθετικότητα των Τούρκων σε όλα τα μέτωπα.

Αν δεν μπορούν οι πολιτικές δυνάμεις να συνεννοηθούν ούτε σ’ αυτά τα θέματα, δεν είναι ούτε πολιτικές, ούτε δυνάμεις. Είναι αδίστακτοι μηχανισμοί εξουσίας που βάζουν πάνω  από το συμφέρον της χώρας την επικράτησή τους.

Αυτό το σκηνικό γίνεται όλο και πιο αποκρουστικό και το βλέπουμε κάθε φορά που οι δύο πολιτικοί αρχηγοί αντιπαρατίθενται τη Βουλή. Μηχανεύονται πώς ο ένας θα βλάψει  τον άλλο. Ο θάνατός σου, η ζωή μου. Ο Μητσοτάκης ελπίζει να αποτύχει ο Τσίπρας. Και ο Τσίπρας πιστεύει ότι θα μετατρέψει την αποτυχία σε όπλο εναντίον του Μητσοτάκη.

Αυτές οι συμπεριφορές ενισχύουν τις φυγόκεντρες δυνάμεις και ταυτόχρονα διαμορφώνουν προϋποθέσεις για επιστροφή στην ψυχολογία και τις πολιτικές συνθήκες που οδήγησαν στον Μεγάλο Διχασμό, που πήρε τη μορφή του Εμφυλίου Πολέμου μετά τη Απελευθέρωση και δημιούργησε τους όρους επικράτησης της Χούντας. Τις συνέπειες όλων αυτών τις πληρώνουμε ακόμη.

Σ’ αυτή την ανατριχιαστική εξίσωση εισέρχεται και η παράμετρος της διαπλοκής, που καταπονεί τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες. Συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα, μιντιάρχες και ασύδοτοι ολιγάρχες, στρατολογούν τα πιο τυχοδιωκτικά στοιχεία της χώρας για ενίσχυση της πορείας προς το διχασμό. Η πολιτική τάξη αντί να σταθεί απέναντί τους, διαχωρίζεται ανάλογα με αυτά τα συμφέροντα και στην ουσία πέφτει στην παγίδα -που την ακυρώνει.

Οι πολιτικοί και τα κόμματα παύουν να είναι εκπρόσωποι του λαού και του έθνους και μετατρέπονται σε μηχανισμούς επικράτησης, όχι ακριβώς των ιδίων, αλλά των συμφερόντων που τους χειραγωγούν. Από αυτή την άποψη ο Διχασμός μπορεί να μην έχει εμπόλεμες αναμετρήσεις αυτή τη φορά, αλλά θα είναι περισσότερο καταστροφικός. Γιατί θα εμποδίσει στην κρίσιμη στιγμή τις δυνάμεις της χώρας να αντιμετωπίσουν μαζί τους κινδύνους που την απειλούν, καθώς η κοινωνία θα βρεθεί διασπασμένη.

Προφανώς κάποιοι ποντάρουν σ’ αυτή την εξέλιξη. Κάποιοι έχουν επενδύσει στο διχασμό για να διατηρήσουν τα άνομα κεκτημένα τους  και κάποιοι από τον πολιτικό κόσμο τους συνδράμουν  υποκινούμενοι από το τυφλό πάθος για εξουσία.  Αν ο  Τσίπρας  και κυρίως ο Μητσοτάκης -που δείχνει περισσότερο διψασμένος- δεν αντισταθούν, από τη μια θα αποτύχουν -μέσα στην αποτυχία της χώρας- και από την άλλη θα εισπράξουν το ανάθεμα της Ιστορίας, κατά τον τρόπο που αναλογεί στον καθένα.