Ποιος φοβάται- πάλι- τη Γιάννα Αγγελοπούλου;

Του Γ. Λακόπουλου

Προβεβλημένος δημοσιογράφος, που κινείται στη  συντηρητική παράταξη και έχει άκρες στη ΝΔ έγραψε, σε μια από τις δυο εφημερίδες του, άρθρο με τίτλο «Η Γιάννα δεν έχει καμία επαφή με την πραγματική Ελλάδα».

Είναι καλός γραφιάς. Αλλά με αυτή την ευκαιρία, δεν μπορεί να μην σκεφθεί κανείς ότι από καιρό κάποιοι προσπαθούν να αποδυναμώσουν την Αγγελοπούλου, ως επικεφαλής της Επιτροπής «Ελλάδα 2021». 

Για να μην πάμε σε μια εκ των πραγμάτων «παράλληλη» επιτροπή, που συνέστησαν ιδιωτικά ιδρύματα για τον ίδιο σκοπό- και εξασφάλισε τις ευλογίες του Μητσοτάκη.

Αλλά επ’ αυτού θα πρέπει να περιμένουμε λίγο για δούμε «τι παίζει».

Έτσι κι αλλιώς η Επιτροπή Αγγελοπούλου έχει συσταθεί με ομόφωνη απόφαση της Βουλής, ο ρόλος της ορίζεται με νόμο, οι δράσεις ελέγχονται από την Πολιτεία και η διαφάνεια είναι εξασφαλισμένη.

Επιπλέον δεν κοστίζει στον κρατικό προϋπολογισμό, πέρα από κάποιες αυτονόητες φορολογικές διευκολύνσεις που στην ουσία κάνει το κράτος στον εαυτό του.

Και σε κάθε περίπτωση η οικογένεια Αγγελοπούλου οσάκις εμπλέκεται στα  κοινά είναι για να δώσει, όχι για να πάρει.

Παρόλα αυτά δεν είναι λίγοι όσοι διακρίνουν μια τάση… εκ των προτέρων επανάληψης όσων ακολούθησαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004.    

Εκείνον τον Αύγουστο η Ελλάδα πέρασε απέναντι. Αποθεώθηκε διεθνώς για την πιο άρτια διοργάνωση του πιο πολύπλοκου εγχειρήματος στον πλανήτη.

 Οι πάντες αναγνώρισαν ότι η επιτυχία είχε στην ούγια και στη μαρκίζα το όνομα της Αγγελοπούλου. Αλλά αυτό είχε μια απρόβλεπτη συνέχεια:

Πολιτικά και οικονομικά κέντρα, θορυβήθηκαν με την ιδέα ότι η Γιάννα θα εξαργυρώσει το θρίαμβό της στο πολιτικό πεδίο: δήμαρχος, αρχηγός  κόμματος, πρωθυπουργός, Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Από όλα είχε ο μπαξές της φοβικής εικοτολογίας.

Έτσι άρχισε η αποδόμησή της, που βασίσθηκε στην εγκατάλειψη της ολυμπιακής κληρονομιάς, αφού ήταν αναπόφευκτα συνδεδεμένη μαζί της.

Οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις ρήμαξαν και η διεθνής φήμη της χώρας δεν αξιοποιήθηκε ποτέ. Σα να κερδίζεις στο λαχείο και να μην πας να εισπράξεις τα κέρδη.

Παρένθεση: Αν υπήρξε κάποιο σκάνδαλο στην ελληνική Ολυμπιάδα ήταν αυτό. Οι θεωρίες περί «σπάταλης» – παρότι η Επιτροπή Αθήνα 2004 δεν είχε σχέση με τα έργα και ο προϋπολογισμός της έκλεισε με πλεόνασμα- χρειάσθηκε να έλθει κάποια χρόνια αργότερα, μια μελέτη του ΙΟΒΕ, υπό τον έγκυρο καθηγητή Νίκο Βέττα  που αποδείκνυε  ότι οι Αγώνες ωφέλησαν η Ελλάδα για να σταματήσει αυτή η ρητορική. Κλείνει η παράθεση.

Αργότερα η Αγγελοπούλου πέρασε από τον εκδοτικό χώρο. Αλλά το πιο υγιές χρηματοδοτικά πείραμα στην ιστορία του ελληνικού Τύπου δεν ευοδώθηκε. Παρά τις καλές προθέσεις και την πλήρη ανεξαρτησία από το κράτος και τα ταμεία του.

Μετά από χρόνια, αφού δοκίμασε την απρέπεια -αν όχι την αχαριστία-των Συριζαίων όταν ήλθαν στα πράγματα, αποσύρθηκε για δεύτερη φορά.

Κράτησε ενεργή μόνο την συμμετοχή στης στο Ίδρυμα Κλίντον και τις υποτροφίες σε νέους Έλληνες επιστήμονες.

Από εκεί την έφερε πάλι στην «ενεργό δράση» ο Μητσοτάκης, με την προεδρία της Επιτροπής που θα οργανώσει τις εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση. 

 Οι ενημερωμένοι διέκριναν ότι οι κάποιοι -συντηρητικοί -κύκλοι δεν το είδαν με καλό μάτι. Αλλά η Αγγελοπούλου κινήθηκε γρήγορα, συγκρότησε επιτροπή κύρους και έβαλε μπροστά έναν φιλόδοξο σχεδιασμό για το 2021.

Παρά τις  αδυναμίες κάποιων  προπαρασκευαστικών ενεργειών της Επιτροπής, είναι εμφανές ότι η πρόθεση δεν είναι ο εντυπωσιασμός, αλλά και η ουσία.

 Αυτός ο σχεδιασμός κινδυνεύει μόνο από την ενδεχομένη κυβερνητική βουλιμία να το ιδιοποιηθεί, για εκλογικούς λόγους. Αν και δεν είναι εύκολο να βάλουν την κυρία σ’ αυτό το καλούπι.

Αυτό που εντυπωσιάζει, όμως, είναι οι ενδείξεις ότι το πολιτικό και οικονομικό σύμπλεγμα που έδρασε για να κοντύνει την Αγγελοπούλου μετά το 2004 ανησυχεί για ενδεχόμενο νέο θρίαμβό της.

 Αναβιώνει άραγε ο φόβος ότι μια νέα επιτυχία σε εθνικό επίπεδο θα τη βάλει στο πολιτικό παιχνίδι, ή απλώς θα μεγαλώσει τις αποστάσεις της από οικονομικούς παράγοντες που έχουν στη φύση τους να χειραγωγούν την πολιτική και την οικονομία;

Γι’ αυτό εμφανίζονται σημάδια ετεροχρονισμένης αμφισβήτησης από ΜΜΕ και… βουλευτές, που στρώνουν τον δρόμο με «ελληνοχριστιανικά»  προσχήματα και εθνολαγνική ρητορεία; Καμιά πρωτοτυπία.  

Αν η Αγγελοπούλου έχει ή όχι «επαφή με τη πραγματική Ελλάδα» θα μπορούσε να συζητηθεί,  από όποιους ενδιαφέρονται, αφού προηγουμένως ορίσουν τι εννοούν ως «πραγματική Ελλάδα».

 Αλλά μια τέτοια συζήτηση θα ήταν απροπροσανατολιστική αυτή τη στιγμή. 

 Στην Αγγελοπούλου δεν ανατέθηκε η «επαφή με την πραγματική Ελλάδα».  Ανατέθηκε να οργανώσει την 200ετηρίδα, από την Ελληνική Επανάσταση με  άρτιο και εμπροσθοβαρή τρόπο.

Να «στήσει» μια διοργάνωση που θα συμπυκνώνει συνθετικά και γόνιμα τα διακόσια χρόνια ελεύθερου εθνικού βίου, ως αφετηρία για τα επόμενα  διακόσια.

Οι εκδηλώσεις για το 2021 δεν είναι ριμέικ του 2004. Γι’ αυτό και το διαφαινόμενο ριμέικ της επομένης του 2004 είναι παράδοξο.

Η αναβίωση των ίδιων συνδρόμων και από τους ίδιους παράγοντες θα βλάψουν το ίδιο τη χώρα.