Πολυτεχνείο: Η αυταξία της εξέγερσης και η “μεθυστική τσίκνα” της Μεταπολίτευσης

Του Γιάννη Τριάντη

Η τελευταία έκρηξη σχετικά με το Πολυτεχνείο και την αντίσταση της κοινωνίας στη χούντα προκλήθηκε μετά από τις θέσεις που ανέπτυξε στη Βουλή ο υφυπουργός Παιδείας, Αγγελος Συρίγος, τον παρελθόντα Ιούλιο. Είχε άδικο; Μήπως υπάρχει εξ αριστερών παρόμοια-ή μάλλον πιο σκληρή-κριτική;

Κατ΄αρχάς και  κατ’ αρχήν, στην άκρη οι φασίστες και οι πάσης φύσεως αμφισβητίες που δεν είδαν νεκρούς στο Πολυτεχνείο και προσπαθούν παντί τρόπω να απομειώσουν ή να μηδενίσουν την εξέγερση των φοιτητών και τη λαϊκή δυναμική που δημιούργησε. Ναι, η χούντα δεν έπεσε από το Πολυτεχνείο. Αλλά τότε άρχισε η αντίστροφη μέτρηση.

Ας αφήσουμε στην πλάνη τους και όσους καλόπιστα διατείνονται ότι η κοινωνία αντιστάθηκε στη χούντα. Ποιά αντίσταση; Αποφασισμένες ομάδες από λίγους τολμητίες που οργανώθηκαν και δρούσαν κατά της δικτατορίας, καθώς και τα θαρραλέα αγωνιστικά διαβήματα των φοιτητών(Νομική/Πολυτεχνείο)-αυτά είχαμε.

Δυστυχώς, η κοινωνία απουσίαζε. Και επ΄αυτού, έχει δίκιο ο Αγγελος Συρίγος. Η μόνη ευρεία λαϊκή κινητοποίηση σημειώθηκε τις ημέρες του Πολυτεχνείου, με αφορμή την εξέγερση των φοιτητών. Επιμέρους κινητοποιήσεις(π.χ. Κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου/Μέγαρα, για τους ελαιώνες) έκαναν αίσθηση αλλά δεν προκάλεσαν άλλες μαζικές κινητοποιήσεις με αντιστασιακή δυναμική.

Πρωτοπόρα η ευρέος φάσματος Αριστερά, φυσικά. Με ατυχή εξαίρεση, εις ο,τι αφορά το Πολυτεχνείο, το φάλτσο του ΚΚΕ με την Πανσπουδαστική Νο 8. Τραγική εξαίρεση, αν ληφθεί υπόψιν ότι στο Πολυτεχνείο μετέσχον μεμονωμένα μέλη της ΚΝΕ και του ΚΚΕ, ορισμένα εκ των οποίων συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν μετά την εξέγερση.

Και βέβαια, δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί το γεγονός ότι στελέχη και μέλη του ΚΚΕ, όπως και της υπόλοιπης Αριστεράς αλλά και δημοκρατικοί πολίτες, κυνηγήθηκαν, καταδικάστηκαν και εξορίστηκαν από τη χούντα.

Ένα προκλητικό παράδοξο

Δυστυχώς για την εν γένει συντηρητική παράταξη, η συμμετοχή της στην αντίσταση ήταν αμελητέα. Φωτεινές οι εξαιρέσεις ,επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Και ιδού το προκλητικό παράδοξο:

Μεταπολιτευτικά, ουκ ολίγοι «επώνυμοι» της Δεξιάς (πολιτικοί, αρθρογράφοι κ.α.) έβαλαν στη στόχαστρο τις μετέπειτα επιλογές γνωστών πρωταγωνιστών του Πολυτεχνείου, εγκαλώντας τους για εκμετάλλευση του αγώνα τους προς ίδιον όφελος.

Κατ΄ουσίαν βάλλουν κατά της εξέγερσης, κι ας μην το ομολογούν. Λέγοντας ότι πολλοί πρωταγωνιστές αποδείχτηκαν καιροσκόποι, προβαίνουν a posteriori σε δίκη προθέσεων, αμφισβητώντας-έτσι νομίζουν- τα κίνητρα της ηρωικής ΠΡΑΞΗΣ των φοιτητών. Ανοηταίνουσες συκοφαντίες από άκαπνους, βολεμένους ποικιλοτρόπως τότε στη σιωπή τους.

Γνωρίζουν καλά όμως, ότι κάποιοι άλλοι της αντίπερα ιδεολογικής όχθης ήταν εκείνοι που αγωνίστηκαν εναντίον της χούντας. Εκείνοι. «Ορθιοι και μόνοι μές στη φοβερή ερημία του πλήθους». Με πλήρη συναίσθηση οτι υπάρχει τίμημα, αλλά και κίνδυνος ακόμη και για τη ζωή τους.

Κατά τούτο, εκάς οι ανοησίες και οι πλάγιες βολές. Η συμμετοχή στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, της Νομικής και -με οποιαδήποτε μορφή- στην αντίσταση εναντίον της δικτατορίας συνιστούν ανεκτίμητη αυταξία, όποιες κι αν ήταν στη συνέχεια οι επιλογές ορισμένων εκ των πρωταγωνιστών. Τελεία και παύλα.

Μετά το ΄74…

Ο Συρίγος δεν αμφισβήτησε το αξιακό φορτίο της εξέγερσης ούτε μίλησε για «μύθο της αντίστασης του Πολυτεχνείου», όπως γράφτηκε σε μέρος των μίντια. Όμως με μιά τουλάχιστον κακότεχνη διατύπωση, αναφέρθηκε στην «πολιτική λειτουργία(του Πολυτεχνείου) ως μύθου στα μεταπολιτευτικά χρόνια». Κι έτσι, υπονόμευσε μέρος του δίκιου του.

Συγκεκριμένα, είπε: «Μετά το ΄74 είχαμε τις πορείες μας, τα λάβαρά μας, αντάρτικα στις ταβέρνες και μετά πηγαίναμε σπίτι μας αφού είχαμε εκπληρώσει εκ του ασφαλούς το αντιστασιακό μας καθήκον. Δεν αναφέρομαι στην αξιακή λειτουργία του Πολυτεχνείου, αλλά στην πολιτική του λειτουργία ως μύθου στα μεταπολιτευτικά χρόνια».

Ένα σπουδαίο κείμενο υπενθυμίζει…

Τον Φεβρουάριο του 1992 σ΄ένα εκδοτικό δαιμάντι, το περιοδικό «Σημειώσεις», γράφτηκε υπο τον τίτλο «Μαϊμούδες» ένα κοφτερό κείμενο από τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο.

Ο αρθρογράφος, ένας αταξινόμητος αριστερός, εξέχον μέλος του περιοδικού- ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής- αναφέρεται μεταξύ άλλων στην «μεθυστική τσίκνα» της μεταπολίτευσης και στην κατρακύλα που ακολούθησε.

Παραθέτουμε αποσπάσματα του κειμένου, χωρίς ούτε κατ΄ελάχιστον να αλλοιώνονται ή να διαστρεβλώνονται η σημασία και η στόχευσή του:

«Τα πρώτα συμπτώματα είχαν κάνει την εμφάνισή τους μαζί με τα «αντάρτικα» τραγούδια της Μεταπολίτευσης(…) Όμως από τότε κιόλας κάτι παράφωνο και ρητορικό ηχούσε μέσα στο αρειμάνιο μέλος και στο αντάρτικο φρόνημα. Κάτι ψεύτικο και φανταχτερό αναδυόταν μαζί με τον ήλιο της δημοκρατίας.

Εντάξει, καθώς τ΄αυτιά μας δεν είχαν συνέλθει ακόμη από τη φανφάρα της χούντας, κάθε αντίδοτο ήταν ευπρόσδεκτο. Αλλά, πάλι, έτσι ξεκάρφωτα τώρα μεταξύ μπριζόλας και αχλαδίου, «Βροντάει ο Ολυμπος, αστράφτ΄η Γκιώνα»;

Δεν μιλάμε εδώ για την ακαθόριστη εκείνη νοσταλγία η οποία μπορεί να υποκινεί μέσα μας μια ποίηση που δεν τη λέμε ποτέ ποίηση και δεν χρειάζεται καμμία απολογία(…).

Μιλάμε μόνο για την κομματική επίταξη της νοσταλγίας, για την διαδικασία που αντιστρέφει την υπέρβαση της άθλιας καθημερινότητας σε παντοδυναμία της καθημερινής αθλιότητας, όπου τα ξεχασμένα λόγια, ο αιθέρας ή το ούζο του τραγουδιού μεταφράζονται σε σκέτη συνθηματολογία- σε «πράξη».

Οσα γνωστά ακολούθησαν τη μεθυστική τσίκνα των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης, η αργόσυρτη αρχικά πορεία η οποία κατέληξε στη σημερινή κατρακύλα, είχαν κάπου εκεί την αφετηρία τους.

Γιατί τα κεράκια της αναστάσεως της δημοκρατίας ανάφτηκαν πάνω σε ξένα κόλυβα. «Βροντάει ο Ολυμπος, αστράφτ΄η Γκιώνα», αλλά πάνω σε ξένα λιωμένα κορμάκια. Εκείνοι που είχαν δεί τις αστραπές της Γκιώνας ήταν χρόνια πεθαμένοι-προσέχτε, δεν χρειάζεται να πούμε «σκοτωμένοι».

Πεθαμένοι και μακρινοί. Ανέγγιχτοι. Χωρίς κληρονόμους. Και ξαφνικά κάποιοι ζώστηκαν αποκριάτικα άρματα και διεκδίκησαν την κληρονομιά. Η έφοδος των πιθήκων είχε αρχίσει. Τη βλέπουμε σήμερα να αναπτύσσεται επι ευρέος μετώπου. Παντού μαϊμούδες(…).

Η απάτη κυριαρχεί σε βαθμό που δεν μπορείς να την πείς απάτη. Δεν πρόκειται πια για θέατρο, για μίμηση, για υποκριτική. Η ίδια η μάσκα είναι το πρόσωπο. Η ψευτιά είναι η αλήθεια της ημέρας.

«Βροντάει ο Ολυμπος» τραγουδάει ο βολεψάκιας, ο κλέφτης, ο πολιτικάντης, ο νταβατζής, ο μιζαδόρος. Κανείς δεν χρειάζεται να παίξει θέατρο εκεί που βασιλεύει το σκυλάδικο.

Το θράσος συνδικαλίζεται και επιχορηγείται, η αγυρτεία ραψωδεί και χειροκροτείται, το κέρδος και η κομπίνα λυσσομανούν πάνω στο ξεζουμισμένο κορμί της χώρας…».

ΑΠΟ ΤΟ NEWS 247