Πώς ο Τσίπρας κέρδισε τον εσωκομματικό αγώνα από τα αποδυτήρια

Toυ Στέλιου Κούλογλου

Πριν από 20-30 χρόνια, τα Συνέδρια των κομμάτων αποτελούσαν σημαντικά πολιτικά γεγονότα. Σήμερα δεν είναι πια, αλλά το Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να τραβήξει την προσοχή. Μετά την παραδοχή Μητσοτάκη ότι αντί για αυτοδυναμία κοιτάει προς κυβερνήσεις συνεργασίας, το παιχνίδι έχει ανοίξει, ενώ η κυβερνητική φθορά είναι ραγδαία.

Σε σημαντικό βαθμό, την προσοχή των ΜΜΕ προξένησε η εσωκομματική αντιπαράθεση ανάμεσα στους προεδρικούς και την αντιπολίτευση της «Ομπρέλας». Η ποικιλομορφία και των δύο στρατοπέδων προσφέρεται επίσης για σχολιασμό. Θα ήταν όμως σαφώς καλύτερα για τον ΣΥΡΙΖΑ, αν η προσυνεδριακή συζήτηση είχε γίνει γύρω από ζητήματα πολιτικής στρατηγικής και τακτικής.

Οι οργανωτικές διαφωνίες είναι δευτερεύουσας σημασίας και ελάχιστα απασχολούν ανθρώπους που παλεύουν να επιβιώσουν. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει άλλη υποψηφιότητα για την προεδρία ο  Α.Τσίπρας θα εκλεγόταν πανηγυρικά, είτε από το Συνέδριο ή από τα μέλη του κόμματος. Δεν θα άλλαζαν και πολλά πράγματα.

Η απερχόμενη Κεντρική Επιτροπή (ΚΕ), όπως και οι προηγούμενες, είχαν εκλεγεί με τον τρόπο που η αντιπολίτευση ήθελε να διατηρήσει. Αλλά  τα τελευταία 10 χρόνια, η  ΚΕ δεν συμμετείχε ουσιαστικά στη λήψη καμιάς στρατηγικής απόφασης: από την ανάγκη η αριστερά να σχηματίσει κυβέρνηση- θέση που διατύπωσε ο Α. Τσίπρας το 2012 εκτοξεύοντας τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ- μέχρι τη συνθηκολόγηση του 2015 με τo μνημόνιo ή τις πρόωρες εκλογές του 2019, στα πολύ κρίσιμα θέματα που επηρέασαν την πορεία της χώρας και του κόμματος, η ΚΕ κλήθηκε να επικυρώσει πρωτοβουλίες και αποφάσεις του προέδρου.

Επομένως, η προσπάθεια αποφυγής ενός αρχηγικού κόμματος δεν μπορεί να στηριχθεί στην αμυντική υπεράσπιση παλιωμένων και άχρηστων καταστατικών αρχών. Αλλά  στην υιοθέτηση νέων δημοκρατικών κανόνων (ενεργή συμμετοχή των μελών στις αποφάσεις, εσωκομματικά δημοψηφίσματα που προκαλούνται από μειοψηφίες κλπ) που θα πρέπει να ισχύουν σε κάθε σύγχρονο κόμμα.

Τον 20ο αιώνα, η οργάνωση των κομουνιστικών και αριστερών κομμάτων υπάκουε στην πυραμιδωτή οργάνωση της παραγωγής στην κοινωνία: ήταν οργανωμένα σαν ένα εργοστάσιο, με μεγάλη βάση, λιγότερα στελέχη και ολιγομελή ηγεσία. Αλλά με τις αλλαγές που έχουν γίνει στις σχέσεις παραγωγής, από το «πρεκαριάτο» (τους περιπλανώμενους, κακοπληρώμένους εργαζόμενους χωρίς κοινωνική ασφάλιση και δικαιώματα) έως την ψηφιακή οικονομία,  το παλιό μοντέλο είναι πλήρως ξεπερασμένο.

Διαβάστε τις εξαιρετικές αναλύσεις του Κ. Δουζίνα: Το κόμμα της Νέας Αριστεράς

Για αυτό, παράλληλα με την εισβολή της τηλεόρασης παλιότερα, των social media τελευταία καθώς και τη γενικότερη πολιτική απαξίωση, σημειώνεται σε όλο τον κόσμο συρρίκνωση της δύναμης όλων των κομμάτων, δεξιών και αριστερών. Το φαινόμενο παρατηρείται ιδιαίτερα στους νέους, ένα σημαντικό μέρος των οποίων είναι κάθε άλλο παρά απολίτικοι, όπως συχνά παρουσιάζονται.

Στις πρόσφατες γαλλικές εκλογές ο Μελανσόν σημείωσε υψηλότατα ποσοστά στους νέους και το ίδιο συμβαίνει στην Ελλάδα με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά μια νέα ή ένας 20άρης που γεννήθηκε αυτό τον αιώνα, πώς είναι δυνατόν να μπει σε νόρμες με βάση τον προηγούμενο;

Οι προτάσεις Τσίπρα μπορεί να μην έδωσαν πλήρη απάντηση στο πολύ δύσκολο σήμερα ερώτημα,  «τι κόμμα θέλουμε», συνιστούσαν όμως άνοιγμα στην κοινωνία. Ηταν έτσι πολύ εύκολο να επικρατήσουν απέναντι στην εμμονή στο παλιό. Διαλέγοντας να δώσει τη μάχη σε αυτό το γήπεδο, η αντιπολίτευση είχε χάσει τον αγώνα από τα αποδυτήρια.

Δημοσιεύτηκε χθες, στα «Νέα»