Σισμίκ, Ίμια, Ανατολική Μεσόγειος: Η ικανότητα έχει ονοματεπώνυμο, η ήττα δεν είναι ορφανή

Toυ Διογένη Λόππα

Πολλά μπορεί να προσάψει κανείς στον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, ιδιαίτερα αν οι αντιλήψεις του εδράζονται στα δεξιά του πολιτικού συστήματος.  Όλοι όμως πιστεύω ότι μπορούμε να συμφωνήσουνε στο ότι ο Ανδρέας υπήρξε Ηγέτης (με κεφαλαίο Η) και ότι η απώλειά του στοίχησε πάρα πολύ στη χώρα και ιδιαίτερα στα ελληνοτουρκικά. 

Μετά την προδοσία των κολονέλων και το ιστορικό ”η Κύπρος κείται μακράν” του Καραμανλή Α’, ο μεγάλος ηγέτης της προοδευτικής παράταξης με μαεστρία μάζεψε τα απομεινάρια της αξιοπιστίας της χώρας και μέσα από ρήξεις, συμμαχίες και επανεξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων, κατόρθωσε να μετασχηματίσει το status quo: Για να παραφράσω έναν άλλο μεγάλο Έλληνα, τον Τάσσο Παπαδόπουλο, ο Ανδρέας παρέλαβε μπανανία και παρέδωσε κράτος.

Κοιτώντας πίσω στην ιστορία του ανδρός και αφού αφήσω στους πολιτικούς επιστήμονες, τους οικονομολόγους και τους ιστορικούς τα της οικονομίας και των εσωτερικών, πιστεύω πως η μεγαλύτερη στιγμή του ήταν η στιβαρή αντιμετώπιση της κρίσης του Σισμίκ.  Μιας κρίσης που υπήρξε βούτυρο στο ψωμί του, όχι μόνο γιατί ήταν ένας εξαιρετικός διπλωμάτης, αλλά κυρίως γιατί είχε προβλέψει το ενδεχόμενο αυτό και επί σειρά ετών προετοιμαζόταν για τη στιγμή.  Στη διάρκεια της κρίσης του Σισμίκ, ο Ανδρέας Παπανδρέου παραδίδει μαθήματα πολιτικής και διπλωματικής τελειότητας που ήδη διδάσκονται σε αρκετές σχολές του εξωτερικού (επιβεβαιωμένο προσωπικά τουλάχιστον ως προς την ομιλία του στο υπουργικό συμβούλιο). 

Η απόφασή του να μιλήσει απευθείας στον Ελληνικό λαό, μέσω του υπουργικού συμβουλίου, δεν ήταν ζητούμενο της επικοινωνιακής του ομάδας.  Ήταν στρατηγική επιλογή.  Ήξερε ότι εκείνη την ώρα η ομιλία του παρακολουθείται με αγωνία και περισσό ενδιαφέρον στην Άγκυρα, στις αμερικανικές πρεσβείες των δύο χωρών και στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.  Μιλάει στους έλληνες πολίτες με τη μορφή διαγγέλματος, αλλά απευθύνεται σαφώς στο εξωτερικό. 

Την ώρα που αναλύει με σαφήνεια τις δίκαιες και καθαρές θέσεις της ελληνικής διπλωματίας, σε μια συγκυρία μάλιστα που η ανταπόκριση θεωρείται δεδομένη λόγω της αιφνίδιας κρίσης που απειλεί τη συνοχή της συμμαχίας, απειλεί κομψά το ΝΑΤΟ με την επίκληση ενός blame game (τους λέει δηλαδή ότι αν με αναγκάσετε να υπερασπιστώ την κυριαρχία μου το φταίξιμο θα είναι δικό σας και αναλογιστείτε τις συνέπειες στην περιοχή και όχι μόνο), ενώ σπέρνει τον πανικό στους Τούρκους επιτελείς, εφενός με την αποφασιστικότητα αλλά και τον απόλυτο έλεγχο που φέρεται να απολαμβάνει απέναντι στο στράτευμα και τους εμπλεκόμενους υπουργούς (πράγμα όχι πάντα αυτονόητο σε πολλά κράτη) και αφετέρου με το τέχνασμα της επίσκεψης Παπούλια (υπουργός εξωτερικών τότε) στη Βουλγαρία, τον ηγέτη της οποίας εντέχνως αποκαλεί ”στενό φίλο”.  


Sitting duck

Δεν θα μάθουμε ποτέ αν ο Ανδρέας τη μέρα εκείνη μπλόφαρε μεγαλοπρεπώς με όλες τις πλευρές, αλλά αυτό δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία, καθώς το παιχνίδι τού βγήκε.  Για να φθάσει όμως μέχρι εκεί είχε ήδη εξασφαλίσει κάποια πλεονεκτήματα στο στρατιωτικό πεδίο.  Και αυτό γιατί είχε δαπανήσει πολύτιμους πόρους για να εξασφαλίσει αυτό που από τότε μέχρι σήμερα ισχύει στο Αιγαίο: Στο περιβάλλον του αρχιπελάγους, ο τουρκικός στόλος αποτελεί αυτό που οι καλοί μας σύμμαχοι πέραν του ωκεανού αποκαλούν ”sitting duck”. 

Θα λέγαμε ότι ο εκάστοτε Έλληνας ΓΕΕΘΑ βρίσκεται απέναντι στο δίλημμα με ποιόν ακριβώς τρόπο να αποτελειώσει το θήραμα, με τα υποβρύχια, τα αεροπλάνα ή τις φρεγάτες, όπως ένας κυνηγός σκέφτεται αν θα αποτελειώσει μια καθισμένη πάπια με την καραμπίνα, το μαχαίρι του ή με στραγγαλισμό.  Ο λόγος που συμβαίνει αυτό δεν είναι ούτε ότι οι Τούρκοι είναι άχρηστοι (κάθε άλλο), ούτε ότι ξαφνικά η Ελλάδα απέκτησε διαστημική τεχνολογία,  Απλά έχει να κάνει με τη μορφολογία του αρχιπελάγους και με τη διάταξη των ελληνικών ναυτικών παγίδων μέσα σε αυτό.  

Αυτό όμως ήταν το μοναδικό καλό χαρτί που είχε στη διάθεσή του και ίσως να μην ήταν αρκετό σε μια γενική σύρραξη από τον Έβρο μέχρι την Κύπρο.  Επιπλέον οι πολιτικοί συσχετισμοί σε ΝΑΤΟ, Ευρώπη και Βαλκάνια ήταν εναντίον του.  Συγκεκριμένα, το τρίγωνο ΗΠΑ, Ισραήλ, Τουρκία έμοιαζε με ένα αδιαπέραστο τείχος με ελάχιστες ελπίδες έστω και να ακουστούν οι ελληνικές θέσεις.  Η Ευρώπη τότε ήταν απόλυτα συντεταγμένη στις αμερικανικές επιθυμίες, ενώ τα Βαλκάνια ανήκαν ως γνωστόν στο τότε σοβιετικό μπλόκ.  Έτσι κάθε διπλωματικός ελιγμός από την πλευρά της Ελλάδας απαιτούσε σύνεση και λεπτότητα, σε αντίθεση με σήμερα όπου οι πολιτικοί συσχετισμοί είναι εντελώς διαφορετικοί και η θέση της χώρας εμφανώς αναβαθμισμένη.

Μοιραίες συγκρίσεις 

 Οι μεγάλες κρίσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, μετά την ήττα στην Κύπρο, ξεκίνησαν με την απαίτηση της Τουρκίας να κεφαλαιοποιήσει κέρδη που πίστευε ότι έπρεπε να διεκδικήσει, είτε γιατί θεωρούσε ότι άλλαζαν προς όφελός της οι ισορροπίες, είτε επειδή εκτιμούσε ότι η ηγεσία στην Ελλάδα είναι αδύναμη και ενδέχεται να υποκύψει χωρίς αντίσταση.  Στην κρίση του Χόρα, όπου ουσιαστικά τα κέρδη της Κύπρου μεταφέρονταν στο Αιγαίο, έπεσαν με το κεφάλι πάνω στον τοίχο που ονομάζονταν Κωνσταντίνος Καραμανλής.  Μπορεί ο επονομαζόμενος και ”εθνάρχης” να εκτίμησε ότι δεν διέθετε τις στρατιωτικές δυνάμεις για να βοηθήσει την Κύπρο, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να χαρίσει τίποτα σε κανέναν στο Αιγαίο. Ιδιαίτερα όταν ο μεγάλος του αντίπαλος δεν δέχονταν τίποτα λιγότερο από τη βύθιση του ερευνητικού.  Μια δεκαετία αργότερα δοκίμασαν ξανά με το Σισμίκ και έφυγαν στην κυριολεξία με την ουρά στα σκέλια.  

Την επόμενη δεκαετία δεν έχασαν καθόλου καιρό:  Μόλις έφυγε από τη ζωή ο εφιάλτης τους, εκτίμησαν σωστά ότι η πολιτική ηγεσία στην Ελλάδα είναι αδύναμη και ότι, σε αντίθεση με τις προηγούμενες κρίσεις, το υπουργικό συμβούλιο είναι διασπασμένο και η αντιπολίτευση δεν στηρίζει την κυβέρνηση.  Τα αποτελέσματα τα ξέρουμε όλοι, εκτός ίσως από τους πρωταγωνιστές οι οποίοι ακόμα και σήμερα επιμένουν να διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα σε πείσμα της λογικής.  Ο δε πρώην πρωθυπουργός έχει καταντήσει γραφική φιγούρα ενώ το υποτιθέμενο ακροατήριο των λογικών του υπερβάσεων (αν υπάρχει) αναζητείται στα σαλόνια της διαπλοκής και στους διαδρόμους των υπουργείων.  Δεν είναι τυχαίο ότι η εφημερίδα που ενέδωσε στο να δώσει βήμα για να διαβαστούν οι κακοποιήσεις της λογικής δεν είναι άλλη από την κυβερνητική ναυαρχίδα.  Και αυτό μας κάνει ευλόγως να πιστέψουμε ότι πίσω από τον βιασμό κρύβεται η αγωνία της παρούσας κυβέρνησης να παρουσιάσει τη δική της ανεπάρκεια ως λογική συνέχεια μιας fair πολιτικής που συνεχίζει να στηρίζει ένας κεντρώος πρώην πρωθυπουργός.  Η απορία ενός μετριοπαθούς πολιτικού όντος θα ήταν βέβαια γιατί ο κ. Σημίτης δεν παραδέχεται το προφανές σε όλους τους υπόλοιπους ατόπημα, αλλά ακόμα και σήμερα επιμένει στην εξαπάτηση.   

Αν ακόμα υπάρχουν σώφρονες άνθρωποι οι οποίοι προσπαθούν να δουν τα Ίμια, τη Μαδρίτη και το Ελσίνκι με θετική διάθεση (ας μου επιτρέψουν οι αναγνώστες αυτή την υπέρβαση), θα πρότεινα μια άμεση σύγκριση ανάμεσα στις κρίσεις του Σισμίκ, των Ιμίων και του Oruc Reis:

  • Σισμίκ: Ο πρωθυπουργός ελέγχει στιβαρά το υπουργικό του συμβούλιο και απολαμβάνει την πλήρη εμπιστοσύνη του υπουργού των εξωτερικών, σε βαθμό που τον στέλνει σε ειδική αποστολή στη Σόφια.  Η στρατιωτική ηγεσία είναι έτοιμη να λιώσει στην κυριολεξία τους εισβολείς και με εντολή της κυβέρνησης έχουν ήδη ξεκινήσει τόσο η διασπορά των μονάδων όσο και οι επιλεκτικές επιστρατεύσεις εφέδρων
  • Ίμια: Ο πρωθυπουργός δεν είναι εκλεγμένος και έχει ελιχθεί στο αξίωμά του κατόπιν σκληρών παζαριών με τους εσωκομματικους του αντιπάλους.  Ο ένας (Πάγκαλος) είναι υπουργός εξωτερικών, εντελώς ανεξέλεγκτος στην προσωπική του ατζέντα με τους Αμερικανούς και ο άλλος (Αρσένης) είναι υπουργός άμυνας ο οποίος φέρεται να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της στρατιωτικής ηγεσίας.  Πλην όμως, οι σχέσεις του με τον πρωθυπουργό είναι στα όρια της ρήξης (λογικό καθώς αναμετρήθηκαν για την ηγεσία) ενώ η κατάσταση δέιχνει ότι η στρατιωτική ηγεσία δεν έχει την εμπιστοσύνη του πρωθυπουργού και οι εισηγήσεις της δεν εισακούονται.  Κοινώς, οι πολιτικοί τακτικισμοί έχουν επικρατήσει επί μείζονος θέματος εθνικής ασφάλειας, σπέρνοντας το χάος.
  • Oruc Reis: Ο πρωθυπουργός, πιστός στο δόγμα της επιτελικής διακυβέρνησης, έχει εξαφανίσει τους υπουργούς εξωτερικών και άμυνας, οι οποίοι όπως και στην περίπτωση των Ιμίων δεν διορίστηκαν με βάση το βαθμό εμπιστοσύνης του πρωθυπουργού προς τα πρόσωπά τους, αλλά με κριτήριο την κομματική επετηρίδα και τη γεωγραφική εκπροσώπηση της παράταξης.  Κουμάντο στο εξωτερικών κάνει μια συμπαθής κυρία της γραφειοκρατίας ενώ στο άμυνας ένας απόστρατος.  Η στρατιωτική ηγεσία δείχνει πανέτοιμη και απολύτως προετοιμασμένη για την εκδίωξη του εισβολέα, αλλά κανένας δεν ξέρει που ακριβώς πρέπει να απευθυνθεί.  Φαίνεται ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται με όρους επικοινωνιακής διαχείρισης ενώ όλοι οι διπλωματικοί δίαυλοι είναι ερμητικά κλειστοί. 
  • Σισμίκ: Ο πρωθυπουργός, αφού απειλεί τη συμμαχία με ενδεχόμενο χάος έπειτα από δική της ολιγωρία να συμμαζέψει τους Τούρκους, διατάζει ψυχρά την απομάκρυνση του εισβολέα και την ετοιμότητα του πληθυσμού για πιθανή σύρραξη. 
  • Ίμια: Ο υπουργός των εξωτερικών, προφανώς χωρίς συνεννόηση με τον πρωθυπουργό (γιατί άλλωστε…), δηλώνει ευθαρσώς ότι την ελληνική σημαία θα την πάρει ο αέρας.  Ο ίδιος ο πρωθυπουργός αρνείται πεισματικά να διατάξει οποιαδήποτε ανάληψη δράσης, ακόμα και όταν οι Τούρκοι κομάντος έχουν ήδη καταλάβει ελληνικό έδαφος, παρά τις εισηγήσεις των επιτελών.
  • Orus Reis: Όταν τελικά το τουρκικό ερευνητικό ποντίζει καλώδια εντός ελληνικής υφαλοκρηπίδας, η κυβέρνηση δηλώνει επίσημα ότι το σκάφος παρασύρθηκε από δυνατούς ανέμους που πνέουν στην περιοχή…
  • Σισμίκ: Ο πρωθυπουργός, σε απευθείας μετάδοση με όλη την υφήλιο που παρακολουθεί την ένταση στο ΑΙγαίο με κομμένη την ανάσα,  κάνει μια εκτενή ανάλυση των ελληνικών θέσεων με αναφορά στο διεθνές δίκαιο της θάλασσας και εξηγεί με κάθε επισημότητα ότι σύμφωνα με αυτό, τα νησιά διαθέτουν υφαλοκρηπίδα.  Εξηγεί επίσης ότι ένα πλοίο υδάτινων ερευνών είναι ελεύθερο να δράσει εντός διεθνών υδάτων και ελληνικής υφαλοκρηπίδας, όχι όμως ένα πλοίο σεισμικών ερευνών το οποίο εντοπίζει κοιτάσματα επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, για αυτό και αποφασίζει να χρησιμοποιήσει (νόμιμη) βία εναντίον του
  • Ίμια: Η κυβέρνηση διατυπώνει επίσημα τη θέση περί ελληνικότητας των Ιμίων, όμως πίσω από κλειστές πόρτες κλείνει επιζήμιες συμφωνίες περί no flags, no troops, no ships, αποδεχόμενη έτσι τα τετελεσμένα της ήττας της επί του πεδίου
  • Orus Reis: Η κυβέρνηση ορίζει καταρχήν την κυριαρχία της χώρας στα διακόσια ναυτικά μίλια, για να υποχωρήσει ώρες αργότερα στα δώδεκα.  Τελικά, δια του υπουργού επικρατείας, δεξιάς χειρός και μέντορος του πρωθυπουργού, καθηγητή Γεραπετρίτη, ορίζει την κυριαρχία στα έξι ναυτικά μίλια και ουσιαστικά δηλώνει με κάθε επισημότητα ότι δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσει κανενός είδους βία έξω από το όριο αυτό, συρόμενη σε οδυνηρές διαπραγματεύσεις επί κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, που, όπως γλαφυρά εξήγησε ο Ανδρέας σε ζωντανή μετάδοση, απορρέουν από το ίδιο το διεθνές δίκαιο.

Αυτά λοιπόν, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.  Και επίσης για όσους κυρίους εμφορούνται με ειλικρινή συμπάθεια προς την κυβέρνηση και επιμένουν να αποτιμούν θετικά ακόμα και τις μεγαλύτερες γκάφες της.  Και για τους συμπαθείς δημοσιολογούντες της ”ναυαρχίδας” που επιμένουν να πιστεύουν ότι κάποιοι εκεί έξω τρώνε χόρτο και καπνίζουν παράξενα μίγματα. Για να συνεννοηθούμε επίσης μεταξύ μας για τα πολύ απλά πράγματα, όπως για παράδειγμα ποιός είναι ηγέτης και ποιός Ηγέτης. 

Και μια σύσταση:  Έχουν γραφτεί πολλά και ενδιαφέροντα βιβλία για όλα τα παραπάνω.  Όμως ένα πόνημα των δημοσιογράφων Έλλις και Ιγνατίου είναι αλήθεια εξαιρετικό και αυτό γιατί έχουν ξοδέψει χιλιάδες ώρες αλιεύοντας απόρρητα ή μη έγραφα από τις πηγές τους.  Έτσι η τελική τους κρίση πραγματικά δεν επιδέχεται καμίας αμφισβήτησης, καθώς εδράζεται σε ακλόνητα στοιχεία.  Αν κάποιος λοιπόν για συναισθηματικούς προφανώς λόγους δίνει ακόμα βάση στις κατά καιρούς λεκτικές αχρειότητες πρώην πολιτικών, δεν έχει παρά να διαβάσει αυτό το βιβλίο.  Αν μάλιστα, όπως έπραξε ο γράφων. κάνει τον κόπο να ρίξει και μια ακόμα ματιά στο διάσημο βίντεο με την ομιλία του Ανδρέα (ελεύθερο στο youtube), τότε ίσως μπορέσει για μια έστω φορά να αποδεχθεί ότι η πραγματικότητα δε συμφωνεί πάντα με τις δοξασίες μας.  

Ακόμα ένα φαινόμενο που ξεχωρίζει τους ηγέτες από τους Ηγέτες είναι και η οξυδέρκεια των δεύτερων να παραδέχονται τα λάθη τους.  Όταν ο Ανδρέας τελικά σύρθηκε σε διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους έπειτα από σφοδρές πιέσεις Αμερικανών και Ευρωπαίων συμμάχων και αφού βέβαια οι συνομιλίες κατέρρευσαν κάτω από το βάρος του θρασύτατου τουρκικού αναθεωρητισμού, αναφώνησε το περίφημο: Mea culpa.