Σοσιαλδημοκρατία: Σύνθημα ή ο λόγος του μέλλοντος

Toυ Αλέκου Παπαδόπουλου

Ο Αλέκος Παπαδόπουλος γράφει για την ανάγκη ενός νέου ουμανισμού. Τι πρέπει να κάνει μια ελληνική σοσιαλδημοκρατία για να την εμπιστευθεί πάλι ο λαός

Πιστεύω ότι η «βία» του τεχνολογικού πολιτισμού θα γεννήσει ένα νέο παγκόσμιο ρεύμα αντίστασης και εξισορρόπησης στα αρνητικά αποτελέσματα που επιφέρει η τεχνολογική εποχή.

Είναι ο νέος «ουμανισμός», ο οποίος σήμερα διαλεκτικά γεννιέται ως αντιστάθμιση και αντίβαρο στους κυνισμούς του τεχνολογικού πολιτισμού, χωρίς να είναι συγκροτημένος ακόμη ούτε ως φιλοσοφική σκέψη, ούτε ως νέο ιδεολογικό ρεύμα, ούτε, βεβαίως, και ως πολιτική πρόταση. Στο εγγύς μέλλον θα αποτελέσει τη μεγάλη ευκαιρία εξανθρωπισμού των διαδικασιών και των ψυχρών αφαιρέσεων που τείνουν να επικυριαρχήσουν στις σημερινές κοινωνίες.

Αν πιστεύουμε ότι αυτός ο νέος ουμανισμός θα χρειάζεται προκειμένου να λειτουργήσει την ανάγκη για πολιτικό και ιδεολογικό σηματωρό και κήρυκα, πιστεύω ότι η σοσιαλδημοκρατία από τη φύση της είναι περισσότερο κοντά από όλες τις γνωστές πολιτικές οικογένειες, με βάση τα έως τώρα θεμελιακά χαρακτηριστικά της, όπως οι πολιτιστικές, οι θεσμικές και οι ανθρωπιστικές της προτεραιότητες. Αλλά αυτό είναι για την ώρα ένα απώτερο ζήτημα.

Είναι πολλοί στην Ελλάδα, ιδιαίτερα τελευταία, οι οποίοι θεωρούν ότι με λίγο περισσότερο σοσιαλισμό και λίγο ακόμη καλύτερο καπιταλισμό «τη φτιάξαμε τη σοσιαλδημοκρατία». Τόσο απλά.

Η πραγματικότητα, όμως, είναι πιο σύνθετη από αυτές τις απλουστεύσεις. Ο επικρατέστερος τύπος πολιτικού καθεστώτος στις βιομηχανικές κυρίως κοινωνίες τον προηγούμενο αιώνα είναι η φιλελεύθερη δημοκρατία, η οποία αποτελεί δημιούργημα του οικονομικού ανταγωνισμού σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Ο δε παραδοσιακός σοσιαλισμός, ως εγχείρημα υποκατάστασης της αγοράς από τον κεντρικό σχεδιασμό, έχει υποχωρήσει. Σε αντιδιαστολή, η σοσιαλδημοκρατία, ως διαδικασία ρύθμισης της αγοράς και της κοινωνίας, συνεχίζει να απολαμβάνει ακόμη υποστήριξη, κυρίως στις ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, αμφισβητείται έντονα ως προς την ικανότητά της να πετύχει τους στόχους της που απορρέουν από τις στρατηγικές της.

Παρ’ όλα αυτά, όσον αφορά την κοινωνική οργάνωση, το σοσιαλδημοκρατικό σύστημα έχει επιδείξει μεγάλες αντοχές, και θεωρώ ότι είναι πιο κοντά στις επιλογές του μέλλοντος.

Η βορειοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έχει πετύχει σε σχέση με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της άλλης Ευρώπης να αξιοποιήσει πλήρως τον δυναμισμό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής πλούτου, ενώ ταυτόχρονα θωράκισε σε ικανοποιητικό βαθμό την κοινωνική συνοχή μέσω αποτελεσματικών συστημάτων παρέμβασης στη λειτουργία των αγορών, των συστημάτων θεσμικής αναδιανομής του εισοδήματος κ.λπ.


Η σχέση αυτή μεταξύ των δύο αυτών συστημάτων αναφοράς δεν είναι διαζευκτική, όπως παρουσιάζεται από τον πρωτόγονο λόγο της ελληνικής Αριστεράς ή από τον κενό λόγο κάποιων «πεφωτισμένων» του συντηρητισμού. Είναι περισσότερο συμπληρωματική, στον βαθμό που η κοινωνική ευμάρεια επανατροφοδοτεί τον δυναμισμό του καπιταλισμού, διότι εκεί δεν υποκύπτουν στις αλλοιώσεις που επιφέρουν η αποθεσμοποίηση και ο διαλυτικός λαϊκισμός, όπως στην Ελλάδα.

Η εντυπωσιακή εξέλιξη του σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος στη μεταπολεμική Ευρώπη στηρίχθηκε πάνω σε δύο βασικούς πυλώνες.

Ο πρώτος ήταν η απελευθέρωση εκρηκτικών δυναμικών μετά το τέλος του πολέμου. Αυτές, με τη σειρά τους, απελευθέρωσαν «ύλη», δηλαδή ιλιγγιώδεις ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας, των δεξιοτήτων των εργαζομένων και, σε συνδυασμό με τον όλβο και τα μεγάλα δημοσιονομικά πλεονάσματα, υποστηρίχθηκαν ιστορικής σημασίας κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και κοινωνικά προγράμματα.
Ο δεύτερος πυλώνας ήταν οι ανθρωπιστικές ιδέες που εμφανίστηκαν μετά τον πόλεμο και οδήγησαν και στη βελτίωση της ζωής των ασθενέστερων τάξεων και των ανήμπορων στρωμάτων του πληθυσμού.


Την ίδια περίοδο και μέχρι τη μεταπολίτευση, η Ελλάδα περνούσε τον «μεταπολεμικό της πολιτικό μεσαίωνα», όπου τον αυταρχισμό διαδεχόταν ο απολυταρχισμός, ανάμεσα σε μικρά διαλείμματα δημοκρατικότητας. Αν θέλουμε να αναζητήσουμε την ελληνική σοσιαλδημοκρατία, θα την ανιχνεύσουμε στον χώρο που παραδοσιακά ονομάζουμε Δημοκρατική Παράταξη. Αλλά αυτή δεν λειτουργεί στην Ελλάδα, για ιστορικούς λόγους, μόνο ως πολιτική ή κομματική παράταξη. Είναι ταυτόχρονα και μια μεγάλη κοιτίδα για την ελληνική κοινωνία. Κοιτίδα ιδεολογική, πατριωτική, πνευματική (μην ξεχνούμε τη μεγάλη και ανεπανάληπτη δυστυχώς πνευματική γενιά του ’30 και τη συμβολή της στη διαμόρφωση της νεότερης Ελλάδος), κοινωνική κ.λπ.

Το Κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν η συνέχεια της Επανάστασης στο Γουδί και η  Ένωση Κέντρου, του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Το ΠΑΣΟΚ, στις ιδιαίτερες συνθήκες της μεταπολίτευσης, υπήρξε συνέχεια αυτού του ρεύματος, πάρα το γεγονός ότι όσοι είχαν την τόλμη να δηλώσουν «σοσιαλδημοκράτες» κατατάσσονταν στους «δεξιά αποκλίνοντες» από την «πλειοψηφία» των μελών του. Ενίοτε δε αποπέμπονταν ή διαγράφονταν, όπως, για παράδειγμα, ο Κώστας Σημίτης κ.ά.

Σήμερα, η κοιτίδα της Δημοκρατικής Παράταξης, και με κατάλληλες και επαρκείς συνθήκες ηγεσίας, οφείλει να συνθέσει τις εμπειρίες αυτών των δύο περιόδων για να παρουσιάσει σταδιακά μια νέα και πραγματική σοσιαλδημοκρατική εκδοχή. Να νιώθει τους ανέμους της εποχής και να απαλλαγεί από βρικολακιασμένα ιδεολογήματα αλλοτινών εποχών, καθώς και από εκείνους τα εκφράζουν, διαφορετικά θα μείνει σύνθημα ανωφελές.

Η όποια νέα προσπάθεια, για να είναι πειστική, πρέπει να προτάσσει ένα νέο αξιακό και θεσμικό σύστημα αυτοπειθαρχίας που διαφέρει ριζικά από την ιδεολογία του εύκολου πλουτισμού, της θεσμικής αποσύνθεσης, της αξιοποίησης της εξουσίας για το βόλεμα των ημετέρων και της διευθέτησης προνομίων ανάμεσα σε συντεχνίες. Για να σπάσει ο φαύλος κύκλος, πρέπει πρώτα από όλα η φωτισμένη πρωτοπορία ενός νέου σοσιαλδημοκρατικού υποδείγματος να γίνει αξιόπιστος κήρυκας και υπηρέτης των παραπάνω αξιών. Αυτό προϋποθέτει ρήξη με τις δυνάμεις εκείνες που έχουν εξειδικευθεί στο εμπόριο ονείρων και ουτοπιών, οι οποίες ανεξέλεγκτα πολτοποιούν κανόνες και συνειδήσεις. Η σοσιαλδημοκρατία είναι ζήτημα κυρίως πολιτισμού.

Μια ελληνική σοσιαλδημοκρατία, για να την εμπιστευθεί ο λαός, πρέπει να αποδείξει από την αρχή ότι μπορεί να διαμορφώσει το μέλλον της χώρας κοιτώντας περισσότερο τα θεμέλια και λιγότερο τα στολίδια του σαλονιού. Αν, δε, κάποιοι εκτιμούν ότι αυτά δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν στη χώρα μας, τότε κάθε συζήτηση για το σοσιαλδημοκρατικό παράδειγμα, καθώς και όσες εκλογές και να γίνουν για την ανάδειξη ηγεσιών που θα το εκφράσουν, δεν έχει νόημα παρά για τους ενδιαφερομένους. 

Πηγή: athensvoice.gr