Συγκυριακά και δομικά αίτια συρρίκνωσης του σοσιαλδημοκρατικού χώρου

Γράφει ο Εμμανουήλ Μαυροζαχαράκης

Η σοσιαλδημοκρατία, διαμόρφωσε τη Δυτική Ευρώπη μετά το 1945 περισσότερο από κάθε άλλη πολιτική δύναμη. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο,   η εκλογική επιρροή των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην  Ευρώπη έχει υποχωρήσει αισθητά.       

Μία πρόσκαιρή ενδεχομένως εξαίρεση αποτελεί το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα   (SPD) το οποίο  κέρδισε τις εκλογές του 2021. Μετά την αποκαρδιωτική κατολίσθηση που υπέστη το SPD στις εκλογές του 2017 με  ένα ποσοστό  20,5% των ψήφων, το 2021  το ποσοστό που έλαβε ως πρώτο κόμμα με 25, 7 % των ψήφων κρίνεται  επίσης ως εξαιρετικά χαμηλό σε σύγκριση με άλλες ένδοξες εποχές όπως το 1998 που το SPD έλαβε  σχεδόν 41% των ψήφων.         

  Πορεία κατολίσθησης καταγράφει  και το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γαλλίας, το οποίο έλαβε την υποστήριξη του 23,8% του εκλογικού σώματος το 1998 ,  29,4%  το 2012, αλλά   μόνο 9,5% στις  βουλευτικές εκλογές του 2017 και  είναι πλέον το πέμπτο μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα της Γαλλίας. Στην Ιταλία η  εκλογική επιρροή  του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος επίσης  μειώθηκε από 43% το 1996 στο 23% στις εκλογές του 2018.          

Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ , το οποίο από 43, 92% των ψήφων που έλαβε στις εκλογές του 2009,  πήρε μόλις  το 6% των ψήφων  στις εκλογές του 2015, το 8,10 % το 2019 και το 11, 84 % το 2023.  Συνολικά τα εκλογικά αποτελέσματα της τελευταίας δεκαετίας σηματοδοτούν  μια αξιοσημείωτη μείωση της πολιτικής σημασίας και της επιρροής των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης.     

Η πτώση της πολιτικής επιρροής  της σοσιαλδημοκρατίας  είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή αν αναλογιστεί κανείς ότι  οι περισσότεροι ψηφοφόροι, που  πλήγηκαν βαριά από τις επιπτώσεις της διεθνούς οικονομικής ύφεσης του 2008 και της επακόλουθης οδυνηρής κρίσης της Ευρωζώνης και εκτέθηκαν απότομα στην αύξηση του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών, σε παλαιότερες εποχές θα είχαν πιθανότατα στραφεί προς τους σοσιαλδημοκράτες. Αυτή η τάση εκλογικής προτίμησης ωστόσο δεν κυριάρχησε  από το 2008 και μετά και ο λόγος είναι η αντίθεση των ψηφοφόρων στην πολιτική λιτότητας που επικράτησε μετά την κρίση στην Ε.Ε. Εν προκειμένω,  για την πολιτική λιτότητας  σε πολλές περιπτώσεις όπως σε αυτή της Ελλάδας,  ήταν συνυπεύθυνα  τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που βρίσκονταν ή συμμετείχαν στην εξουσία. Αυτό συνέβαλε, χωρίς αμφιβολία, στην αποδυνάμωση του σοσιαλδημοκρατικού χώρου.        

Πέρα από τα συγκυριακά αίτια της εκλογικής φθοράς της σοσιαλδημοκρατίας ωστόσο υπάρχουν και κάποια δομικά ιδεολογικοπολιτικά αίτια τα οποία εκτείνονται πιο πίσω στο χρόνο. Ειδικότερα, , η  αποτυχία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Ευρώπη να επιτύχουν μια πειστική και αποτελεσματική ισορροπία μεταξύ  “πολιτικών βραχυπρόθεσμης πρακτικής σημασίας” και  ” προοδευτικών πολιτικών εξισωτικού ρεφορμισμού ” υπήρξε σημαντική παράμετρος φθοράς. Η βραχυπρόθεσμη εφαρμογή πολιτικών με άμεση πρακτική συνάφεια, προαπαιτεί από τη σοσιαλδημοκρατία να αποδεχτεί, τουλάχιστον εν μέρει, τις ίδιες τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες του “πραγματικά υπαρκτού  καπιταλισμού”,  τις οποίες υποτίθεται ότι θα αλλάξει μακροπρόθεσμα.

Το εν λόγω δίλημμα αναδύθηκε  ιστορικά τον 19ο αιώνα, καθώς το καθολικό δικαίωμα ψήφου άνοιξε τον δρόμο για  μια “κοινοβουλευτική”, “σταδιακή” μετάβαση προς τον δημοκρατικό σοσιαλισμό ως  μια εφικτή εναλλακτική λύση στον τραχύ και βίαιο  “επαναστατικό” δρόμο. Όμως  η υιοθέτηση του σταδιακού –κοινοβουλευτικού  δρόμου,  σήμαινε τη μετατροπή μίας  συγκρουσιακής “ταξικής πολιτικής” σε μια συνεργατική “πολιτική συνασπισμών”, βασισμένη σε ταξικούς συμβιβασμούς. Αυτό  έγινε σαφές μόλις φάνηκε  ότι δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί μία σοσιαλδημοκρατική εκλογική πλειοψηφία βασισμένη μόνο στη βιομηχανική εργατική τάξη. Μια τέτοια πολιτική συνασπισμών  αποτέλεσε κατά μία έννοια έναν πρώτο περιορισμό,  για το σοσιαλδημοκρατικό σχέδιο.             

Επιπλέον, οι κανόνες του παιχνιδιού που προκύπτουν από τον κανόνα της ιδιωτικής  ιδιοκτησίας στις καπιταλιστικές  δημοκρατίες,  επέβαλαν έναν  δεύτερο, ακόμη πιο δεσμευτικό περιορισμό σε κάθε σοσιαλδημοκρατικό οικονομικό πρόγραμμα. Με άλλα λόγια, ο αρχικός σοσιαλδημοκρατικός στόχος  της εθνικοποίησης των μέσων παραγωγής και του σταδιακού μετασχηματισμού των ιδιοκτησιακών δομών γενικότερα έπρεπε να εγκαταλειφτεί ή έστω να μετριαστεί. Εξάλλου, η καπιταλιστική τάξη διέθετε τη δύναμη να αντεπιτεθεί στις προσπάθειες εθνικοποίησης των μέσων παραγωγής, μειώνοντας απότομα τις επενδύσεις των επιχειρήσεων, οι οποίες, με τη σειρά τους, μείωναν τη ζήτηση και την απασχόληση βραχυπρόθεσμα κάτι  που είχε αρνητικές επιπτώσεις στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.          

Η σοσιαλδημοκρατία εκτίθεται  λοιπόν ιστορικά στο δίλλημα ότι οι πολιτικές της  πρέπει ταυτόχρονα να ενισχύουν την  παραγωγική δύναμη του κεφαλαίου και να αντισταθμίζουν  την (πολιτική) δύναμη των καπιταλιστών. Από τη στιγμή που ο στόχος του συστημικού μετασχηματισμού εγκαταλείφθηκε και υιοθετήθηκε  η δέσμευση για τη διατήρηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, οι σοσιαλδημοκράτες έπρεπε να εργαστούν, μέσω του κράτους, εντός του καπιταλιστικού συστήματος, διασφαλίζοντας την αποτελεσματικότητά του και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, και κατά το δυνατόν να μετριάσουν τις δυσμενείς διανεμητικές επιπτώσεις.

  Με λίγα λόγια, η σοσιαλδημοκρατία  πρέπει  να συνδυάζει μία ανταγωνιστική οικονομική ατζέντα με τις βασικές σοσιαλδημοκρατικές αρχές τις οποίες  το  1956 o Tony Crosland συνόψισε ως  εξής:

– Αντίσταση και διαμαρτυρία κατά της φτώχειας,

– η μέριμνα για την κοινωνική πρόνοια και ειδικότερα για τα συμφέροντα των αδύναμων  κοινωνικών ομάδων,

– η πίστη σε μεγαλύτερη ισότητα και στην κοινωνική σύγκλιση,

– υποστήριξη της συνεργασίας και της αλληλεγγύης έναντι του ανταγωνισμού και του ατομικού συμφέροντος,

– Αντίσταση και διαμαρτυρία κατά της τάσης του καπιταλισμού για μαζική ανεργία.

Σημειώνεται ότι ο Crossland θεωρούσε  την διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης ως κλειδί για την υλοποίηση των σοσιαλδημοκρατικών στόχων. Είναι προφανές επομένως ότι καμία κεντροαριστερή πρόταση εξουσίας δεν μπορεί  είναι βιώσιμη χωρίς συγκροτημένη συνταγή οικονομικής ανάπτυξης.

Το κρίσιμο είναι ότι, σε όλα αυτά, το κράτος δεν είναι ουδέτερο, αλλά “διέπεται από τον ταξικό του χαρακτήρα” και τείνει να προστατεύει τα “θεμέλια” και τις “δομές εξουσίας” της καπιταλιστικής τάξης.

Σαφώς ωστόσο είναι σχετικοί οι “σκληροί” δημοσιονομικοί περιορισμοί εντός των οποίων η σοσιαλδημοκρατία καλείται να διαμορφώσει την πολιτική συμβιβασμού της, καθώς  τα κράτη μπορούν να δανείζονται από τις (δανείστριες έσχατης ανάγκης) κεντρικές τράπεζες. Αντίθετα, το “σκληρό” όριο βασίζεται σε αυτό που θεωρείται “πολιτικά αποδεκτό” από τις εθνικές ελίτ και τα συμφέροντα του κατεστημένου.

Δρ. Πολιτικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Κρήτης