Συνεντεύξεις πολιτικών: εξαπατώντας το κοινό

Του Γ. Λακόπουλου

ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣΟ  ευρηματικός Κώστας Γιαννακίδης σχολίασε  εύστοχα στο Protagon το ναυάγιο της συνέντευξης του Νίκου Παππά σε Γερμανό δημοσιογράφο. Τη συνδύασε μια αντίστοιχη περίπτωση με τον Αλέξη Τσίπρα άλλον –επίσης Γερμανό –δημοσιογράφο και μπήκε στην ουσία: στον τρόπο άσκησης της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα.

Σ’ αυτή την εξαιρετική παρουσίαση πρέπει  να προστεθεί  κάτι παραπάνω: τον τρόπο με τον όποιο δίνονται οι συνεντεύξεις. Το πρόβλημα ξεκινάει από τον τρόπο με τον οποίο κανονίζονται.  Σε κάποιες περιπτώσεις πρόκειται για φιλική  συναλλαγή ανάμεσα στον δημοσιογράφο  -ή το  μέσο που εργάζεται- και τον  πολιτικό.  Από εκεί  και πέρα παύει να  είναι συνέντευξη. Είναι προβολή, διαφήμιση του συνεντευξιαζόμενου. Αν μάλιστα έχει εξουσία και δικαίωμα υπογραφής αυτή η διαφήμιση μπορεί να έχει ανταπόδοση εκ μέρους του.

Το χειρότερο από όλα είναι η τεχνική των περισσότερων συνεντεύξεων με  πολιτικούς. Συχνά δίνεται η εντύπωση –με μια φωτογραφία όταν πρόκειται για εφημερίδα- ότι ο δημοσιογράφος κάθεται  απέναντι από τον πολιτικό με το μαγνητοφωνάκι του, του υποβάλει ερωτήσεις και δημοσιεύει τις απαντήσεις.

Πλάνη. Οι περισσότερες συνεντεύξεις  είναι …”γραπτές¨. Δηλαδή ο δημοσιογράφος στέλνει τις ερωτήσεις στο γραφείο του πολιτικού, οι συνεργάτες του  κατασκευάζουν τις απαντήσεις ανάλογα με τις διαθέσεις τους,  προσθέτουν ερωτήσεις -τις οποίες απαντούνμε τον ίδιο τρόπο-ή αφαιρούν ερωτήσεις όταν  δεν “συμφέρουν”.  Αυτό σερβίρεται ως  συνέντευξη. Στην πραγματικότητα είναι ένα κείμενο που έγραψε το γραφείο δημοσίων σχέσεων του πολιτικού. Γι’ αυτό και συχνά  στις συνεντεύξεις  δεν υπάρχει ούτε ένα ενδιαφέρον σημείο. Ούτε μια είδηση.

Στα ραδιοτηλεοπτικά τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά και κατά κανόνα οι συνεντεύξεις είναι περισσότερο αυθεντικές. Αλλά και εκεί η προσυνεννόηση πάει σύννεφο και ο πολιτικός  απαντάει σε θέματα  που γνωρίζει εκ των προτέρων. Δεν πιέζεται ιδιαίτερα και ενίοτε, αν η συνέντευξη δεν είναι ζωντανή, αξιώνει να αφαιρεθούν κάποια τμήματα που δεν του αρέσουν.

Υπάρχουν πολιτικοί που δεν έχουν δώσει ποτέ μια κανονική συνέντευξη. Όλα είναι προσχεδιασμένα και πρακτικά  και οι ίδιοι και οι δημοσιογράφοι που υπογράφουν εξαπατούν το κοινό.Αυτή η μέθοδος βολεύει και τις δυο πλευρές. Ο πολιτικός επιλέγει τη θεματολογία και τις απαντήσεις- αλλά και τις ερωτήσεις. Ο δημοσιογράφος  δεν κουράζεται με προετοιμασία ή απομαγνητοφωνήσεις και δεν τα χαλάει και με τον πολιτικό.

Αυτή η ευκολία περιφρονεί τον τελικό αποδέκτη της συνέντευξης- τον οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις ο πολιτικός τον περιφρονεί έτσι κι αλλιώς, αφού διαρκώς τον εξαπατά. Αυτός με τη σειρά του το υποψιάζεται και  αδιαφορεί. Αυτό βέβαια δεν απογοητεύει τις συνεργαζόμενες πλευρές. Δημιουργείται έτσι ένα καθεστώς.  Έτσι, όταν ένας δημοσιογράφος ζητάει μια συνέντευξη με κανονικό τρόπο, θα ακούσει σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα την απάντηση: “Στείλε τις ερωτήσεις” ..

Αυτή η μέθοδος καταστρέφει και τη δημοσιογραφία και την πολιτική. Δεν παράγει απλώς ανούσιες συνεντεύξεις ή αγιογραφίες. Παράγει ανούσιους πολιτικούς,  και αδιάφορους δημοσιογράφους. Στην ελληνική  δημοσιογραφία και την ελληνική πολιτική συμβαίνει συχνά να ερωτάται ο υπουργός –Εμπορίου ας πούμε- για  θα θέματα του υπουργείου του -γιατί αυτό ενδιαφέρει το κοινό -και αυτός να επιμένει ότι πρέπει να πει κάτι και για…την πολιτική κατάσταση ή τα … εσωκομματικά του.

Σ’ αυτό το καθεστώς – στο οποίο και οι καλύτεροι δημοσιογράφοι υποκύπτουν συχνά- τι να κάνει και ο Παππάς ή ο κάθε Παππάς;. Θεώρησε ότι μπήκε στο γραφείο του κάποιος εξωγήινος που είχε το θράσος να τον πιάσει απροετοίμαστο ή την αγένεια να ρωτάει πράγματα που ενοχλούν. Πάλι καλά που απλώς εξοργίσθηκε. Μερικοί άλλοι πέφτουν θύματα την γνώστης περιπλοκής: ξέραμε τις απαντήσεις, αλλά μας άλλαξαν τις ερωτήσεις.