Σύνταγμα και συγκυρία

Του Κώστα Μποτόπουλου

Στη συζήτηση περί συνταγματικής αναθεώρησης δεν πρέπει να ξεχνάμε ορισμένα κρίσιμα εγγενή στοιχεία:

Ότι το Σύνταγμα είναι σύνολο γενικών κανόνων που θέτουν το πλαίσιο για την εκτύλιξη της πολιτικής διαπάλης, για τη διακυβέρνηση και για την εφαρμογή των επιλογών της εκάστοτε εξουσίας, άρα δε νοείται «συντηρητικό» και «προοδευτικό» Σύνταγμα κατ’ αναλογία των αντίστοιχων κομματικών αυτό-τοποθετήσεων: «προοδευτικό» είναι το Σύνταγμα που επιτρέπει εξίσου σε «προοδευτικές» και σε «συντηρητικές» πολιτικές δυνάμεις να διεκδικούν την ψήφο των πολιτών και να ασκούν την εξουσία υπό καθεστώς ελευθερίας και με σεβασμό των δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των μειοψηφιών. Υπ’ αυτή την έννοια το ισχύον Σύνταγμά μας είναι αρκούντως προοδευτικό και πάντως τίποτα δεν δικαιολογεί οποιαδήποτε αναθεώρηση του να έχει ως κεντρικό στόχο να καταστεί «προοδευτικότερο»

Ότι η αναθεώρηση είναι μεν πολιτική διαδικασία, αφού το ίδιο το Σύνταγμα είναι πολιτικό κείμενο και κάθε αλλαγή του αντικατοπτρίζει αλλά και παγιώνει πολιτικές επιλογές, δεν προσφέρεται όμως για μικροκομματικό ανταγωνισμό, δεν επιτρέπεται δηλαδή να είναι ένα ακόμα «επιχείρημα» σε ένα άλλο παίγνιο, μη θεσμικού χαρακτήρα

Ότι οι αυξημένες πλειοψηφίες που απαιτούνται για την ευόδωση κάθε αναθεωρητικού διαβήματος, αλλά και το ίδιο το αντικείμενο της συζήτησης και των αλλαγών, απαιτούν –στην πραγματικότητα προϋποθέτουν- τη διαρκή αναζήτηση ευρύτερων συναινέσεων, τόσο μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων όσο και σε ανταπόκριση με κοινωνικά αιτήματα

Ότι η σχέση του Συντάγματος και των συνταγματικών αλλαγών με το χρόνο είναι ειδική. Η συγκυρία, δηλαδή η στιγμή της εκκίνησης και της ολοκλήρωσης του αναθεωρητικού διαβήματος είναι τριπλά κρίσιμη: προβάλλει πολιτικά αιτήματα και προτεραιότητες που εκείνη τη στιγμή φαίνονται αναγκαία ή επείγοντα, καθορίζει το συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων υπό τον οποίο ξεκινά η συζήτηση στην πρώτη Βουλή και αποτελεί ζήτημα που επηρεάζει την έκβαση των επερχόμενων εκλογών, αφού η μετά τις εκλογές Βουλή είναι εκείνη που θα ολοκληρώσει την αναθεώρηση. Παράλληλα, αυτή η συγκυρία πρέπει όχι μόνο να ισορροπεί αλλά και να υποχωρεί μπροστά στη γνώση ότι τα αγαθά που διακυβεύονται είναι μακράς πνοής, ότι οι σημερινοί πλειοψηφούντες μπορεί να είναι οι αυριανοί μειοψηφούντες και ότι, ούτως ή άλλως, το επόμενο κύμα αλλαγών δεν θα έρθει πριν από αρκετά χρόνια.

Αυτές οι γενικές αρχές, προσαρμοσμένες στη σημερινή κατάσταση, σημαίνουν τα εξής:

Η κυβέρνηση κακώς «εργαλειοποιεί» την αναθεώρηση και τη χρησιμοποιεί για διπλό αντιπερισπασμό: επιχειρεί μέσω αυτής («προοδευτική αναθεώρηση») αφενός να αντιμετωπίσει την, λόγω του τρόπου που πολιτεύεται, τρώση του «αριστερού» της προφίλ και αφετέρου να στρέψει την πολιτική συζήτηση και ατζέντα σε πιο «ανώδυνα» θέματα μειώνοντας έτσι την πίεση από τα καυτά εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζει χωρίς να λύνε

Η συγκυρία δεν προσφέρεται για νηφάλια συζήτηση και για χτίσιμο των απαραίτητων συναινέσεων: με ευθύνη κυρίως της κυβέρνησης (η «υπόθεση Novartis μπορεί να κάηκε, πυροδότησε όμως πρωτοφανή ένταση) το κλίμα είναι ιδιαίτερα συγκρουσιακό, ο τρόπος που έχει πολιτευτεί η παρούσα ομάδα εξουσίας καθιστά τα θεσμικά της κίνητρα ελάχιστα πιστευτά, ενώ και οι επόμενες εκλογές, όποτε και να γίνουν, είναι πια πολύ κοντά ώστε να προλάβει να διεξαχθεί σοβαρή αναθεωρητική συζήτηση.

Η αντιπολίτευση έχει δίκιο να τονίζει τα παραπάνω στοιχεία και να αμφισβητεί τις αγαθές συνταγματικές προθέσεις της κυβέρνησης, έχει όμως δύο τουλάχιστον λόγους για να μην αποσυρθεί εντελώς από την αναθεωρητική συζήτηση: για να δείξει ότι θεωρεί πράγματι τους θεσμούς υπεράνω κομμάτων και για να εκμεταλλευτεί την πολιτική συγκυρία, αφού στη Βουλή που θα αποφασίσει οριστικά για τις αλλαγές, ο συσχετισμός δυνάμεων θα είναι διαφορετικός. Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, όχι η απόσυρση αλλά η προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες της αναθεώρησης και της συγκυρίας πολιτική στάση είναι η ενδεδειγμένη.

Τρεις είναι οι βασικές προϋποθέσεις για να υπάρξει θεσμικό κέρδος από μια πρωτοβουλία διάτρητη μεν, αλλά που, είτε το θέλουμε είτε όχι, έχει εκκινήσει:

α) εξαρχής τοποθέτηση από τη δημοκρατική αντιπολίτευση, σε όσο πιο ευρεία μορφή γίνεται, ότι δεν θα συμμετάσχει σε καμία «δομική» ή «σε βάθος» ή «προοδευτική» αναθεώρηση που θα καθοδηγείται από την παρούσα κυβέρνηση,

β) θετική ψήφος, στη σημερινή Βουλή, εφόσον προλάβει, μόνο για τις ελάχιστες εκείνες διατάξεις, των οποίων η αναθεώρηση είναι ώριμη και αναγκαία: ευθύνη Υπουργών, πρόσδεση βουλευτικής ασυλίας μόνο στα κοινοβουλευτικά καθήκοντα, εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας χωρίς διάλυση της Βουλής, ίσως και τρόπος επιλογής ηγεσιών ανεξάρτητων Αρχών και ανωτάτων δικαστηρίων,

γ) δέσμευση, για όλες τις άλλες διατάξεις, οι οποίες ενδεχομένως θα «σταλούν» στην επόμενη Βουλή με μειωμένη πλειοψηφία, ότι η νέα ομάδα εξουσίας θα τις προσεγγίσει, θα τις συζητήσει και θα τις διαμορφώσει με κριτήριο την υπηρέτηση των θεσμών και του πολιτεύματος –αντίθετα δηλαδή από το πώς τις αντιμετωπίζει η παρούσα κυβέρνηση.