Σύρραξη Ελλάδας – Τουρκίας: Πόσο αντέχει στη λογική;

Του Διογένη Λόππα

Η σοκαριστική τοποθέτηση του συντρόφου Βαλντέν (πόσο αλήθεια συντροφικότητα
χωράει ανάμεσα σε έναν αμετανόητο σημιτάνθρωπο και σε έναν αμετανόητο
αριστερό είναι ακόμα ένα βασανιστικό φιλοσοφικό ζήτημα) στην ”Εφημερίδα των Συντακτών” ανέδειξε κάποια πολύ σημαντικά ζητήματα.

Καταρχήν, όσο και αν φαντάζει σουρεαλιστικό, υπάρχουν ακόμα σοβαροί
άνθρωποι στην Ελλάδα (γιατί ο κ. Βαλντέν είναι μια προσωπικότητα με κύρος και όχι κάποιος πολιτικάντης του συρμού), που εξακολουθούν να συχνάζουν στο ρομαντικό περίπατο μιας imagine all the people μυστηριώδους πραγματικότητας που ίσως και να έβγαινε αληθινή εάν εν τω μεταξύ η παγκοσμιοποίηση δεν πήγαινε κατά διαόλου.

Δεύτερον, ο αφελής αυτός ρομαντισμός δυστυχώς ευδοκιμεί, πού αλλού, στο φιλόξενο περιβάλλον του κ. Τσίπρα που φαίνεται ότι τους χωράει όλους, από τον κ. Τσακαλώτο έως τον κ. Παππά και από τον κ. Βαλντέν έως τον ναύαρχο Αποστολάκη.  Πάνω λοιπόν που ο προοδευτικός κόσμος πάει να βγει μπροστά και να οργανωθεί εκλογικά για να περισώσει ότι μπορέσει από τα ερείπια που σπέρνει ο μητσοτακισμός, πετάγονται από το πουθενά διάφορα βαρίδια και τελικά ο ψηφοφόρος του χώρου δικαίως αναρωτιέται αν το βράδυ των εκλογών θα κοιμηθεί έχοντας ψηφίσει Κοτζιά και το πρωί ξυπνήσει με υπουργό Μπίστη κλπ (και λοιπούς πασιφιστές).

Τρίτον, μπροστά στην αφασία της τοποθέτησης Βαλντέν, όσοι προσπαθήσαμε να αναλύσουμε περισσότερο advanced απόψεις, μη εξαιρουμένου του ιδίου του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο οποίος τόλμησε να μιλήσει για 12 μίλια (βαρύνουσας σημασίας τοποθέτηση καθώς πρόκειται για εν δυνάμει πρωθυπουργό), εμφανιζόμαστε περίπου ως πολεμοκάπηλοι που καβάλα στον Βουκεφάλα θα μπούμε μια μέρα στην Πόλη.

Νομίζω ότι είναι περιττό να αναφερθεί ότι σε ένα ευρύτατο πολιτικό χώρο από την παραδοσιακή δημοκρατική δεξιά μέχρι τις παρυφές της άκρας αριστεράς, κανένας δεν επιζητεί πολεμικές αναμετρήσεις.  Elementary, Watson.  Αυτό βέβαια δε μας βγάζει και από την υποχρέωση να προετοιμάζουμε τη χώρα για πόλεμο.  

Το γεγονός ότι δεν επιθυμούμε τον πόλεμο δε σημαίνει αυτομάτως ότι δεν θα χρειαστεί να καταφύγουμε εκεί, αν ποτέ χρειαστεί.  Το γεγονός ότι ως χώρα δεν είμαστε ιδιαίτερα πρόθυμοι να διεξάγουμε πολεμικές επιχειρήσεις ή να απειλούμε αδύναμες η μη γειτονικές χώρες δε σημαίνει ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να χρησιμοποιήσουμε την ισχυρή στρατιωτική μας ισχύ, τουλάχιστον ως ύστατο διπλωματικό μέσο.

Οι πιθανότητες όμως μιας σύρραξης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία είναι μηδαμινές.  Αυτό συμβαίνει για δύο κυρίως λόγους:  

  – Τυχόν σύρραξη τέτοιου μεγέθους θα σήμαινε το πολιτικό τέλος του κ.  Erdogan και του φασιστικού καθεστώτος του, ενώ θα έθετε σε θανάσιμο κίνδυνο  την ίδια την ακεραιότητα της Τουρκίας (άσχετα με την τελική έκβαση της  αναμέτρησης).  Δεδομένου ότι από το φασιστικό καθεστώς Erdogan σιτίζεται μια αδίστακτη μαφία, αλλά και εκατομμύρια πιστοί του καθεστώτος, κανένας  στην Τουρκία δεν θα ρίσκαρε μια κανονική σύρραξη, ακόμα και αν ένα μικρής έκτασης θερμό επεισόδιο μπορεί να τους ήταν αρεστό ως πατριωτική ένεση.

   – Δεν υπάρχει κανένας σοβαρός πολιτικός ή στρατιωτικός παράγοντας στην Ελλάδα που θα ξεκινούσε μια σύρραξη, δεδομένου ότι η Ελλάδα εκτός από μια  δίκαιη λύση του Κυπριακού δεν έχει καμία διεκδίκηση έναντι της Τουρκίας.  Η εποχή που τα κράτη διψούσαν για νέα εδάφη έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.

 Ακόμα και αν σήμερα για κάποιο λόγο μας χάριζαν την ανατολική Θράκη, την Κωνσταντινούπολη ή τα παράλια, θα λέγαμε ευγενικά όχι.  Ποιο κράτος αλήθεια  θα επιθυμούσε να εντάξει υπανάπτυκτες επαρχίες με εχθρικά διακείμενους πληθυσμούς εκ των οποίων μερικά εκατομμύρια είναι δηλωμένοι ριζοσπαστικοποιημένοι ισλαμιστές;  Ας είμαστε σοβαροί.

Σήμερα τα εθνικά κράτη έχουν ανάγκη από υπερεθνικές ενώσεις οι οποίες θα μπορούν να εγγυηθούν οικονομικές και αμυντικές εξισορροπήσεις.  Και στο θέμα αυτό η Ελλάδα ανήκει στις ευνοημένες χώρες της ιστορίας, καθώς η Ε.Ε., πέρα από τα υπαρκτά προβλήματα, τις δυσλειτουργίες και τους ηγεμονισμούς ορισμένων κρατών, θεωρείται η πιο προηγμένη και η πιο ισορροπημένη τέτοια ένωση.  

Πέραν αυτού αποτελεί και μια όαση πολιτισμού, ανθρωπισμού και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ στις περισσότερες χώρες του πυρήνα της ακόμα υπάρχουν και λειτουργούν συνθήκες υγιούς σοσιαλισμού (εργασιακοί κανόνες, επιδόματα, κανονικές Κυριακές, δωρεάν -δωρεάν λέμε-  περίθαλψη, social funds και γενικά η αίσθηση ασφάλειας που πηγάζει από ένα ισχυρό εργασιακό συμβόλαιο).

Άρα λοιπόν τον άτυπο πόλεμο ανάμεσα στις δύο χώρες, δηλαδή την αναζήτηση ζωτικού χώρου (αληθινού ζωτικού χώρου, όχι στρατιωτικοποιημένων ζωνών), υπερεθνικής ασφάλειας και οικονομικής αναπνοής τον έχουμε ήδη κερδίσει.

Στα χρόνια της κρίσης δεν είδα πολλούς να κάνουν τα χαρτιά τους για την
Ρωσία, την Τουρκία, το Ιράν ή την Αίγυπτο.  Είδα όμως χιλιάδες να πηγαίνουν στην Αγγλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία και άλλες χώρες της Ε.Ε., όπου έγιναν δεκτοί με όλα τα δικαιώματα που απολαμβάνουν οι ντόπιοι, μόνο με την επίδειξη του ελληνικού διαβατηρίου.  Οι περισσότεροι από αυτούς βρήκαν σχετικά καλές δουλειές, πρόκοψαν και μπόρεσαν να στείλουν και λίγα χρήματα πίσω στις οικογένειές τους ή να ξεχρεώσουν παλιές υποχρεώσεις σε δημόσιο και τράπεζες.

Αφού λοιπόν η μία πλευρά (Ελλάδα) όχι μόνο δεν επιθυμεί μια αναμέτρηση, αλλά ούτε και έχει ή επιθυμεί να κερδίσει κάτι και η άλλη πλευρά (Τουρκία) δεν αντέχει ούτε τη σκέψη μιας αναμέτρησης που μοιάζει χαμένη πριν ακόμα ξεκινήσει, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα σύρραξης.  Πόσω δε μάλλον όταν ο διεθνής παράγοντας και ιδιαίτερα το ΝΑΤΟ (αλλά και οι Γερμανοί που  υποψιάζονται κατάρρευση της Τουρκίας) θα είναι πιεστικότατα αποτρεπτικοί.

Δυστυχώς οι απόψεις όλων των πασιφιστών, ανεξάρτητα με τις επιμέρους
εκδοχές τους, συγκλίνουν στην εξής μία:  Να αποτρέψουμε με κάθε δυνατό μέσο και με κάθε δυνατή υποχώρηση την οποιαδήποτε πιθανότητα πολέμου με την Τουρκία.  Ακόμα χειρότερα διαφαίνεται ότι μέγας θιασώτης της ολέθριας αυτής τακτικής (κατευνασμός) είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ο οποίος μάλιστα επιμένει να ασκεί προσωπική διπλωματία σε θέματα εξωτερικής πολιτικής που δεν κατέχει και στα οποία δεν συμφωνεί μαζί του ακόμα και το ίδιο το κόμμα του οποίου ηγείται.

Έτσι βλέπουμε με τρόμο τις κόκκινες γραμμές να ξεφτίζουν επικίνδυνα και
τελικά να γίνονται ανοιχτό ροζ, όπως οι κόκκινες χλαμύδες των Πρεσπών που μετατράπηκαν σε πουά πυτζάμες αμέσως μόλις οι κάθε λογής εθνικιστές της συμφοράς έπαψαν να είναι εκλογικά χρήσιμοι.  Κατ’ αυτόν τον τρόπο η
(υποτίθεται Ευρωπαϊκή) ΑΟΖ έγινε ”διαφιλονικούμενη ζώνη”, η κυριαρχία
υποχώρησε από τα 200 μίλια, αρχικά στα δώδεκα και τώρα στα έξι και ξαφνικά στην ατζέντα εμφανίστηκαν ύποπτα ζητήματα (προετοιμασία κοινής γνώμης λέγεται στο marketing) με αθώα δημοσιεύματα που πραγματεύονται ακόμα και την αυτονόητη άμυνα των νησιών του Αιγαίου ή την πιθανότητα να διαπραγματευθούμε με τρίτη χώρα (εννοώ εκτός πλαισίου Ε.Ε.) ζητήματα Ελλήνων πολιτών.

Κάθε άλλη άποψη θεωρείται εθνικιστικός παροξυσμός, ενώ προκειμένου οι
μαξιμαλιστικές τουρκικές θέσεις να γίνουν περισσότερο εύπεπτες στους
τηλεθεατές του Σκάι, ο αγνός τουρκικός εθνικισμός βαφτίζεται
”δικαιολογημένα τουρκικά αιτήματα”.  Και όταν η ελληνική διπλωματία έστω και κατόπιν εορτής προσπαθεί να αποκτήσει ερείσματα στα αδύνατα σημεία της Τουρκίας (Γαλλία, Ισραήλ, Αίγυπτος, ΗΑΕ, Λιβύη, Κουρδιστάν, Αρμενία) αυτό ονομάζεται ”στρατηγική περικύκλωση”.  Νομίζω ότι και ο πιο αδαής καταλαβαίνει ότι ακόμα και αν διορίζαμε πρωθυπουργικό σύμβουλο τον κ. Akar, θα δυσκολεύονταν να βρει καλύτερα επιχειρήματα.

Γίνεται πλέον φανερό μέρα με την ημέρα όλο και περισσότερο ότι οι Τούρκοι έχουν αποθρασυνθεί γιατί βρήκαν τον άνθρωπό τους και μια εντελώς απροετοίμαστη κυβέρνηση γεμάτη άσχετους πολιτευτές, οι οποίοι μοιάζουν να λειτουργούν σαν παράρτημα του ΑΚΡ στην Αθήνα.  Η αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας από την κυβέρνηση και ιδιαίτερα από το προσωπικό team του κ. Πρωθυπουργού, μου φέρνει πάντοτε στο μυαλό το κεφάλαιο στα ”Εκατό Χρόνια Μοναξιάς”, όπου ο μέγας Marquez περιγράφει την άφιξη της εταιρίας της μπανάνας στο Macondo.

Δεν είναι τυχαίο ότι επί Καραμανλήδων, επί Σαμαρά και επί Τσίπρα, (όπως και παλαιότερα επί Ανδρέα) όχι μόνο οι Τούρκοι δεν τόλμησαν να επιχειρήσουν οτιδήποτε, αλλά και όποτε αποπειράθηκαν να δοκιμάσουν την ένταση, πληρώθηκαν επί τόπου.  Η διαφορά δεν ήταν βέβαια στα μέσα, στις συμμαχίες ή στην εκάστοτε συγκυρία, αλλά καθαρά και μόνο στην αντίληψη που ο κάθε ένας ηγέτης είχε για τα ζητήματα αυτά.  Συνεπώς οι Τούρκοι γνώριζαν ότι παίζουν με τη φωτιά και ότι ρισκάρουν υπέρμετρα.  Αντίθετα, επί Σημίτη και Μητσοτάκη δε σταμάτησαν τις προκλήσεις, όχι τουλάχιστον πριν λάβουν σοβαρά ανταλλάγματα (Μαδρίτη, Ελσίνκι και τώρα διεύρυνση ατζέντας).

Θα ήθελα μόνο να προτρέψω συντρόφους και ”συντρόφους”, όταν προσπαθούν να υψώσουν τους αντιπολεμικούς τόνους, να προσέχουν να μην γίνονται ταυτόχρονα απολογητές του τουρκικού υπερεθνικισμού.  Όταν εισηγούνται τον κατευνασμό, να έχουν κατά νου τα παθήματα της κυβέρνησης Σημίτη και βέβαια να μην ξεχνούν ποτέ ότι η μισή Κύπρος στενάζει ακόμα κάτω από τις αρβύλες των τουρκικών στρατευμάτων (τα τελευταία χρόνια και οι Τουρκοκύπριοι επίσης) δέσμιοι ενός φασιστικού, μιλιταριστικού και απάνθρωπου καθεστώτος.  Τον πόλεμο δεν τον επιζητεί κανένας λογικός άνθρωπος και περισσότερο εγώ ο ίδιος, με έναν γιο που υπηρετεί στο πολεμικό ναυτικό.  Κατά τα άλλα, καθώς είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι σε ελεύθερη χώρα, κάθε άποψη καλοδεχούμενη.

Γιατί αν ήμασταν στην Τουρκία…