Ο φάκελος του Λαλιώτη: Το ένοχο μυστικό της μεταπολιτευτικής Δεξιάς

Του Δημήτρη Ψαρρά

Το Σάββατο μαζί με την «Εφ.Συν.» ο «Φάκελος του Κώστα Λαλιώτη» στην Ασφάλεια του Παπαδόπουλου, του Ιωαννίδη και του Καραμανλή (1968-1980) ● Με τη δημοσίευση του «Φακέλου» αυτού καταρρίπτονται οριστικά και οι δηλώσεις των εκπροσώπων των κυβερνήσεων Καραμανλή και Ράλλη που επιχειρούσαν να αποδώσουν τη συνέχιση των παρακολουθήσεων σε κατώτερα αστυνομικά όργανα που δήθεν δρούσαν από κεκτημένη ταχύτητα με τις μεθόδους του μετεμφυλιακού αστυνομικού κράτους και της χούντας.

Με την έκδοση αυτού του Σαββατοκύριακου, η «Εφ.Συν.» προσφέρει στους αναγνώστες της ένα σημαντικό ιστορικό και πολιτικό ντοκουμέντο. Πρόκειται για τον «Φάκελο» του Κώστα Λαλιώτη που κρατούσε η Ασφάλεια επί δεκατρία χρόνια (1968-1980).

Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του ντοκουμέντου αυτού έγκειται στο γεγονός ότι τα έγγραφα των διωκτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνει δεν περιορίζονται στη φάση της δικτατορικής διακυβέρνησης (χούντα Παπαδόπουλου, χούντα Ιωαννίδη), αλλά επεκτείνονται σε όλα τα χρόνια των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Σταματούν μόνο τις παραμονές της εκλογικής νίκης του ΠΑΣΟΚ και του σχηματισμού της πρώτης κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου.

Οι πρώτες καταγραφές της Ασφάλειας για τον μαθητή Λαλιώτη αναφέρονται στην αντιστασιακή δράση του πατέρα του με το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, ακολουθώντας τις τεχνικές παρακολούθησης της εποχής, σύμφωνα με τις οποίες τα «ύποπτα φρονήματα» των «αντεθνικώς δρώντων» κληροδοτούνται από τους γονείς στα παιδιά. Παρακολουθούμε στη συνέχεια τη δράση του Λαλιώτη στο αντιδικτατορικό κίνημα, μετά την είσοδό του στην Οδοντιατρική Σχολή της Αθήνας. Εχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα έγγραφα αυτά, γιατί αποδεικνύουν την αντίθεση της δικτατορίας στην παραμικρή ελεύθερη έκφραση και βέβαια γελοιοποιούν τις απόπειρες κάποιων νοσταλγών του στρατιωτικού καθεστώτος να ισχυριστούν ότι τάχα είχε αποφασιστεί τότε η «φιλελευθεροποίηση».

Βέβαια ο «Φάκελος» αυτός –όπως και όλοι οι άλλοι των 2.110 «επωνύμων» που έχουν διασωθεί από την καταστροφή στον κλίβανο της «Χαλυβουργικής» το 1989– δεν είναι πλήρης, κάτι που είναι προφανές εφόσον λείπουν οι αστυνομικές αναφορές για τη δράση του Λαλιώτη στον Σύλλογο Αρκάδων Φοιτητών, στον οποίο είχε εκλεγεί πρόεδρος τον Μάιο του 1973. Η έλλειψη είναι σημαντική, γιατί οι τοπικοί σύλλογοι ήταν ένας από τους τρόπους που το φοιτητικό κίνημα κατόρθωσε να ξεπεράσει τον ασφυκτικό έλεγχο της χουντικής Ασφάλειας.

Κατά τρόπο παράδοξο, η αποτυχία των φοιτητών να επιβάλουν τότε το στοιχειώδες, δηλαδή μια δημοκρατική εκλογή στο εσωτερικό του Πανεπιστήμιου, υπήρξε και η μεγαλύτερη συνεισφορά τους στον εκδημοκρατισμό της χώρας, γιατί αποκάλυψε την απροθυμία και την αδυναμία της χούντας να μετεξελιχθεί σε δημοκρατικό καθεστώς.

Κορυφαία απόδειξη αυτής της αδυναμίας ήταν ο τρόπος που αντιμετώπισε η χούντα την εξέγερση του Πολυτεχνείου, όπως προκύπτει από τα ντοκουμέντα που περιλαμβάνονται στο Δεύτερο Μέρος. Σε αυτά επιβεβαιώνεται η σκλήρυνση του καθεστώτος σε βαθμό απανθρωπιάς, ενώ το πάνω χέρι αναλαμβάνει πλέον η ΕΣΑ. Μέσα από τις γραμμές των ντοκουμέντων που περιλαμβάνονται στον «Φάκελο», βρίσκουμε την επίσημη επιβεβαίωση από τις ίδιες τις υπηρεσίες της χούντας για τους «ανύπαρκτους» νεκρούς του Πολυτεχνείου, αλλά και για το πλήθος των τραυματισμών.

Η μεγαλύτερη έκπληξη μας περιμένει όμως στο Τρίτο Μέρος. Αν συγκρίνουμε τον αριθμό των εγγράφων που αφιερώνει η Ασφάλεια στον Κώστα Λαλιώτη, θα διαπιστώσουμε ότι τα περισσότερα ανήκουν στην περίοδο της Μεταπολίτευσης. Χωρίς αυτό να είναι απόλυτο, εφόσον δεν γνωρίζουμε πόσα και ποια έγγραφα έχουν αφαιρεθεί από τον «Φάκελο», ούτε έχουμε πρόσβαση στους φακέλους άλλων υπηρεσιών, η παρατήρηση αυτή είναι σημαντική, γιατί επιβεβαιώνει ότι το μεταπολιτευτικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε με πυρήνα τα στελέχη της προδικτατορικής Δεξιάς στηρίχτηκε στον ίδιο αστυνομικό μηχανισμό που είχε κληρονομήσει η χούντα από το βαθύ κράτος της μετεμφυλιακής περιόδου.

Εχουμε σημειώσει και αλλού ότι αυτή η υιοθέτηση των αστυνομικών μηχανισμών της χούντας από τις κυβερνήσεις της Ν.Δ. πιστοποιείται αν συγκρίνουμε το πώς αντιμετώπισε το μεταπολιτευτικό καθεστώς τους βασανιστές του Στρατού σε σχέση με τους βασανιστές της Αστυνομίας. Οπως έχει δείξει ο Γιώργος Καρράς, οι βασανιστές που προέρχονταν από τον Στρατό (την περιβόητη ΕΣΑ των Χατζηζήση – Θεοφιλογιαννάκου και το ΕΑΤ/ΕΣΑ του Σπανού) είχαν εντελώς διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με τους προερχόμενους από την Αστυνομία («Οι δίκες των βασανιστών και η εσωτερική λογική τους», περ. «Ο Πολίτης», τ. 6, Νοέμβρης 1976).

Στους πρώτους ασκήθηκε αυτεπάγγελτη δίωξη και τα δικαστήρια τους επιφύλασσαν αυστηρές ποινές. Τα μέσα ενημέρωσης δεν έπαψαν να τους παρουσιάζουν ως ανθρωπόμορφα τέρατα. Αντίθετα, για τους αστυνομικούς βασανιστές χρειαζόταν μήνυση των θυμάτων και ακολουθούσε μια επώδυνη διαδικασία με αβέβαιο αποτέλεσμα. Ο λόγος αυτής της διαφοράς στην ποινική αντιμετώπιση των βασανιστών είναι απλός: ενώ οι βασανιστές του Στρατού είχαν υπερβεί τον ρόλο τους, στρεφόμενοι μάλιστα ακόμα και εναντίον ιεραρχικά ανωτέρων τους, οι βασανιστές της Αστυνομίας έκαναν (σε υπερβολικό βέβαια βαθμό) αυτό που είχαν μάθει να κάνουν και πριν από τη δικτατορία. Παρέμειναν δηλαδή στο πλαίσιο των «καθηκόντων» τους. Τα βασανιστήρια δεν ήταν (και δεν είναι) έξω από την αστυνομική λογική.

Το σημαντικό είναι ότι από τα ντοκουμέντα του «Φακέλου» αποδεικνύεται για πρώτη φορά ότι η Ασφάλεια της Μεταπολίτευσης παρακολουθούσε τον Κώστα Λαλιώτη –και πολλούς άλλους– όχι μόνο γιατί θεωρούνταν ύποπτοι εξαιτίας του αντιδικτατορικού τους αγώνα, αλλά και για την ίδια την πολιτική δράση τους στο πλαίσιο του δημοκρατικού καθεστώτος. Από τα ντοκουμέντα αυτά αποδεικνύεται ότι η μεταχουντική κυβέρνηση Καραμανλή παρακολουθούσε, λ.χ., τα επίσημα Συνέδρια των Διδασκόντων στα Πανεπιστήμια, έλεγχε τις φοιτητικές παρατάξεις και τα κόμματα, διατηρούσε τους χαρακτηρισμούς που είχε αποδώσει σε αγωνιστές της δημοκρατίας το βαθύ κράτος της προδικτατορικής Δεξιάς και της χούντας.

Αξιοσημείωτο και το ότι με «άκρως απόρρητη» και «εξαιρετικά επείγουσα» διαταγή της η «Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας» ζητούσε να ελέγχεται η είσοδος-έξοδος από τη χώρα 200 στελεχών του αντιδικτατορικού κινήματος και ανάμεσά τους όλων των μελών της Συντονιστικής Επιτροπής της εξέγερσης. Και βέβαια, όπως αποδεικνύεται από ένα υπηρεσιακό σημείωμα που βρίσκουμε στον «Φάκελο», αντιμετώπιζε το ΠΑΣΟΚ ως μια «ημιακραία» παράταξη, επιφυλάσσοντας στα μέλη και τα στελέχη του ανάλογη αντιμετώπιση.

Με τη δημοσίευση του «Φακέλου» αυτού καταρρίπτονται οριστικά και οι δηλώσεις των εκπροσώπων των κυβερνήσεων Καραμανλή και Ράλλη που επιχειρούσαν να αποδώσουν τη συνέχιση των παρακολουθήσεων σε κατώτερα αστυνομικά όργανα που δήθεν δρούσαν από κεκτημένη ταχύτητα με τις μεθόδους του μετεμφυλιακού αστυνομικού κράτους και της χούντας.