Το Βερολίνο και η Ευρώπη το καλοκαίρι του 2018

Tου Βέρνερ A. Πέργκερ *

Η Άγγελα Μέρκελ έχει αφήσει πίσω της την πρόκληση της Βαυαρίας. Έχει περιορίσει τον υπουργό Εσωτερικών της, του οποίου τα σχέδια περιελάμβαναν ότι η Γερμανία θα ενεργεί μόνη της στα βαυαρο-αυστριακά σύνορα για να υπερασπιστεί τον εαυτό της απέναντι στους πρόσφυγες. Η Μέρκελ επέμεινε στην επίτευξη συμφωνίας με την ΕΕ και τις γειτονικές χώρες. Ο επικεφαλής του Εσωτερικού, Χέρστ Ζεεχόφερ, παλαίμαχο στέλεχος και πρόεδρος του κόμματος CSU απείλησε την καγκελάριο και το κόμμα του ότι θα παραιτηθεί. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη.

Ωστόσο, το διακύβευμα δεν ήταν μόνον οι πρόσφυγες και οι άλλοι μετανάστες, στόχος ήταν η ίδια η καγκελάριος. Η ηγεσία του CSU, καθώς και μερικά μέλη της δεξιάς του κόμματος, του CDU, ήθελαν να αναγκάσουν τη Μέρκελ να παραιτηθεί. Η ίδια το γνώριζε, υπερασπίστηκε τον εαυτό της και κέρδισε, τουλάχιστον αυτή την επίθεση. Βεβαίως, η καγκελάριος δεν είναι και τόσο πρόθυμη να εμπλακεί σε περισσότερους αγώνες εξουσίας με τους «ματσό» άντρες του Μονάχου – καθότι το βαυαρικό κόμμα είναι απαρέγκλιτα ανδροκρατούμενο. Μολαταύτα, η ίδια θα χρειασθεί να διανύσει ακόμη αρκετό χρόνο στη θέση της, και ο δρόμος που καλείται πλέον να διανύσει δεν είναι ακριβώς στρωμένος με ρόδα. Και ουδείς γνωρίζει και πόσο καιρό ακόμη θα διαρκέσει αυτή η κοινωνική ειρήνη. Ενδέχεται δε, η τέταρτη και τελευταία θητεία της να είναι ακόμη μικρότερη από την προβλεπόμενη.

Ίσως η Μέρκελ να βρει κάποια μέρα το θάρρος να διηγηθεί τα όσα έγιναν στα απομνημονεύματά της. Αν και η ίδια δεν είναι το είδος του ανθρώπου που εκφράζεται με ανοιχτά και σταράτα λόγια, ίσως ένας ικανός εκδότης και ένας ταλαντούχος συντάκτης να την ενθαρρύνει να καταθέσει στο χαρτί με πάσα λεπτομέρεια τι αλήθεια συνέβη εκείνο το θερμό πολιτικό καλοκαίρι του 2018 πίσω από τις κλειστές πόρτες και τα tweets και τα μηνύματα κειμένου που ανταλλάσσονταν μεταξύ του CDU και του CSU. Ποιος επιτέθηκε σε ποιον και ποιος απείλησε ποιόν. Ποιος προσπάθησε να την εκβιάσει, αυτήν την καγκελάριο της Γερμανίας. Ποιος τη στήριξε. Πώς, παρά τα όσα πέρασε, κατάφερε και επέζησε από τις ίντριγκες των αντιπάλων και των εσωτερικών εχθρών της. Τι μας διδάσκει το όλο γεγονός αυτό για τη δημοκρατική πολιτική;

Τούτο το κρίσιμο καλοκαίρι του 2018 χαράζει τρομακτικό, σαν ένα μονοπάτι προς την άκρη της αβύσσου. Το πανόραμα της ρεαλιστικής πολιτικής, όπως παρουσιάζεται στη Γερμανία, μοιάζει με μια δραματική απεικόνιση του διεθνούς διαλόγου για την κρίση και τις δυνατότητες επιβίωσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Η «ευπρόσδεκτη πολιτική» της Μέρκελ προς τους πρόσφυγες έχει πλέον στραφεί προς τη φιλοσοφία της απομόνωσης του Ούγγρου ηγέτη Βίκτορ Ορμπαν και του Ζεεχόφερ.

Τούτο το κρίσιμο καλοκαίρι του 2018 χαράζει τρομακτικό, σαν ένα μονοπάτι προς την άκρη της αβύσσου. Το πανόραμα της ρεαλιστικής πολιτικής, όπως παρουσιάζεται στη Γερμανία, μοιάζει με μια δραματική απεικόνιση του διεθνούς διαλόγου για την κρίση και τις δυνατότητες επιβίωσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας. «Πώς πέφτουν οι δημοκρατίες», είναι ο τίτλος ενός πρόσφατου βιβλίου, και είναι όντως αυτός που αντανακλά καλλίτερα το όλο τοπίο. Σε όλες τις παραλλαγές του, το ζήτημα που θίγεται παραμένει πάντα το ίδιο: τα ριζοσπαστικά εθνικιστικά, λαϊκίστικα και σοβινιστικά κινήματα και η ιδεολογική τους σύνδεση με το φασισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό. Δεν υπάρχει καμία δημοκρατική κοινωνία που να μην αντιμετωπίζει αυτόν τον πιθανό κίνδυνο. Τα επιτεύγματα των επιθετικών πολέμιων του φιλελεύθερου Κράτους Δικαίου είναι παραπάνω από προφανή. Εκεί όπου οι πολέμιοι της δημοκρατίες έχουν επικρατήσει και ριζώσει, έχουν αρχίσει να διαλύουν τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις δημοκρατικές δομές στο όνομα της πλειοψηφίας που τους ανέδειξε. Δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο, που δεν το έχουμε ξαναδεί.

Ωστόσο, σημειώνονται επίσης και κάποια θετικά φαινόμενα, ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, όχι πολλά βέβαια, αλλά εξόχως σημαντικά. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται αυτά που συνέβησαν στην η Ιβηρική Χερσόνησο, την οποία τώρα η κεντρική Ευρώπη σκέφτεται με ζήλια. Στον προοδευτικό φιλελεύθερο διάλογο, η Πορτογαλία, και πρόσφατα και η Ισπανία, διαδραματίζουν ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο, προτείνοντας εφικτά μοντέλα μιας φωτισμένης μεταρρυθμιστικής πολιτικής. Στον πυρήνα των δημοκρατιών που εξακολουθούν να λειτουργεί παρ ‘όλες τις αντιξοότητες ανήκουν, μεταξύ άλλων, η Γαλλία του Εμμανουέλ Μακρόν, οι χώρες του -ακόμα- Μπενελούξ, συμπεριλαμβανομένης και της Ολλανδίας, οι οποίες εντούτοις απειλούνται από ισλαμοφοβικούς και ξενοφοβικών λαϊκισμούς, και με επιφύλαξη οι Σακνδιναβικές χώρες. Φυσικά, άλλο ένα εξέχον μέλος του δημοκρατικού τόξου του περισσότερο ή λιγότερο σταθερού, ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου είναι και η Γερμανία, μόλις 29 χρόνια μετά την πτώση του Τείχους.

Από την άλλη πλευρά, στέκουν η Αυστρία και η Ιταλία και οι χώρες της ομάδας του Βίζεγκραντ, οι θορυβώδεις γείτονες του δημοκρατικού τόξου. Το καθένα έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, αλλά εκείνο που προβάλλει περισσότερο είναι η περίεργη περίπτωση του Αυστριακού καγκελαρίου Σεμπάστιαν Κούρτς, το κυβερνητικό πρόγραμμα του οποίου περιλαμβάνει ένα κοκτέιλ από εξωφρενικά σημεία, που συμπεριλαμβάνουν επέκτασης του ωραρίου εργασίας, μείωση των κοινωνικών παροχών και την απόρριψη όλων των ειδών «μεταναστών και προσφύγων από το κοινωνικό μας σύστημα. » Όσον αφορά αυτό το πολύ λεπτό ζήτημα, είναι ακριβώς η Αυστρία, η οποία σήμερα προεδρεύει στην ΕΕ, που υποστηρίζει μια κοινή πολιτική προστασίας των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, ο καγκελάριος Κούρτς αναφέρθηκε και μάλιστα πριν από τη σύγκρουση μεταξύ Μέρκελ και Ζέεχοφερ, σε έναν «άξονα προθύμων χωρών» που θα διέτρεχε τη Ρώμη, τη Βιέννη και το Βερολίνο, ή ακόμα καλύτερα, το Μόναχο. Για τους ιστορικά ευαίσθητους δημοκράτες, η δήλωση τούτη ήταν προβληματική, δεδομένου ότι η έννοια «άξονας» ως πολιτικός στόχος έχει χαρακτήρισει ανεξίτηλα τον πανευρωπαϊκό φασισμού, όταν οι φασίστες ασκούσαν εξουσία στη Ρώμη, την Αυστρία και το Βερολίνο.

Ένα νέο ξενοφοβικό δικαίωμα και εχθρός του πολιτισμού εκτείνεται μεταξύ της Βαλτικής και του Δούναβη. Όσον αφορά το μέλλον της δημοκρατίας, είναι σαφές πως χωρίς οικονομική βοήθεια, όπως συνέβη στην περίπτωση της Ιταλίας, είναι πιο δύσκολο να ενισχυθούν οι δημοκρατικές δομές. Προκειμένου να αποτραπεί πως η Μεσόγειος και η πορεία που ακολουθούν όσοι οδηγούνται εξ ανάγκης σε αυτήν καταντήσει ένα μεγάλο νεκροταφείο– τόσο στην έρημο, όσο και στη θάλασσα– εξακολουθεί να είναι απαραίτητο να παρεμβαίνει ενεργά η Ευρώπη. Όχι μόνο οι Γερμανοί, αλλά μαζί και αυτοί. Επίσης, και σε αυτή την περίπτωση, απαιτούνται πολλά χρήματα. Το «φρούριο Ευρώπη» είναι ‘ενας στόχος πολλών δισεκατομμυρίων. Η επιτυχία εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται τα χρήματα: εάν δηλαδή δαπανηθούν για τους ανθρώπους, που προτίθενται να αποτρέψουν από το να ξεκινήσουν το ταξίδι τους στην Ευρώπη ή αν πρόκειται να καταλήξουν ως επί το πλείστον στα ταμεία και τις τσέπες των κυβερνώντων στις χώρες διαμετακόμισης. Είναι αρκετά ενδιαφέρον το γεγονός ότι τις πιο έξυπνες προτάσεις για τη χρήση των πόρων στην Αφρική (ένα άλλο «σχέδιο Μάρσαλ» για την Αφρική) έχει διατυπώσει ο Γκερντ Μίλερ, υπουργός Ανάπτυξης του Βερολίνου, που προέρχεται μάλιστα από το συντηρητικό CSU.

Το προσωρινό ισοζύγιο της κρίσης του Ιουλίου στο Βερολίνο είναι ότι η Μέρκελ δεν υιοθέτησε εν τέλει μία ρητορική του «ισχυρού άνδρα», όπως αυτή του Ζεεχόφερ, και αυτό είναι ενθαρρυντικό. Όσον αφορά το περιεχόμενο, η καγκελάριος έχει αποσύρει εν μέρει τις θέσεις της. Είναι σαφές ότι η γερμανική πολιτική για τους πρόσφυγες και μαζί με αυτήν και η ευρωπαϊκή πολιτική, έχει αρχίσει να παρεκκλίνει από την «πολιτική του καλωσορίσματος» της Μέρκελ προς την άκαμπτη φιλοσοφία της απομόνωσης των Ορμπάν και Ζεεχόφερ. Με συνέπεια, οι διοργανωτές και οι διάφοροι ακτιβιστές πρωτοβουλιών που ασπάζονται την κουλτούρα του καλωσορίσματος όλο και περισσότερο πέφτουν θύματα δυσφήμησης από τον Τύπο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, τις λαϊκές φυλλάδες, και δέχονται τον βομβαρδισμό της προπαγάνδας μίσους και τις συκοφαντίες που εξαπολύουν οι δεξιοί λαϊκιστές. Η βοήθεια προς τους πρόσφυγες έχει γίνει ένα άκρως αντιδημοφιλές θέμα.

Η εφημερίδα του Βερολίνου Ταγκεσπίγκελ (Tagesspiegel ) αναφέρει μια σημαντική λεπτομέρεια, η οποία περιγράφει πολύ καλά αυτήν την αλλαγή στη διάθεση της κοινής γνώμης: «Την ημέρα που η συμφωνία μεταξύ της CDU και της CSU έκλεισε, η οικονομία ανέπνευσε και ηρέμησε η χρηματιστηριακή αγορά. Το κυριότερο είναι ότι δεν υπάρχει κρίση, ή νέες εκλογές. Όλα τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία». Θα είναι λοιπόν ενδιαφέρον να δούμε τι θα θυμηθεί λεπτομερώς η Άγγελα Μέρκελ, η γυναίκα που το 2015 δημιούργησε τη φράση «θα τα καταφέρουμε» – το γερμανικό «Yes, we can» – όταν έρθει η στιγμή. Ποιος βγήκε κερδισμένος, ή ποιος έχασε από τη μεγάλη αυτή αντιπαράθεση. Θα είναι άραγε, η νέα ξενοφοβική και αντίπαλος του πολιτισμού Δεξιά, που εκτείνεται μεταξύ της Βαλτικής, του Βιστούλα, και περνώντας από τον Δούναβη, φθάνει στις Άλπεις και τα Απέννινα, ή θα είναι η Ευρώπη του Διαφωτισμού και του Δικαίου, της αλληλεγγύης και της δημοκρατίας; Η απάντηση δεν είναι ακόμη σαφής.

*Ο Werner A. Perger είναι ανταποκριτής, συντάκτης και δημοσιογράφος για την εφημερίδα Ντι Τσάιτ (Die Zeit) στη Βόννη, το Αμβούργο και το Βερολίνο.

Πηγή: Die Zeit, El Pais

Μτφ: Γιώργης-Βύρων Δάβος

ΑΠΟ ΤΟ ΑΠΕ ΜΠΕ