Το διάγγελμα Μητσοτάκη πύκνωσε τα σύννεφα στην διαχείριση της κρίσης στο Αιγαίο – Φήμες για τη σχέση του με τη Σακελλαροπούλου περιπλέκουν τη αναζήτηση διεξόδου – Ο Τσίπρας ανησυχεί και δεν το κρύβει -ενώ οι ξένοι «φίλοι» μας απλώς συνιστούν «διάλογο»

Του Γ. Λακόπουλου

Με το αιφνίδιο διάγγελμα του -τόσο αιφνίδιο ώστε  δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι κάτι συνέβη στο Αιγαίο- ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προσπάθησε να μεταδώσει αίσθημα ασφάλειας και αποφασιστικότητας της κυβέρνησής του. 

Αλλά πολλοί διέκριναν πίσω από αυτό την αμηχανία του για ενδεχόμενες κινήσεις των Τούρκων που δεν μπορεί να προβλέψει- όπως δεν μπορεί να προβλέψει και τις αντιδράσεις που θα έχει στην πράξη η διεθνής κοινότητα.  Ήταν μια παρέμβαση σχεδόν φοβικη και πάντως δεν υποδηλωνε επεξεργασμενη στρατηγική. Και ίσως να υπεκρυπτε διαφωνία με τους στρατιωτικούς.

Μέχρι τώρα οι κυβερνητικοί χειρισμοί -επισκιασμένοι από τις υπερβολές που προκαλεί η νευρικότητα για τον κορονοϊό- δεν είναι πειστικοί στο εσωτερικό της χώρας. Ούτε συμβατοί με τις πραγματικές  διαθέσεις του διεθνούς παράγοντα.

Για το πρώτο δεν χρειάζεται παρά να καταγραφούν οι αντιδράσεις των  κομμάτων στο πρωθυπουργικό διάγγελμα από τις οποίες κάθε άλλο παρά συναντίληψη προκύπτει.

Ο ΣΥΡΙΖΑ που αντιλαμβάνεται ότι  η ενημέρωση του Κυριάκου Μητσοτάκη προς τον Αλέξη Τσίπρα δεν είναι πλήρης και απολύτως ακριβής σχολίασε : 

«Ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να καταλάβει ότι δεν είναι όλα επικοινωνία. Καλά θα κάνει στις ευαίσθητες αυτές στιγμές να μιλάει λιγότερο και να πράττει περισσότερα. στις ευαίσθητες αυτές στιγμές να μιλάει λιγότερο και να πράττει περισσότερα».

Ο Αλέξης Τσίπρας παρέχει την στήριξη του, αλλά είναι ανήσυχος για την πορεία των πραγμάτων και πολύ επιφυλακτικός για την ορθότητά των κυβερνητικών χειρισμών. Και δεν το κρύβει ούτε από τον Πρωθυπουργό.

Η αξιωματική αντιπολίτευση αμφισβητεί μάλιστα την ουσία της πρωθυπουργικής παρέμβασής: «Αν δεν υπάρχουν έρευνες και άρα παραβίαση κυριαρχικών μας δικαιωμάτων ποιος ο λόγος να ζητάμε τη διπλωματική συνδρομή τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για κυρώσεις όσο γενικότερα και του διεθνούς παράγοντα;».

Από το Κινάλ η επικριτική διάθεση για τις πρωθυπουργικές  πρωτοβουλίες είναι εμφανής: «Επαναλαμβάνουμε στον κύριο πρωθυπουργό, ότι η αντιμετώπιση της κλιμακούμενης τουρκικής επιθετικότητας, χρειάζεται ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική, που δεν διαθέτει, όπως αποδείχθηκε, η σημερινή Κυβέρνηση» 

Το ΚΚΕ μίλησε για «επικοινωνιακό παιχνίδι από τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκία». Το κόμμα του Γ. Βαρουφάκη είδε «μαγνητοσκοπημένο  διάγγελμα ενός αμήχανου πρωθυπουργού που δεν ενημερώνει τους πολίτες επί της ουσίας, προφανώς ούτε τους καθησυχάζει»

Ποια ομοψυχία, αν αυτό ήθελε να πετύχει ο Κυρ. Μητσοτάκης;  Τα κόμματα της αντιπολίτευσης αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη τις κυβερνητικές ενέργειες και υποψιάζονται ότι η κυβέρνηση  έχει αναλάβει και ανομολόγητες  δεσμεύσεις, μέσω ενός διαλόγου χωρίς προ-απαιτούμενα με την Τουρκία- στον οποίο ωθείται εκούσα- άκουσα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά την διπλωματική κινητικότητα, που έχει αναλάβει προσωπικά ο Πρωθυπουργός, τα αποτελέσματα είναι προβληματικά. Η Ελλάδα «βρίσκει το δίκιο της» στα λόγια, αλλά στην πράξη δεν υπάρχει διάθεση κυρώσεων κατά της Τουρκίας. Αντίθετα όσοι διεθνείς παράγοντες δεν σιωπούν μετά την επαφή τους με τον Πρωθυπουργό, απλώς υποδεικνύουν… διάλογο.

 Είναι χαρακτηριστική η στάση τη Γερμανίας που εν πολλοίς ορίζει και τη  στάση της Κοινοτικής Ευρώπης. Η γερμανική κυβέρνηση «βλέπει την αύξηση της έντασης σε αυτή την περιοχή της Μεσογείου γεμάτη ανησυχία».  Αλλά απλώς επαναλαμβάνει την έκκληση για «απευθείας διάλογο των δύο πλευρών για τα ζητήματα που τους χωρίζουν και αφορούν θέματα Δικαίου της Θάλασσας»,.

Φέξε μου και γλίστρησα. Ούτε καν την συμφωνία Ελλάδας -Αιγύπτου για την ΑΟΖ δεν σχολιάζουν οι Γερμανοί.

 Οι φιλίες του Μακρόν

Αλλά και η επιλεκτική παρέμβαση των Γάλλων -για τα αισθήματα των οποίων έναντι στις Ελλάδας η κυβερνητική προπαγάνδα καλλιεργεί υπερβολικές προσδοκίες- δεν διαφέρει επί της ουσίας.

Μετά από παρέμβαση-μερικοί μιλούν για παράκληση- του Έλληνα Πρωθυπουργού ο Μανουέλ Μακρόν έκανε μια υποστηρικτική δήλωση στην οποία το μόνο ουσιώδες ήταν ότι ενισχύει την γαλλική στρατιωτική παρουσία στην περιοχή.

Όλοι όμως γνωρίζουν ότι η Γαλλία κινείται με βάση της συμφέροντα μιας πρώην ιμπεριαλιστικής δύναμης στη Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική και το ενδιαφέρον για την Ελλάδα περνά μέσα από αυτό ή μέσα από την αγορά πολεμικού υλικού. Όπως οι φρεγάτες που τελικά πλανώνται στον αέρα-πιθανόν λόγω αμερικάνικης παρέμβασης.

Στην πραγματικότητα όμως ο Μακρόν είπε όσα δεν μας κάνουν ευτυχείς όταν λέγονται με περικοκλάδες:  Υπενθυμίζοντας τη σπουδαιότητα “«να επιλυθούν οι τρέχουσες διαφορές” υπογράμμισε «την ανάγκη βαθύτερου διαλόγου μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας» και χαιρέτισε, ως προς αυτό, «τη μεσολαβητική πρωτοβουλία της Γερμανίας». Δηλαδή μια από τα ίδια: Βρείτε τα.

Μπορεί η Σακελλαροπούλου;

Εκεί όμως εντοπίζεται η ελληνική δυσχέρεια: δεν υπάρχει κάτι να βρούμε. Πέρα από τη οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και των θαλάσσιων ζωνών,δια της νομικής οδού και το διεθνές δίκαιο.

Εδώ γίνεται πάλι επίκαιρη η προειδοποίηση του πρώην πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή τον περασμένο Οκτώβριο: « Συστάσεις από φίλους και στομάχου να τα  βρούμε δεν γίνονται δεκτές» Με την επισήμανση ότι στην κρίσιμη «θα είμαστε μόνοι», άποψη που συμμερίζεται και η Ντόρα Μπακογιάννη».

Αυτή η δυσχέρεια διογκώνεται όταν προβάλλεται στην κυβερνητική πολιτική. Είτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αναλάβει, όπως φημολογείται -δεσμεύσεις έναντι τρίτων για «συμβιβασμό»- ερήμην των άλλων πολιτικών δυνάμενων, αλλά και του … υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια– είτε αντιλαμβάνεται ότι θα αναγκαστεί να οδηγηθεί σε διαπραγμάτευση, στην οποία πρέπει να κάνει υποχωρήσεις από παλιότερες ελληνικές θέσεις και  χρειάζεται πολιτική νομιμοποίηση. Πέραν της λαϊκής εντολής του 2019  με τη οποία κυβερνά.

Αυτό αν δεν σημαίνει προσφυγή στις κάλπες –με το δικό του κεφάλι στον πάγκο αφού θα προαναγγέλλει υποχωρήσεις– μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από την σύγκληση του Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών. Την αποφεύγει όμως, όπως ο διάβολος το λιβάνι, παρότι θα του επέτρεπε να μοιραστεί την ευθύνη.

Για κάποιους απλώς κάνει λάθος, παρασυρόμενος από κακούς συμβούλους που θεωρούν ότι αυτό θα «μείωνε το κύρος του». Άλλοι διακρίνουν ότι η σύνδεση του Συμβουλίου των αρχηγών με τον Βελόπουλο και ετέρους Καππαδόκες δεν είναι καλό πεδίο για συζήτηση ενδεχόμενων «προσαρμογών» εθνικής πολιτικής στα ελληνοτουρκικά.

Αλλά υπάρχουν κι αυτοί που λένε ότι ο Πρωθυπουργός τρέμει στην ιδέα ότι θα πρέπει να υποστεί το μαρτύριο να  …διευθύνει τη σύσκεψη των αρχηγών η Κατερίνα Σακελλαροπούλου.

Έχοντας προφανώς από το ρεπορτάζ του περισσότερες πληροφορείς ο έγκυρος Βασ. Σκουρής, μετέφερε το πρόβλημα στο ieidiseis:

 “Τη μη σύγκλιση του συμβουλίου αρχηγών, πάντως, φέρεται να καθιστά σχεδόν απαγορευτική και ένας ακόμα παράγοντας. Στο Μαξίμου φέρεται να εκτιμούν πως η νέα Πρόεδρος δεν έχει ακόμα την πλήρη δυνατότητα σύνθεσης των απόψεων που θα ακουστούν, με αποτέλεσμα από τυχόν συμβούλιο να προκύψουν επιπλέον προβλήματα»

Με απλά λόγια ο Πρωθυπουργός φοβάται ότι η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, την οποία ο ίδιος πρότεινε πρόσφατα, δεν θα ανταποκριθεί στις ευθύνες μιας τέτοιας συνεδρίασης και επομένως «καλύτερα να μένει».

Έτσι όπως πέρα από την εγγενή δυσχέρεια στην οποία περιέρχεται η κυβέρνησή, τίθεται και ένα ζήτημα επαρκούς λειτουργίας του πολιτειακού μηχανισμού, στον οποίο εναποτίθεται πάντα η αναζήτηση διεξόδων σε δύσκολες περιόδους. Τις ευθύνες των οποίων δεν μπορεί να σηκώσει μόνη μια  κυβέρνηση- και δεν κρίνει ότι δεν πρέπει να πάει σε εκλογές.

Έτσι όμως ας μην κρυβόμαστε. Πάνω από το δημόσιο βίο πλανάται-για πρώτη φορά- ένα ερώτημα: μπορεί η -άπειρη- Σακελλαροπούλου,  ως αρχηγός του κράτους, να διαχειριστεί την κατάσταση κατά το τμήμα που της αναλογεί;

Την απάντηση πρέπει να δώσει, κατά το Σύνταγμα, η κυβέρνηση.