Το ΚΙΝΑΛ θέλει ευθύνη, όχι ρεβάνς

Του Νίκου Χριστοδουλάκη

Η περιπέτεια υγείας της Φώφης Γεννηματά άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου στο ΚΙΝΑΛ σε μια ευαίσθητη χρονική συγκυρία, στην οποία είχε προγραμματιστεί η εκλογή ηγεσίας για την επόμενη πενταετία. Ανεξάρτητα από τις επιμέρους απόψεις και τις διαφορές που θα μπορούσε να έχει κάποιος με ορισμένες απόψεις, αναγνωρίζεται από όλους ότι στο διάστημα της προηγούμενης θητείας της η Γεννηματά είχε καταφέρει να κρατήσει το ΚΙΝΑΛ σε μία τροχιά σοβαρότητας και ευθύνης. Δεν το άφησε να γίνει ούτε εν δυνάμει εταίρος της κυβέρνησης παρά την ασφυκτική πίεση που δημιουργούσε η αλλεπάλληλη ένταξη στελεχών του στο κυβερνητικό σχήμα, αλλά ούτε και εν αναμονή δορυφόρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης παρά τις προσπάθειες ενοχοποίησης της διακριτής παρουσίας του και των αποστάσεων που τηρούσε εξ αμφοτέρων.

Οι εκλογές ηγεσίας θα ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για να σταθμίσει κάποιος τα μέχρι στιγμής πεπραγμένα με την ανάγκη μιας πιο ριζικής αλλαγής και μετά να επιλέξει είτε την συνέχιση των πρώτων είτε μία από τις προτάσεις για την δεύτερη. Με δεδομένη την πορεία του τα τελευταία χρόνια, καμμία από τις διαθέσιμες επιλογές δεν θα έθετε σε κίνδυνο την ενότητα του ΚΙΝΑΛ και όλοι θα ήξεραν ότι μία ενίσχυση του εκλογικού ποσοστού θα ανέβαζε τις δυνατότητες και τις προοπτικές που θα είχε μετά τις επόμενες εκλογές. Η αίσθηση αυτή διατηρήθηκε ακόμα και μετά την ανακοίνωση των εξελίξεων, εξαιτίας της υπεύθυνης στάσης που επέλεξε να κρατήσει η ίδια η Γεννηματά. Οι επιλογές μεν μειώθηκαν, αλλά οι συνθήκες συνύπαρξης και σύμπνοιας που επιχείρησε να διασφαλίσει η παρέμβαση της θα αντιστάθμιζαν την όποια αμφιβολία για το πώς θα πορευτεί το κόμμα.

Ξαφνικά όμως όλα άλλαξαν και η αίσθηση σοβαρότητας που είχε επικρατήσει αντικαταστάθηκε από μια διάθεση διακωμώδησης των διαδικασιών, όχι και τόσο λεπτής ειρωνείας και σεναρίων διάσπασης. Δύο αιτίες τα προκάλεσαν: πρώτη ήταν η αγχώδης υποβολή άλλων τριών υποψηφιοτήτων εκτός προθεσμίας για να καλύψουν το κενό που οι ίδιοι εκτίμησαν ότι δημιουργήθηκε. Έτσι όμως οι κανόνες συμμετοχής έγιναν λάστιχο και η συλλογή υπογραφών στήριξης έχει μετατραπεί σε έκκληση διάσωσης των προσχημάτων της κάθε υποψηφιότητας. Οι τυχόν συζητήσεις προγραμματικών θέσεων – αν γίνουν – θα είναι με ξερά και ανούσια συνθήματα, αφού μερικοί από τους υποψήφιους δεν έχουν καν δημοσιεύσει μισό άρθρο με το τι πιστεύουν για βασικά ζητήματα που απασχολούν την χώρα. Εκόντες άκοντες συμφώνησαν και οι άλλοι δύο υποψήφιοι, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς χωρίς να χαρακτηριστούν ηττοπαθείς. Την βασική ευθύνη για αυτή την αλλαγή των κανόνων την έχει η Επιτροπή Εκλογών και είναι τεράστια και ιστορική. Μακάρι να μην αποδειχθεί προάγγελος εξελίξεων που θα θυμίζουν την Ένωση Κέντρου λίγο πριν το τέλος.

Επιπλέον αυτή η καιροσκοπική συμπεριφορά υποψηφιοτήτων προκάλεσε και την δεύτερη αιτία απαξίωσης: να εξυφαίνεται το ενδεχόμενο υποψηφιότητας από τον πρώην πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ και πρώην πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου μέσα από ένα πέπλο μυστηρίου που περιλαμβάνει συναντήσεις, διαρροές και αμφίσημες δηλώσεις για τον ρόλο που έχει καθένας. Είναι προφανές ότι τέτοια υποψηφιότητα θα τίναζε οριστικά στον αέρα όλες τις διαδικασίες και την προσπάθεια διατήρησης του ΚΙΝΑΛ ως ενός συμπαγούς κόμματος για πάρα πολλούς λόγους:

Πρώτον, καμμία ιδιαίτερη πολιτική θέση δεν έχει διατυπωθεί από τον πρώην πρόεδρο τα τελευταία χρόνια. Για αυτό άλλωστε δεν προέκυψε από πουθενά η ανάγκη να καταθέσει υποψηφιότητα σε πρώτη φάση πριν εκδηλωθεί το πρόβλημα της Γεννηματά. Κατά συνέπεια, η τρέχουσα πολιτική διάσταση που επιχειρείται όπως-όπως να καλλιεργηθεί είναι εξαιρετικά αδύναμη και καθόλου πειστική.

Δεύτερον, το επιχείρημα της «δικαίωσης» που εφευρέθηκε μετά την διαπίστωση της πολιτικής αδυναμίας είναι ακόμα πιο έωλο. Καταρχήν για ποια ακριβώς δικαίωση μιλάμε; Σε καμία απόφαση του ο πρώην πρωθυπουργός δεν εξαναγκάστηκε. Ο ίδιος αποφάσισε να εγκαταλείψει την πρωθυπουργία το 2011 και μάλιστα αφού είχε απαιτήσει (και επέτυχε) να λάβει πρώτα ψήφο εμπιστοσύνης! Ίσως ήταν το πιο αλλόκοτο κοινοβουλευτικό επεισόδιο της δεκαετίας, αλλά η συναίνεση του προς τις συνέπειες των εξελίξεων αυτών ήταν πλήρης, δεδομένη και δεδηλωμένη.

Επίσης καταδικές του ήταν και οι αποφάσεις να φύγει από το ΠΑΣΟΚ, να ιδρύσει νέο κόμμα και όταν δεν βγήκε στις εκλογές να ξαναγυρίσει στο ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ. Κατά συνέπεια όλα τα χαρακτηριστικά επεισόδια της πορείας του κατά την τελευταία δεκαετία υπήρξαν δικές του αποφάσεις και είχαν την απόλυτη συμφωνία του, έγκριση και συμμετοχή. Άρα με ποια λογική προκύπτει ζήτημα δικαίωσης των δικών του αποφάσεων;

Πέρα όμως από αυτά τα ζητήματα, το βασικό θέμα είναι ότι τα κόμματα εγκρίνουν προγράμματα και εκλέγουν ηγεσίες με βάση το τι θα γίνει τα επόμενα πέντε και δέκα χρόνια και όχι τι έγινε πριν από μια δεκαετία. Αυτό γίνεται μέχρι σήμερα σε όλα τα κόμματα. Ο Σημίτης βγήκε το 1996 επειδή είχε ατζέντα για το Ευρώ, όχι για αυτά που έγιναν το 1986. Ο Καραμανλής βγήκε για όσα έπρεπε να γίνουν το 2010, όχι για όσα συνέβησαν την δεκαετία του 1990. Το ίδιο ο Τσίπρας το 2008 και ο Μητσοτάκης το 2016, αλλά και ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου το 2004. Μόνο το ΚΚΕ ορίζει την ηγετική του ομάδα με βάση αυτά που συνέβησαν τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά και αυτό τώρα τελευταία λοξοκοιτάει καμιά φορά προς το μέλλον. Ακόμα και η Αγία Γραφή σε προειδοποιεί να μην κοιτάς πίσω και μείνεις στήλη άλατος.

Αν πάλι το ζήτημα είναι η αξιολόγηση των πολιτικών που εφαρμόστηκαν με τα Μνημόνια, πόσο ζημίωσαν την χώρα και αν υπήρχε άλλος δρόμος διαπραγμάτευσης, υπάρχει τρόπος να απαντηθεί και αυτό. Μπορεί κάλλιστα να οργανωθεί μια ημερίδα που θα παρουσιαστούν οι ένθεν και εκείθεν εισηγήσεις και οι σκεπτόμενοι πολίτες θα βγάλουν τα συμπεράσματα τους. Σίγουρα πάντως το ζήτημα δεν χρειάζεται να παιχτεί στην εκλογή του νέου προέδρου του ΚΙΝΑΛ και με τον τρόπο αυτό να χαντακωθεί για δεύτερη φορά.

AΠΟ ΤΟ NEWS 247