Η ελληνική οικονομία μπροστά σε νέα κρίση;

Του Γιάννη Μπράχου

Εφόσον οι τιμές ενέργειας δεν καμφθούν εντός του 2022, η αύξηση του ΑΕΠ δεν θα είναι βιώσιμη ανεξαρτήτως μεγέθους, ενώ ενυπάρχει σοβαρός κίνδυνος στην ελληνική οικονομία για στασιμοπληθωρισμό (μείωση παραγωγής-αύξηση τιμών-ανεργία σε υψηλό ποσοστό).

Η αύξηση των τιμών ενέργειας και των βασικών καταναλωτικών αγαθών στην εύθραυστη ελληνική οικονομία μετά από δύο διαδοχικές κρίσεις ενδέχεται με την ακολουθητέα οικονομική πολιτική να οδηγήσει στην τρίτη διαδοχικά οικονομική κρίση.

Τα μέτρα της κυβέρνησης για τη στήριξη των νοικοκυριών από τις αυξήσεις στην ενέργεια και τα καταναλωτικά προϊόντα είναι θετικά, αλλά σε σύντομο διάστημα θα διαπιστωθεί ότι δεν αρκούν. Το ποσό της στήριξης των πολιτών προέρχεται από νέο δανεισμό, το οποίο προστίθεται στο ποσό των δαπανών στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων λόγω πανδημίας και των αμυντικών δαπανών. Η κυβέρνηση διαθέτοντας τη ρήτρα διαφυγής της ΕΕ έχει αυξήσει το δημόσιο χρέος, εκτιμώντας ότι θα περιορισθεί με την αύξηση του ΑΕΠ, η οποία δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο.

Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης εκτιμά ότι η αύξηση του ΑΕΠ και των τιμών οφείλεται στην αύξηση της ζήτησης, λόγω υψηλών αποταμιεύσεων των καταναλωτών στη διάρκεια της πανδημίας. Η υπόθεση εργασίας είναι εν μέρει βάσιμη αλλά είναι η μισή αλήθεια.

Οι πρόδρομοι δείκτες τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία και ο γενικός δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία προμήνυαν τις σημερινές πληθωριστικές πιέσεις. Ο Γενικός Δείκτης Τιμών Παραγωγού στη Βιομηχανία αυξήθηκε τον Αύγουστο 2021 κατά 13,1%, έναντι του 2020 και ο Γενικός Δείκτης Τιμών Εισαγωγών στη Βιομηχανία αυξήθηκε τον Αύγουστο 2021 κατά18,7%.

Παρά ταύτα ο δείκτης τιμών καταναλωτή (πληθωρισμός) αναμένεται να κινηθεί χαμηλά το 2021, παρά τις σημαντικές αυξήσεις που βιώνουν οι καταναλωτές. Ενώ φαίνεται αντιφατική εξέλιξη εξηγείται από την πορεία του πληθωρισμού το πρώτο εξάμηνο του έτους με τη διαπίστωση αποπληθωρισμού. Ο αποπληθωρισμός οφειλόταν στην περιορισμένη καταναλωτική δαπάνη μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων, λόγω μείωσης εισοδημάτων.

Το στοιχείο αυτό αντικρούει τις κυβερνητικές ελπίδες περί ελατηρίου της οικονομίας και αύξησης του ΑΕΠ λόγω σημαντικής αύξησης της ζήτησης νοικοκυριών. Το άνοιγμα της οικονομίας προφανώς αύξησε την κατανάλωση σε σύγκριση με την κλειστή οικονομία του προηγούμενου έτους, αλλά απέχει από το να καταστεί «οδηγός» για την ανάκαμψη.

Η ελληνική κυβέρνηση ελάχιστα θα μπορούσε να επηρεάσει την αυξητική πορεία των διεθνών τιμών ενέργειας, αλλά θα μπορούσε να προετοιμαστεί για τις εξελίξεις από την περίοδο Φεβρουαρίου-Μαρτίου του τρέχοντος έτους. Οι αυξήσεις των τιμών της ενέργειας οφείλονται στις υψηλές επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα στο παρελθόν, οι οποίες αναζητούν ταχεία απόσβεση στο νέο περιβάλλον μετάβασης στην πράσινη ενέργεια.

Η αύξηση των τιμών των αγαθών οφείλεται κυρίως στον εισαγόμενο πληθωρισμό. Καθώς η ελληνική οικονομία είναι απόλυτα εξαρτημένη από τις εισαγωγές, ακόμα και στον διατροφικό τομέα, ο αποπληθωρισμός λόγω χαμηλών εισοδημάτων μετριάζει την επίπτωση της αύξησης των τιμών στον δείκτη του πληθωρισμού.

Εφόσον οι τιμές ενέργειας δεν καμφθούν εντός του 2022, η αύξηση του ΑΕΠ δεν θα είναι βιώσιμη ανεξαρτήτως μεγέθους, ενώ ενυπάρχει σοβαρός κίνδυνος στην ελληνική οικονομία για στασιμοπληθωρισμό (μείωση παραγωγής-αύξηση τιμών-ανεργία σε υψηλό ποσοστό).

Σε διεθνές επίπεδο το συνολικό χρέος ΗΠΑ, ΗΒ, ευρωζώνης και Ιαπωνίας ως προς το ΑΕΠ υποχωρεί από τα υψηλότερα επίπεδα της πανδημίας, με το άνοιγμα των οικονομιών μετά την πανδημία, παρά ταύτα το χρέος εξακολουθεί να κινείται σε υψηλό επίπεδο. Σε αυτό το πλαίσιο αναμένεται προσεχώς η συσταλτική δημοσιονομική πολιτική να είναι η κύρια επιλογή, καθώς η φερεγγυότητα του δανειολήπτη υπονομεύεται όταν το χρέος προς τα έσοδα αυξάνεται συνεχώς.

Η προσφορά χρήματος (ποσοτική χαλάρωση) επίσης, δεν μπορεί να αυξάνεται συνεχώς σε σχέση με το εισόδημα, καθώς αργά ή γρήγορα η ζήτηση για χρήματα, η οποία συνδέεται με την αποταμίευση και το εισόδημα, δεν μπορεί πλέον να αυξηθεί.

Οι τιμές των μετοχών και των κατοικιών συνεχίζουν να αυξάνονται. Σε περίπτωση συνέχισης της τρέχουσας νομισματικής πολιτικής το όφελος των αγοραστών περιουσιακών στοιχείων δεν θα αρκεί πλέον για τις αγορές, οδηγώντας αναπόφευκτα σε διόρθωση των τιμών.

Επιπρόσθετα, η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει σε στρέβλωση στην κατανομή εισοδήματος εις βάρος των μισθωτών, σε περίπτωση που οι μισθοί δεν αυξηθούν από τα κέρδη παραγωγικότητας, η ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών θα περιοριστεί αδυνατώντας να απορροφήσει την παραγωγή, η οποία αυξάνεται ταχύτερα από τις επενδύσεις των κερδών, παρά τα παροδικά προβλήματα των εφοδιαστικών αλυσίδων.

Ο κίνδυνος είναι ο υψηλός πληθωρισμός ως αποτέλεσμα της αύξησης των τιμών ενέργειας να οδηγήσει σε αυστηρότερη νομισματική πολιτική και υψηλότερα επιτόκια. Η πιο αυστηρή νομισματική πολιτική θα σταθεροποιήσει τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, οδηγώντας σε απομόχλευση. Η απομόχλευση με την σειρά της συνεπάγεται ύφεση λόγω της μείωσης της ζήτησης νοικοκυριών, εταιρειών και κυβερνήσεων.

Εντός του διεθνούς περιβάλλοντος η ελληνική οικονομία κινδυνεύει με νέα κρίση, την τρίτη διαδοχικά, καθώς θα έχει να αντιμετωπίσει τον εισαγόμενο πληθωρισμό, την μείωση της διεθνούς ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών (κυρίως τουρισμού), την αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών λόγω Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ θα επιταθεί το πρόβλημα στον τραπεζικό τομέα, καθώς το χρήμα θα γίνει πιο ακριβό. Σε αυτό το ενδεχόμενο η Ελλάδα θα υποχρεωθεί σε προσφυγή στην πιστωτική γραμμή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης με ότι αυτό συνεπάγεται.

Είναι ευθύνη της κυβέρνησης να αποτρέψει αυτές τις δυσμενείς εξελίξεις και έγκαιρα να επιλέξει το κατάλληλο μείγμα οικονομικής πολιτικής. Η επιλογή της αυτορύθμισης της οικονομίας και τυχόν πάρτι με το Ταμείο Ανάκαμψης θα έχουν τραγικές συνέπειες στη χώρα.

(Ο Γιάννης Μπράχος είναι Οικονομολόγος (Msc, PhDEcon)-πρώην Γενικός Γραμματέας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων Υπουργείου Εξωτερικών)

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR