Το μεταναστευτικό ήλθε για να μείνει για πάρα πολλά χρόνια

Του Δημήτρη Αβραμόπουλου (*)

 

Το μεταναστευτικό δεν είναι ένα ζήτημα που απλώς τίθεται λόγω εποχής. Πιστεύω ότι ήλθε για να μείνει για πάρα πολλά χρόνια. Και τόσο η χώρα μας, όσο και η Ευρώπη, αλλά και η παγκόσμια κοινότητα, πρέπει να είναι καλύτερα οργανωμένες για όσα πρόκειται να ακολουθήσουν.

Αυτή τη στιγμή 70 εκατομμύρια άνθρωποι, παγκοσμίως, είναι πρόσφυγες και περίπου 260 εκατομμύρια μετανάστες, οι οποίοι αναζητούν ένα καθεστώς νόμιμης παρουσίας στις χώρες που επέλεξαν.

Οι λόγοι που προκάλεσαν το φαινόμενο αυτό είναι γνωστοί. Δεν πρόκειται για τη μετανάστευση, όπως τη γνώρισε παλαιότερα η Ευρώπη ή ακόμη και η Ελλάδα. Πόλεμοι, δικτατορίες, διώξεις, φτώχεια, περιβαλλοντικές αλλαγές ωθούν  τους ανθρώπους να αναζητούν ασφαλείς δρόμους. Και η Ευρώπη είναι ίσως ο πιο προσφιλής προορισμός.

Η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής, προσωπικό μου στοίχημα ήδη από το πρώτο εξάμηνο του 2015 και σημερινή πραγματικότητα, έχει φέρει θετικά αποτελέσματα. Περίπου 1700 στελέχη αυτού του καθαρά ευρωπαϊκού οργάνου, έχουν τοποθετηθεί στα σύνορα της Ελλάδος με την Τουρκία, στην Ιταλία, την Ισπανία, ακόμα και στη γειτονική Βουλγαρία.

Όταν ξέσπασε το πρώτο μεταναστευτικό κύμα, η Ευρώπη ήταν εντελώς απροετοίμαστη. Δεν είχε καν μεταναστευτική πολιτική. Κάποιες από τις χώρες είχαν εμπειρία, διότι δέχονταν μετανάστες, κυρίως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όμως, κυρίως έστελναν μετανάστες στο εξωτερικό, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, (στην Αμερική, την Αυστραλία, τον Καναδά και αλλού).

Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να συνέλθει η Ευρώπη από το πρώτο αυτό κύμα. Οι εικόνες του 2015 είναι ακόμα στη μνήμη μας.

Πράγματι, το 2014 ο Πρόεδρος Γιούνκερ αποφάσισε να συστήσει το χαρτοφυλάκιο μετανάστευσης, εσωτερικών υποθέσεων και ιθαγένειας, φαινομένων που αυτό τον καιρό αποτελούν πρόκληση για τον κόσμο και για την Ευρώπη.

Από την πρώτη στιγμή, αναλάβαμε την ευθύνη μαζί με τους συνεργάτες μου  να χτίσουμε τη μεταναστευτική πολιτική της Ευρώπης. Και μέσα σε λίγους μήνες καταφέραμε η Ευρώπη να υιοθετήσει την ευρωπαϊκή ατζέντα για τη μετανάστευση, όπως παράλληλα και την ευρωπαϊκή ατζέντα για την ασφάλεια. Πάνω σε αυτή τη βάση ακολούθησαν πολλά από τα σχήματα που ήδη γνωρίζουμε: της μετεγκατάστασης, του άσυλου και άλλων πρωτοβουλιών που είναι αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη.

Η Ελλάδα, όπως και η Ιταλία, ήταν χώρες πρώτης υποδοχής. Και οι δύο χώρες, στην αρχή αιφνιδιάστηκαν. Κατάφεραν με τη βοήθεια της ΕΕ να ορθοποδήσουν, και σήμερα η κατάσταση είναι περισσότερο ελέγξιμη από ότι παλαιότερα. Βοήθησε σε μεγάλο βαθμό, ειδικότερα την Ελλάδα, η δήλωση ΕΕ-Τουρκίας. Κι επειδή εύκολα γράφονται και ακούγονται πολλά, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι η συμφωνία αυτή δεν είναι διεθνής συμφωνία  με βάση το διεθνές δίκαιο, άλλα μια δήλωση που τηρείται και εφαρμόζεται ακόμα και τώρα από πλευράς της Τουρκίας, παρά τα όσα συνέβησαν στο ενδιάμεσο διάστημα, όπως οι δυσμενείς σχέσεις με κάποιες ευρωπαϊκές χώρες και το αποτυχημένο πραξικόπημα. Η συνεννόηση αυτή πρέπει να κρατηθεί ζωντανή.  Οι ροές έχουν μειωθεί δραστικά, σε κατά μέσο όρο 70 με 80 άτομα ημερησίως, ενώ πριν δυο χρόνια περίπου 10 με 15 χιλιάδες άτομα διέσχιζαν καθημερινά τα σύνορά μας.

Η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής, προσωπικό μου στοίχημα ήδη από το πρώτο εξάμηνο του 2015 και σημερινή πραγματικότητα, έχει φέρει θετικά αποτελέσματα. Περίπου 1700 στελέχη αυτού του καθαρά ευρωπαϊκού οργάνου, έχουν τοποθετηθεί στα σύνορα της Ελλάδος με την Τουρκία, στην Ιταλία, την Ισπανία, ακόμα και στη γειτονική Βουλγαρία. Σας υπενθυμίζω ότι οι αδίστακτοι διακινητές, όταν βρίσκονται υπό πίεση, διοχετεύουν τα ρεύματα των ανθρώπων προς άλλες κατευθύνσεις. Η Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή έχει τεθεί ήδη σε πλήρη λειτουργία. Χρειάζεται, όμως, επιπλέον ενίσχυση. Έχω, κατά καιρούς, κάνει έκκληση στα κράτη μέλη να ενισχύσουν  την Συνοριοφυλακή με προσωπικό, χρηματοδότηση  και μέσα.

Όταν συζητούσαμε σχετικά με τη διατήρηση των ευρωπαϊκών συνόρων στο παρελθόν, τα δεδομένα δεν ήταν τα ίδια. Όλα αυτά, στα οποία αναφέρθηκα, προέκυψαν από το 2015 και μετά. Στόχος είναι να βρεθούν ευρωπαϊκές λύσεις σε αυτό το μείζον ευρωπαϊκό πρόβλημα.

Επιπλέον, προωθούμε πρωτοβουλίες για την αναδιαμόρφωση του ενιαίου ευρωπαϊκού συστήματος άσυλου, κάτι το οποίο δε διέθετε η Ευρώπη. Επικρατούσε η Συνθήκη του Δουβλίνου, που επιβάρυνε με άδικο τρόπο τις χώρες εισόδου. Τώρα προχωρούμε προς μια βαθειά τομή με στόχο την μεταρρύθμιση της συνθήκης του Δουβλίνου. Δυστυχώς αυτό δεν είναι εύκολο, καθώς χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά είναι δύσκολο να αντιληφθούν το μέγεθος του προβλήματος για τον ευρωπαϊκό Νότο. Αυτή όμως είναι η αποστολή της ευρωπαϊκής επιτροπής: να φέρει κοντά ακόμα και αντικρουόμενες απόψεις, να συνθέσει, ώστε στο τέλος να υιοθετηθεί ένα ευρωπαϊκό σύστημα άσυλου, κάτι που είμαι βέβαιος ότι θα επιτύχουμε. Πιστεύω δε, ότι ως το τέλος του έτους θα έχουμε λάβει τα πρώτα θετικά μηνύματα, ώστε ως  το 2020 η Ευρώπη να έχει το δικό της σύστημα άσυλου. Βεβαίως ήδη υπάρχει Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, με έδρα τη Μάλτα, όμως ο ρόλος της τώρα αναβαθμίζεται με βάση τα νέα δεδομένα. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες υπηρεσίες της επιτροπής.

Πάντα το ζητούμενο της χώρας μας, και αυτό είναι κάτι που γνωρίζω και ως πρώην υπουργός εξωτερικών της Ελλάδος, ήταν να ταυτιστούν τα ευρωπαϊκά σύνορα με τα ελληνικά. Αυτό ήταν αδύνατο. Όταν ξέσπασε η προσφυγική κρίση, απαντήσαμε στην ανάγκη διαχείρισης  αυτού του φαινόμενου με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακης και Ακτοφυλακής. Αρχικά, στην Ελλάδα υπήρξαν αντιδράσεις από πολιτικά κόμματα στις πρώτες δηλώσεις μου για την Συνοριοφυλακή, καθώς ορισμένοι υποστήριζαν ότι με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα εκχωρεί ένα μέρος της εθνικής της κυριαρχίας σε ένα ευρωπαϊκό όργανο.  Έπρεπε, λοιπόν, να καταστεί ξεκάθαρο ότι αυτό είχε να κάνει με ένα πάγιο ζητούμενο της χώρας, την ταύτιση των ελληνικών συνόρων με τα ευρωπαϊκά. Σχετικά με την ευρωπαϊκή πολιτική γνωρίζουμε  πολύ καλά πώς ξεκίνησε η Ευρώπη, που βρίσκεται και ποια υπαρξιακά προβλήματα αντιμετωπίζει.
Ένας από τους λόγους, όμως, που δεν προωθούνται με ταχύτατους ρυθμούς ολοκληρωμένες ευρωπαϊκές πολιτικές,  είναι γιατί το βαθύ κράτος εξακολουθεί να ανθίσταται. Φοβάται να εκχωρήσει μέρος των αρμοδιοτήτων και των ευθυνών του σε ένα κεντρικό ευρωπαϊκό όργανο.  Είναι δύσκολο, όμως ευελπιστούμε ότι θα φτάσουμε στο σημείο όπου η Ευρώπη θα λειτούργει σε ομοσπονδιακή βάση. Το βλέπουμε και στα θέματα ασφαλείας, πόσο δύσκολο είναι να πειστούν τα κράτη να συνεργάζονται. Δεν εμπιστεύονται το ένα το άλλο.  Βρισκόμαστε όμως μπροστά από μια τέτοια ανάγκη. Πρέπει αυτό το φαινόμενο να αντιμετωπιστεί. Και έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες και υπό την δική μου ευθύνη.

Η σημερινή πρωτοβουλία είναι πολύ σημαντική και μία μεγάλη ευκαιρία είναι η μετανάστευση. Ναι μεν έχει τροφοδοτήσει λαϊκιστικά και εθνικιστικά κινήματα στην Ευρώπη που αμφισβητούν την Ευρώπη και τις βασικές τις αρχές της υπευθυνότητας και της αλληλεγγύης, που δεν είναι μόνον άυλες ηθικές έννοιες, αλλά και νομικά δεσμευτικές, καθώς διατυπώνονται με σαφήνεια 17 φορές στα ιδρυτικά κείμενα της Ένωσης. Γι’ αυτό και στέλνουμε συνεχώς μηνύματα σε χώρες όπως η ομάδα Βίσεγκραντ, η οποία εξακολουθεί να διατηρεί μια συμπεριφορά ανυπακοής κυρίως σε ο, τι άφορα την εφαρμογή του σχήματος της μετεγκατάστασης.

Η μετανάστευση, όμως, θα πρέπει να ειδωθεί και από ένα άλλο φίλτρο: ως μια ευκαιρία για την ευρωπαϊκή αγορά και οικονομία. Η Ευρώπη θα έχει ανάγκη από μεγάλο αριθμό μεταναστών για την πρόοδο και την ευημερία της. Θα πρέπει λοιπόν όλοι μας να συμβάλλουμε ώστε να γίνει κατανοητό ότι αυτό το φαινόμενο το οποίο ζούμε αυτόν τον καιρό, αυτή η πρόκληση, είναι συγχρόνως και μια ευκαιρία, φτάνει να χαραχθεί μια ευρωπαϊκή πολιτική που να στηρίζεται στις αρχές του δικαίου αλλά και να επιδεικνύει συγχρόνως τον απαιτούμενο σεβασμό απέναντι στους πρόσφυγες, παράλληλα στέλνοντας το μήνυμα στους παράτυπους μετανάστες ότι τα σύνορα της Ευρώπης είναι ανοιχτά, αρκεί να ακολουθήσουν νόμιμους διαύλους, σύμφωνα με τις αρχές της νόμιμης μετανάστευσης.

Έξαλλου, η συνθήκη της Γενεύης είναι σαφής. Τα κράτη μέλη που έχουν συγκληθεί σε αυτή τη σύμβαση υποχρεούνται να έχουν τις πόρτες ανοιχτές για όσους δικαιούνται διεθνούς προστασίας. Την απόφαση για τη χορήγηση ή μη ασύλου έχουν αναλάβει υπηρεσίες της ΕΕ που εκπροσωπούνται στα ευαίσθητα σημεία εισόδου από τα hotspots, τα οποία δεν είναι κέντρα κράτησης, αλλά υπηρεσίες της Ευρωπόλ, της Εurodac, της  EASO και των εθνικών αρχών που αξιολογούν τις διάφορες περιπτώσεις που παρουσιάζονται ώστε να αποφασιστεί ποιοι έχουν δικαίωμα χορήγησης άσυλου και ποιοι θα πρέπει να επιστραφούν. Δυστυχώς οι επιστροφές δεν υπήρξαν μέχρι τώρα ιδιαίτερα αποτελεσματικές. Την αποστολή αυτή  έχει αναλάβει η Συνοριοφυλακή.

Όλα αυτά που συμβαίνουν έχουν άμεση σχέση και με την Ελλάδα στο γεωστρατηγικά ευαίσθητο σημείο που βρίσκεται, καθώς έχουν να κάνουν με γεωπολιτικές ανακατατάξεις των τελευταίων χρόνων. Η αστάθεια που κυριαρχεί στη βόρειο Αφρική, στη μέση ανατολή και σε ένα κομμάτι των συνόρων της Ευρασίας θα αποτελούν διαρκώς μια μόνιμη εστία, που μπορεί να οδηγήσει σε νέα προσφυγικά και μεταναστευτικά ρεύματα. Γι’ αυτό είναι πρωταρχική ανάγκη η Ευρώπη να είναι καλύτερα προετοιμασμένη.

Η χώρα μας, επέδειξε, παρά τις οργανωτικές της αδυναμίες και τις διοικητικές της ανεπάρκειες στο ξεκίνημα αυτής της κρίσης, ανθρωπισμό και ευαισθησία. Αυτό είναι κάτι το οποίο έχει τύχει αναγνώρισης από ολόκληρη την Ευρώπη.

Το ζήτημα της μετανάστευσης δεν είναι πλέον περιφερειακό, δεν είναι ευρωπαϊκό. Είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Πριν από ενάμιση χρόνο, σε συνάντηση μου με τον ΓΓ του ΟΗΕ, είχα εισηγηθεί τη σύγκληση μιας έκτακτης γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ για το θέμα της μετανάστευσης, το οποίο πράγματι συνέβη καθώς και ο ίδιος ο ΓΓ είχε αντιληφθεί ότι το ζήτημα της μετανάστευσης έχει πάρει παγκόσμιες διαστάσεις και χρειάζεται παγκόσμια αντιμετώπιση. Προς αυτή την κατεύθυνση έχουν γίνει πολλά και θα ήθελα στο σημείο αυτό να εξάρω για ακόμα μια φόρα το ρόλο των Ηνωμένων Εθνών, της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης που συνεργάζεται και με άλλους παγκόσμιους παράγοντες όπως η ΕΕ και οι εθνικές αρχές.

Θα ήθελα να επισημάνω ότι ο ιστορικός του μέλλοντος θα χαρακτηρίζει την εποχή μας ως την εποχή της ανθρώπινης κινητικότητας, για τους λόγους στους οποίους αναφέρθηκα στην αρχή της ομιλίας μου. Πρέπει, επομένως, η παγκόσμια κοινότητα, η ΕΕ αλλά και όλα τα κράτη να είναι καλύτερα οργανωμένα, και η πολιτική και στρατηγική τους πρέπει να στηρίζεται πάνω σε αρχές και αξίες. Γιατί αυτές οι αξίες είναι που τίθενται σε αμφισβήτηση από όσους μέσα από εσωτερικές πολιτικές καταστάσεις υπονομεύουν τη βάση πάνω στην οποία έχει στηριχθεί ο μεταπολεμικός πολιτισμός μας.

Ομιλία του στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Αριστείας Jean Monnet του Πανεπιστημίου Αθηνών, 30/10/2017