Το ξεχασμένο δημοσιονομικό πρόβλημα

Του Νίκου Χριστοδουλάκη

Κανένα από τα δημοσιονομικά και αναπτυξιακά ζητήματα δεν κυριάρχησε στα συνέδρια των κομμάτων αν και είναι αυτά που θα κρίνουν την μακροχρόνια ικανότητα της χώρας να επιβιώσει και να γίνει καλύτερη.

Ο φετινός Μάιος αποδεικνύεται ένας καλός μήνας για την ελληνική πολιτική ζωή, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό. Στον διεθνή χώρο, η επίσκεψη του Πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, οι συναντήσεις με τον Αμερικανό πρόεδρο και – πάνω από όλα – η πανηγυρική ομιλία του στην κοινή συνεδρίαση Γερουσίας και Βουλής αναβάθμισαν την εικόνα της χώρας και διαμόρφωσαν προϋποθέσεις για μια καλύτερη προώθηση και υπεράσπιση των ελληνικών συμφερόντων.

Το τι τελικά θα επιτευχθεί εξαρτάται βεβαίως από τις ενέργειες που θα ακολουθήσουν, την ετοιμότητα της χώρας να αντιδρά έγκαιρα και αποφασιστικά στις συνεχείς προκλήσεις και απειλές, και φυσικά από την ικανότητα της να θέτει υπό έλεγχο την έπαρση που συχνά ελλοχεύει στην συγκυρία των διεθνών σχέσεων και οδηγεί στην υποτίμηση της συστηματικής επεξεργασίας θέσεων και στρατηγικής. Ίδωμεν.

Στο εσωτερικό της χώρας, ολοκληρώνονται τρία συνέδρια για τα τρία μεγαλύτερα ελληνικά κόμματα αντιστοίχως, με πολυπληθή συμμετοχή, ευρύ διάλογο και εκλογή των κομματικών οργάνων που προβλέπεται στο καθένα. Όσο επιφυλακτικός και να είναι κάποιος απέναντι στην οργανωμένη επευφημία των αρχηγών και την ξύλινη γλώσσα που ακόμα επιβιώνει σε πολλές κομματικές αναλύσεις, δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί την μεγαλύτερη διαφάνεια που έχει επικρατήσει στις επιλογές των μηχανισμών και την μεγαλύτερη έκθεση των απόψεων στην κριτική της κοινωνίας και των πολιτών.

Η φετινή σύμπτωση των συνεδρίων τον Μάϊο μοιάζει με την ετήσια διαδικασία που κάνουν κάθε Σεπτέμβριο τα αγγλικά κόμματα και δίνουν έτσι το στίγμα τους για τους πολιτικούς αγώνες που θα επακολουθήσουν. Θα μπορούσε κάτι ανάλογο να επικρατήσει και εδώ, με συνέδρια σε κοντινές ημερομηνίες αν και ίσως σε πιο αραιά χρονικά διαστήματα διετίας ή τριετίας. Μένει να δούμε πώς αυτή η διαδικασία θα εξελιχθεί στο μέλλον για να συντελέσει σε μια ουσιαστική αναβάθμιση (και οργανωμένη αντιπαράθεση) της εγχώριας πολιτικής ζωής γύρω από τα κρίσιμα θέματα της χώρας.

Όμως, παρά και τις δύο αναμφίβολα θετικές εξελίξεις, μερικά καίρια ζητήματα παραμένουν ακόμα στην σφαίρα της σιωπής και της αμφίβολης έκβασης, με πιο σημαντικό την δημοσιονομική πορεία και βιωσιμότητα της χώρας. Στις αρχές της εβδομάδας, ο αρμόδιος κοινοτικός Επίτροπος Πάολο Τζεντιλόνι δήλωσε απερίφραστα ότι «… η Ελλάδα και όλα τα κράτη-μέλη με υψηλό χρέος θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικά στη μείωση του επιπέδου του χρέους και στον περιορισμό των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών», και ανακοίνωσε ότι την επόμενη εβδομάδα η Επιτροπή θα παρουσιάσει τις οικονομικές συστάσεις της προς τα κράτη-μέλη, λαμβάνοντας υπόψη για την Ελλάδα την συμμόρφωση της με τον στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2% του ΑΕΠ.

Δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να συμπεράνει κανείς δύο κατευθυντήριες οδηγίες που κρύβονται στις παραπάνω διατυπώσεις:

Πρώτον, ότι καμμία δημοσιονομική προσαρμογή δεν πρέπει τώρα να γίνει με αύξηση της φορολογίας, ούτε άμεσης, ούτε έμμεσης. Διότι η μεν άμεση θα ροκανίσει περαιτέρω το διαθέσιμο εισόδημα και την συνολική ζήτηση σε μια περίοδο που το ίδιο κάνει και ο πληθωρισμός, με κίνδυνο ένα νέο σπιράλ λιτότητας και ύφεσης. Επίσης απαγορευμένη είναι η αύξηση των έμμεσων φόρων γιατί πάλι θα θεριέψει ο πληθωρισμός και κανονικά θα έπρεπε να μειώνονται για να τον κρατούν – όσο γίνεται – υπό έλεγχο.

Άρα οι προσαρμογές πρέπει να γίνουν με χειρουργικές μειώσεις δαπανών, μια τέχνη που η σημερινή κυβέρνηση όχι μόνο δεν κατάφερε μέχρι τώρα να μάθει αλλά εμπέδωσε το ακριβώς αντίθετο πνεύμα με την άκρατη επιχορήγηση πάσης φύσεως δραστηριοτήτων για να ανασχέσει τις συνέπειες της πανδημίας. Πώς κάτι τέτοιο θα υλοποιηθεί λίγους μήνες πριν τις εθνικές εκλογές παραμένει ένα δύσκολο ερώτημα που όλοι αποφεύγουν να θέσουν και να σκεφτούν πώς θα το απαντήσουν.

Δεύτερον, ο Τζεντιλόνι άφησε να φανεί ότι μέτρα στήριξης της οικονομίας ναι μεν δεν πρέπει να βασίζονται πλέον σε εθνικούς πόρους αλλά κάλλιστα θα μπορούν να αναζητηθούν στα μεγάλα πακέτα των Ταμείων Ανάκαμψης. Για αυτό τον λόγο άλλωστε επινοήθηκαν και σήμερα οι Βρυξέλλες αδυνατούν να κατανοήσουν πώς χώρες όπως η Ισπανία και η Πολωνία με μεγάλες ανάγκες χρηματοδότησης αγνοούν την αθρόα διαθεσιμότητα πόρων και φτηνών δανείων.

Και η Ελλάδα όμως δεν φαίνεται να καρπώνεται όσα θα μπορούσε, αν σκεφτεί κανείς ότι μέχρι τώρα οι εκταμιεύσεις είναι μικρές και πολλά έργα που προωθούνται ελάχιστη σχέση έχουν με πραγματικά αναπτυξιακά εργαλεία και πολιτικές. (Κλασσικό παράδειγμα, οι ανακαινίσεις μοναστηριών και εκκλησιών που βρίθουν στο πρόγραμμα «Ιδιωτικές επενδύσεις και μετασχηματισμός της οικονομίας» !!!).

Αντιθέτως για τα πραγματικά καινοτόμα μέτρα ψηφιακής αναβάθμισης, όχι κάποιος άλλος αλλά ο ίδιος ο ΣΕΒ με ανακοίνωση που έβγαλε πριν λίγες μέρες (5/5/2022) μιλάει για την μεγάλη καθυστέρηση που σημειώνεται στα έργα βιομηχανικής πολιτικής και δηλώνει ότι: «Ένα χρόνο μετά, είναι απαραίτητο να ξεκινήσει η υλοποίηση των σχετικών δράσεων του ΤΑΑ μέσα από την εξειδίκευση συγκεκριμένων επιλέξιμων δαπανών και διαδικασιών ένταξης, ώστε οι επιχειρήσεις να γνωρίζουν πώς / πότε θα αξιοποιήσουν τα σχετικά κίνητρα.»

Εάν με κάποιο τρόπο σχεδιαζόταν και εφαρμοζόταν μια πολιτική αποτελεσματικής και έγκαιρης απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, η άνοδος της ανάπτυξης θα διευκόλυνε αφάνταστα την δημοσιονομική προσαρμογή γιατί αυτομάτως θα γεννούσε νέα έσοδα. Επίσης όμως θα ελάφρυνε και την επιβάρυνση του χρέους προς το ΑΕΠ, την πίεση των αγορών για αυξημένα περιθώρια κινδύνου και το άγχος των οικονομικών αρχών για νέα πακέτα επιδοτήσεων σε προβληματικές επιχειρήσεις.

Θα μπορούσαν αυτά ακριβώς τα θέματα να αποτελούν την ημερήσια διάταξη των πολιτικών συζητήσεων και των κομματικών αντιπαραθέσεων. Όμως κανένα από τα μεγάλα δημοσιονομικά και αναπτυξιακά ζητήματα δεν φαίνεται να κυριάρχησε στις συνεδριακές διαδικασίες, αν και θα ήταν μεγάλη ευκαιρία να φανεί πώς το κάθε κόμμα και ο κάθε μικρός ή μεγάλος παράγων του κάθε κόμματος βλέπει μία τέτοια στρατηγική και τι αλλαγές και μεταρρυθμίσεις θα πρότεινε για να την κάνει να πετύχει. Θα φανέρωνε επίσης τις διαθέσεις που υπάρχουν στην βάση των κομμάτων να συνταχθούν με μία τέτοια πολιτική αντί να την εξορκίζουν με εύκολες καταγγελίες επί των αντιπάλων τους και να προσδοκούν στην επιστροφή των εύκολων παροχών.

Και όμως, έπειτα από τρεις διαδοχικές κρίσεις που ταλανίζουν την ελληνική οικονομία – Μνημόνια, πανδημία και πόλεμος – τα ζητήματα αυτά είναι που θα κρίνουν την μακροχρόνια ικανότητα της χώρας να επιβιώσει και να γίνει καλύτερη. Με λίγα λόγια να είναι σε θέση να θεμελιώσει την ισχύ της ευημερίας και της ασφάλειας, την οποία σε υψηλούς τόνους η ίδια η κυβέρνηση διακήρυξε τις προηγούμενες μέρες ότι διακαώς επιδιώκει.

ΑΠΟ ΤΟ NEWS 247