Τρένα και τηλεδιοίκηση

Του Μελέτη Ρεντούμη

Το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη με την σύγκρουση των τρένων και η εν εξελίξει αναζήτηση ευθυνών επί παντός υπευθύνου από τη δικαιοσύνη, έχει προκαλέσει μια διαρκή αντιπαράθεση ανάμεσα στα κόμματα εξουσίας που έχουν κυβερνήσει την χώρα τα τελευταία 15 χρόνια, για τις πολιτικές ευθύνες που πρέπει να αποδοθούν.

Μάλιστα ένα από τα βασικά επιχειρήματα των κομματικών στελεχών αυτό το διάστημα, είναι το πότε εγκαταστάθηκε το σύστημα τηλεδιοίκησης, αν ήταν λειτουργικό και σε τί ποσοστό, όταν κυβερνούσε το εκάστοτε κόμμα, με στόχο να αποποιηθούν βασικών τους ευθυνών απέναντι στους ψηφοφόρους, με βάση  και τις επικείμενες εκλογές.

Είναι βέβαιο, ότι η τεχνολογία μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο μέσω της αυτοματοποίησης την ζωή των πολιτών, ιδίως σε δημόσια αγαθά όπως οι μεταφορές, βελτιώνοντας τα μέγιστα, τόσο την εξυπηρέτηση όσο και την ασφάλεια των πολιτών.

Παρόλα αυτά, το μεγάλο πρόβλημα και η γενεσιουργός αιτία που οδήγησε στο ατύχημα, δεν είναι η τεχνολογία, ούτε το σύστημα τηλεδιοίκησης και οποιοδήποτε επιχείρημα από τα κόμματα περί αντιθέτου, απλά αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη από τις πραγματικές ευθύνες του πολιτικού συστήματος.

Η βασική αιτία που αποτελεί μία μαθηματικά προδιαγεγραμμένη πορεία για το συγκεκριμένο ατύχημα, αφορά στην έλλειψη επαρκούς διοίκησης και εστίασης στα θέματα διαχείρισης ανθρωπίνων πόρων και διαδικασιών, με έμφαση στα θέματα ασφάλειας που επηρεάζουν  κομβικά το σύνολο της αποδοτικότητας ενός οργανισμού όπως ο ΟΣΕ καθώς και της Hellenic train που έχει την ευθύνη των δρομολογίων.

Όταν το management και οι διαδικασίες αποτυγχάνουν και υπάρχει φανερή έλλειψη αξιολόγησης και τοποθέτησης των κατάλληλων στελεχών σε καίριες θέσεις, τότε οι συνέπειες είναι δραματικές, για όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, είτε στον Δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα.

Για αυτή την τραγελαφική κατάσταση ευθύνες υπάρχουν παντού, ξεκινώντας από την ατομική ευθύνη των υπαλλήλων που δεν φρόντιζαν να τηρήσουν στο έπακρο τις καταγεγραμμένες διαδικασίες, καθώς και στις ηγεσίες των εταιριών που εμπλέκονται τόσο με το σιδηροδρομικό υλικό, την διαχείριση του προσωπικού, αλλά και την διαχείριση των τρένων αυτών καθεαυτών.

Βέβαια είναι αδύνατο να αφήσει κάποιος εκτός των ευθυνών, τόσο την παρούσα κυβέρνηση όσο και τις προηγούμενες, που αφενός δεν έδωσαν την απαραίτητη ώθηση στα έργα, τα οποία θα ενίσχυαν την ασφάλεια σε όλο εθνικό δίκτυο, αλλά κυρίως γιατί δεν ασχολήθηκαν με το θέμα της ασφάλειας αλλά και της απόδοσης των σιδηροδρομικών εταιριών, κοιτάζοντας συγκεκριμένους δείκτες και ζητώντας σε τακτά χρονικά διαστήματα, ενημέρωση αλλά και τεκμηρίωση για την υφιστάμενη κατάσταση στο δίκτυο σε σχέση με τους κινδύνους που ελλοχεύουν.

Δεν θα πρέπει όμως να παραγνωριστεί και ο ρόλος των συνδικαλιστικών οργάνων των εργαζόμενων, που ενώ σωστά έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για θέματα έλλειψης προσωπικού, από την άλλη με την συμπεριφορά τους, υπονόμευαν κάθε έννοια εκσυγχρονισμού του σιδηρόδρομου με μόνο στόχο την διασφάλιση των θέσεων εργασίας, ανεξάρτητα από την ποιότητα των υπηρεσιών και την παρεχόμενη ασφάλεια προς τους πολίτες.

Εν κατακλείδι, η συγκεκριμένη υπόθεση των κενών ασφαλείας και της βασικής έλλειψης υποδομών που ήρθε βίαια στο φως λόγω του τραγικού δυστυχήματος και της απώλειας ανθρώπινων ζωών, πρέπει να προκαλέσει μία ριζική αναθεώρηση από το κράτος στην αξιολόγηση των δημόσιων αγαθών, την επάρκεια του προσωπικού, καθώς και στην σχέση του κράτους με τις ανάδοχες εταιρίες με στόχο τον αποτελεσματικό έλεγχο και την τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων.

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός.