Τρέξε, Μάικ, τρέξε!

Του Bret Stephens (*)

Ο Μάικ Μπλούμπεργκ θα έπρεπε να θέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος, για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή θα ήταν ένας πολύ καλός πρόεδρος. Δεύτερον, επειδή έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να νικήσει τον πρόεδρο Τραμπ από οποιονδήποτε άλλον υποψήφιο των Δημοκρατικών.

Το βασικό ερώτημα είναι κατά πόσον οι Δημοκρατικοί είναι διατεθειμένοι να επιτρέψουν στον πρώην δήμαρχο της Νέας Υόρκης να τους σώσει από τον εαυτό τους.

Μέχρι την περασμένη εβδομάδα, φαινόταν ότι δεν είχαν αυτή την πρόθεση. Ύστερα ήρθε μια δημοσκόπηση που έδειξε ότι ο Τραμπ νικά, ή θα μπορούσε να νικήσει, τον Μπάιντεν, τον Σάντερς και τη Γουόρεν και στις έξι βασικές πολιτείες που αναμένεται να κρίνουν τη μάχη του 2020.

Αν ο Τραμπ είναι τόσο ισχυρός σήμερα, εν μέσω των ανακρίσεων για την πιθανή παραπομπή του και της γενικής δυσφορίας απέναντί του, πού θα είναι σε 11 μήνες απέναντι σε αντιπάλους με παρατσούκλια όπως «τρελός» και «κοιμήσης»;

Αυτή η σκέψη πρέπει να οδήγησε τον Μπλούμπεργκ να σπεύσει να κάνει τα χαρτιά του για τις προκριματικές εκλογές της Αλαμπάμα. Ο επιβαρυντικός παράγων για τον πρώην δήμαρχο είναι ότι δεν μπορεί να κερδίσει το χρίσμα όταν τόσοι ψηφοφόροι των Δημοκρατικών θέλουν να καταργήσουν τους δισεκατομμυριούχους, να πνίξουν τους πλούσιους και να πετάξουν στα σκουπίδια την πολιτική που ακολούθησε για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας. Οσοι υποστηρίζουν την υποψηφιότητά του, όμως, λένε ότι μπορεί να κερδίσει.

Πώς αυτό;

Επειδή τα χρήματά του εξουδετερώνουν το μεγάλο πλεονέκτημα του Τραμπ: ότι το επιτελείο του έχει σήμερα στα χέρια του διπλάσια χρήματα από αυτά που είχε το επιτελείο του Ομπάμα στο ίδιο σημείο της εκστρατείας για την επανεκλογή του.

Επειδή εξουδετερώνει και το μεγαλύτερο επιχείρημα για την επανεκλογή του Τραμπ, που είναι ότι «είτε μ’αγαπάτε, είτε με μισείτε, πρέπει να με ψηφίσετε». Η Δεξιά κατηγορεί τους Δημοκρατικούς ότι μισούν τον καπιταλισμό, μισούν το Ισραήλ, μισούν την αστυνομία, μισούν την Αμερική και το μόνο που τους αρέσει είναι οι φόροι. Με τον Μπλούμπεργκ δεν μπορούν να τα πουν αυτά.

Επειδή οι απόψεις του για τον έλεγχο των όπλων, τις αμβλώσεις και την κλιματική αλλαγή ταιριάζουν με τις απόψεις των Δημοκρατικών χωρίς να τρομάζουν τον μέσο Αμερικανό. Η βάση των Δημοκρατικών δεν θα χάσει την ευκαιρία να απαλλαγεί από τον Τραμπ επειδή την ενοχλεί ο πλούτος του Μπλούμπεργκ ή επειδή δεν υιοθετεί το Πράσινο Νιου Ντιλ.

Επειδή ακόμη και οι αντίπαλοί του δεν μπορούν να αρνηθούν την ικανότητά του να κυβερνήσει τη χώρα. Η τις γνώσεις του για την οικονομία. Η την αξιοπιστία του σε παγκόσμιο επίπεδο. Η την ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Ο Μάικ Μπλούμπεργκ έχει δωρίσει περισσότερα χρήματα – τουλάχιστον 6 δισεκατομμύρια δολάρια – απ’όσα είχε ποτέ ο Τραμπ.

Επειδή οι ψηφοφόροι που θα μετρήσουν στις εκλογές – δηλαδή εκείνοι που δεν κατοικούν ούτε στις βαθιά κόκκινες ούτε στις βαθιά γαλάζιες πολιτείες – θέλουν έναν κεντρώο. Οι Δημοκρατικοί στο Μίσιγκαν, το Ουισκόνσιν, την Πενσιλβάνια, τη Βόρεια Καρολίνα, την Αριζόνα και τη Φλόριντα δηλώνουν ότι θέλουν «έναν υποψήφιο που είναι πιο μετριοπαθής από τους περισσότερους Δημοκρατικούς» και μπορεί να γεφυρώσει τις μεγάλες διαφορές.

Επειδή, τέλος, ο Μπλούμπεργκ είναι ένας maker (ένας άνθρωπος που πράττει), ενώ ο Τραμπ ένας faker (ένας άνθρωπος που ψεύδεται).
Ο Μπλούμπεργκ έχει βέβαια και αδυναμίες. Είναι μεγάλος σε ηλικία (77 ετών), δεν είναι χαρισματικός ρήτορας, δεν του αρέσει να αποκαλύπτει τη φορολογική του δήλωση και είναι ένας τεχνοκράτης σε μια εποχή λαϊκίστικης δημαγωγίας.

Τίποτα από αυτά όμως δεν θα λειτουργήσει αποτρεπτικά. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν οι Δημοκρατικοί θα καταλάβουν σύντομα ότι δεν έχουν αυτές τις εκλογές στο τσεπάκι τους. Μπορεί φυσικά να σταθούν τυχεροί. Μπορεί να σημειωθεί ύφεση κατά το Πάσχα. Μπορεί να βγει στην επιφάνεια και κανένα άλλο σκάνδαλο για τον Τραμπ.

Αν όμως θέλουν να νικήσουν τον Τραμπ για να διαφυλάξουν τη φιλελεύθερη δημοκρατία, δεν αρκεί να προσευχηθούν ότι θα σκοντάψει. Μια υποψηφιότητα του Τραμπ θα είναι δώρο για τους Δημοκρατικούς, για τη χώρα και για τον πλανήτη.
 
(*) O Μπρετ Στίβενς είναι αρθρογράφος της New York Times
 
(Πηγή: The New York Times-ΑΠΕ ΜΠΕ)