Τρεις σοβαροί λόγοι για τη (δημοσκοπική) στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ

Του Γιάννη Τριάντη

Το κυβερνητικό παρελθόν -ένα αιματηρό και ενδιαφέρον εγχείρημα -, η απουσία επεξεργασμένης πρότασης για την αναπτυξιακή προοπτική της Οικονομίας (οι καλές προθέσεις δεν αρκούν) και η υποτίμηση του Μητσοτάκη, συντελούν στη δημοσκοπική στασιμότητα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποίησε το ωκεάνιο αντιμνημονιακό κύμα και πήρε τις εκλογές. Τώρα – τουλάχιστον μέχρι στιγμής – αδυνατεί να εισπράξει τις σημαντικές απώλειες της κυβέρνησης, διατηρώντας απλώς τα (δημοσκοπικά) ποσοστά του.

Πολλοί μιλούν για σταθερότητα του ΣΥΡΙΖΑ στις επιδόσεις του, αλλά είναι ηλίου φαεινότερον ότι πρόκειται για στασιμότητα. Σημειωτόν αντί δυναμικής κούρσας αν όχι καλπασμού, όπως θα ήταν λογικό και αναμενόμενο με δεδομένη την σημερινή καταρράκωση της κυβερνητικής εικόνας και πρωτίστως του πρωθυπουργού.

Ασφαλώς το στάσιμον δεν ταυτίζεται με το ελώδες, αλλά κάτι δείχνει. Αρκούντως ανησυχητικό, αλλά όχι απολύτως ανασχετικό στην φιλοδοξία του ΣΥΡΙΖΑ για επανάκαμψη.

Ο άφευκτος υποκειμενισμός διακρίνει τρεις βασικούς λόγους που συνετέλεσαν και συντελούν στο σημειωτόν αυτό.

1)Το κυβερνητικό παρελθόν: Τα θετικά στοιχεία της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ – αρκετά και όχι ήσσονος σημασίας – αδυνατούν να ισοφαρίσουν και φυσικά να υπερκεράσουν τις εντυπώσεις που δημιούργησε η υπογραφή του Μνημονίου και οι εξ αυτής οδυνηρές υποχωρήσεις.

Επρόκειτο για μια αιματηρή περιπέτεια η οποία σηματοδότησε μια καινούργια πολιτική εποχή: ένα κόμμα της (συγκεκριμένης) Αριστεράς αναδέχεται τους κινδύνους του διαχειριστικού κυβερνάν σε μια δύσκολη στιγμή για τη χώρα. Δύσκολη οικονομικά και κοινωνικά.

Ηταν ένα τόλμημα με αρκετά θετικά στοιχεία, όπως προελέχθη, και το οποίο θα μπορούσε να προβληθεί και να αξιοποιηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ. Κάπως έτσι:

«Αυτά κάναμε υπό δύσκολες συνθήκες και από αυτά, καθώς και από τις παραλείψεις και τις αδυναμίες μας, αποκομίσαμε πολύτιμη εμπειρία η οποία θα μας φανεί χρήσιμη αν ο λαός μας δώσει δεύτερη ευκαιρία».

Το απέφυγε αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ. Αρκέστηκε να υπενθυμίζει θετικά στοιχεία της διακυβέρνησης( απόθεμα 37 δις. κ.α.) και τολμηρές επιλογές (Πρέσπες), όπερ θεμιτόν, αλλά διολίσθησε σε μια βολική ευκολία που θεώρησε ότι τον αθωώνει – ή τον δικαιολογε ί- για ορισμένες αντιλαϊκές αποφάσεις του.

«Εμείς δεν θέλαμε, αλλά ας όψεται το Μνημόνιο που μας υποχρέωσε να προβούμε στις συγκεκριμένες επιλογές». Δυστυχώς για τον ΣΥΡΙΖΑ, η απολογητική αυτή δικαιολογία αυτή είναι διάτρητη και εξόχως επιβαρυντική, καθώς ουδείς τον υποχρέωσε να δεχτεί και να εφαρμόσει το τρίτο Μνημόνιο.

Θα μπορούσε να αρνηθεί παραδίδοντας την σκυτάλη στους εξοικειωμένους με την εφαρμογή δυναστικών μνημονιακών επιταγών. Εκείνοι που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ κατά το πνιγηρό καλοκαίρι του 2015 αυτό έπραξαν. Εντίμως και ευθαρσώς.

Με την βοήθεια της καταιγιστικής προπαγάνδας το κυβερνητικό παρελθόν κατέληξε άχθος και στίγμα, με εξίσου επιβαρυντικό συμπαρομαρτούν την κυβίστηση για το δημοψήφισμα.

2)Η προοπτική της Οικονομίας: Οι καλές προθέσεις και οι φιλολαϊκές εξαγγελίες(δαπάνες για την Υγεία και την Παιδεία κ.α.), καθώς και κάποιες τολμηρές δεσμεύσεις (κρατικοποιήσεις) αφενός δεν απαντούν στο αναπόφευκτο ερώτημα «από που θα βρεθούν τα λεφτά» και αφετέρου δεν αγγίζουν το μέγα θέμα της Ανάπτυξης και, επομένως, την προοπτική της ελληνικής οικονομίας.

Η Ανάπτυξη προϋποθέτει επενδύσεις – ιδιωτικές, κρατικές, μεικτές. Απαιτεί επεξεργασία για προσδιορισμό συγκεκριμένων τομέων (π.χ. Αμυντική βιομηχανία) και προπάντων απαιτεί καθαρό πεδίο(ύψος φορολόγησης, πριμοδοτήσεις, διευκολύνσεις στους επενδυτές για ταχεία διεκπεραίωση δικαστικών εκκρεμοτήτων κ.α.).

Ποια από αυτά έχουν τύχει σοβαρής – δηλαδή ενδελεχούς και εξαντλητικής – επεξεργασίας από τον ΣΥΡΙΖΑ; Μάλλον ελάχιστα. Όσα ακούγονται κατά καιρούς από τον Αλέξη Τσίπρα και τα στελέχη συνιστούν δηλώσεις για την Οικονομία κι όχι Πρόγραμμα για την αναπτυξιακή προοπτική της.

3)Υποτιμήθηκε ο Μητσοτάκης: Με την παραδοσιακή δυνατότητα της οικογένειας να παρεμβαίνει αποφασιστικά στα δημόσια πράγματα – και φυσικά με τις άοκνες ενέργειες του πολύπειρου Κωνσταντίνου Μητσοτάκη – αναδείχτηκε Πρόεδρος της ΝΔ ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Έκπληξη μεγάλη: Ελάχιστοι πίστευαν ότι «ο μικρός της οικογένειας» είναι δυνατόν να σκεφτεί – πόσο μάλλον να αποπειραθεί-να διεκδικήσει την αρχηγία της ΝΔ. Υπήρχε άχρους και άοσμος με νεοφιλελεύθερο πρόσημο και με μοναδική μέχρι τότε αξιοσημείωτη κίνηση, δηλαδή τολμηρή και ριψοκίνδυνη, την άρνησή του να ψηφίσει τον Προκόπη Παυλόπουλο για Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Η κίνηση αυτή δεν αξιολογήθηκε ως δείγμα αρχηγικής στόφας και φιλοδοξίας. Κι έτσι πέρασε απαρατήρητη. Όμως ο όντως χλωμός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε έναν άσο στο μανίκι του: Διέθετε την ικανότητα των μετρίων να βελτιώνονται ποντάροντας σε ενδιαφέρουσες επιλογές συνεργατών και συμβούλων, καθώς και στην βελτίωση του προφίλ μέσω «μάγων» της διαφήμισης και της επικοινωνίας.

Αν σε αυτά συνυπολογιστεί η αμέριστη συστημική αρωγή(μιντιακή και άλλη) από ποικιλώνυμους νταβατζήδες, που θα έλεγε και ο Κώστας Καραμανλής, δεν είναι περίεργη ούτε παράδοξη η αυτοπεποίθηση που άρχισε να επιδεικνύει ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως αρχηγός της ΝΔ και αργότερα ως πρωθυπουργός.

Η εξέλιξη αυτή έπειθε βαθμηδόν ως και πολιτικούς αντιπάλους αλλά και μέρος της κοινωνίας ότι «ο μικρός» έχει βελτιωθεί ραγδαίως και διεκδικεί με αξιώσεις τον χαρακτηρισμό του ικανού διαχειριστή.

Ο ΣΥΡΙΖΑ υποτίμησε την εξέλιξη αυτή, καθώς και το γεγονός ότι η διακυβέρνηση Μητσοτάκη επλήγη από επείσακτες κρίσεις(πανδημία/ενεργειακό), οι οποίες δεν επέτρεπαν την πραγμάτωση ολοκληρωμένων σχεδίων για την οικονομία.

Η αξιωματική αντιπολίτευση αποδύθηκε σε αγώνα να αναδειχθούν τα υπαρκτά τρωτά του πρωθυπουργού, καθώς και καταφανείς ανεπάρκειες της πολιτικής του( π.χ. η διαχείριση της πανδημίας κατά την δεύτερη περίοδο), αλλά δεν πείθει όταν αγνοεί εντελώς ή σχετικοποιεί το επείσακτον του ενεργειακού και της πανδημίας.

Αν λοιπόν η αίσθηση για την βελτίωση του Μητσοτάκη έχει πράγματι εμπεδωθεί σε ευρύτερο κοινωνικό χώρο, φαντάζει δύσκολη η παντελής αποδόμηση παρά τα καίρια πλήγματα στην εικόνα του από τις Υποκλοπές και το έγκλημα στα Τέμπη.

Το μόνο στο οποίο θα μπορούσε να ποντάρει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι να εξελιχθεί η νευρικότητα, η ανασφάλεια και η πιθανώς κλονισμένη αυτοπεποίθηση του πρωθυπουργού μετά τα Τέμπη, σε ρεσιτάλ σπασμωδικών επιλογών και κινήσεων, που θα αποσυνθέσουν την βελτιωμένη εικόνα και θα επαναφέρουν στην κοινωνική οθόνη και μνήμη το καταγωγικώς χλωμό και μέτριον του ανδρός. Προσοχή: υπο την προϋπόθεση, ότι η υπαρκτή βελτίωση δεν έχει εμπεδωθεί σε ικανό μέρος της κοινωνίας.

Υπάρχουν και άλλα ζητήματα που δυσκολεύουν την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ και εξηγούν το δημοσκοπικώς στάσιμον. Θέματα ιδιαίτερης σημασίας, όπως το Μεταναστευτικό/Προσφυγικό, και μικρότερης όπως ο Πολάκης και, φυσικά, η δυσανεξία κάποια στελεχών απέναντι στον Τσίπρα.

Όμως μετά τα Τέμπη σχεδόν τίποτε δεν είναι ίδιο. Κοινότοπο πλήν αληθές. Όπως και η επισήμανση ότι η σημερινή ρευστότητα μπορεί να μην υποδηλώνει δραστική ανατροπή, αλλά ουδόλως την αποκλείει.

Εννοείται ότι αν δεν υπήρχαν οι προαναφερθέντες τρείς ανασχετικοί παράγοντες-να το ξαναπούμε: προϊόν υποκειμενισμού- ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις Υποκλοπές και τα Τέμπη, θα έκρουε ήδη την πόρτα του Μαξίμου.

ΑΠΟ ΤΟ NEWS 24 7