Τσιτσιπάς αντί για Πολυτεχνείο!

Του Τάκη Ψαρίδη

Ιδού λοιπόν η σύγχρονη πρόταση της Δεξιάς. Τσιτσιπάς αντί για Πολυτεχνείο! Ο θρίαμβος του ατομικού απέναντι στο συλλογικό, που σπεύδει να ιδιοποιηθεί κάθε «πατριωτική» συνείδηση και να νιώσει υπερήφανη για το εθνικό κατόρθωμα, ένα άτομο να χτυπάει με τέχνη ένα μπαλάκι επί περίπου δύο ώρες και να κερδίζει εκατομμύρια. Για την πάρτη του φυσικά και καλά κάνει.

Έτσι κάνει πάντα η συνείδηση που τρέφεται με αυθεντικό ιδεολογικό σανό. Ιδιοποιείται τους αγώνες άλλων, αθλητών, ποδοσφαιριστών, ηρώων πολέμων, κλπ και νιώθει περήφανη. Επιβεβαιώνεται και καταξιώνεται με τον προσωπικό αγώνα άλλων με τον οποίο δεν έχει καμία απολύτως σχέση, βρίσκει νόημα ιδιοποιούμενη φανέλες και σώβρακα και μισεί άλλες αντίπαλες φανέλες και αντίπαλα σώβρακα.

Την πρόταση «Τσιτσιπάς» δυστυχώς επισφραγίζει με το κύρος του θεσμού και ο ίδιος ο πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο Τσιτσιπάς «απέδειξε τι σημαίνει πραγματικός Έλληνας», λέει στο μήνυμα του. Δηλαδή ο χαμένος δεν είναι πραγματικός Έλληνας. Μόνο ο κερδισμένος είναι, αλλά και αυτός με διαβάθμιση. Όσο μεγαλύτερο το έπαθλο τόσο και πιο πραγματικός Έλληνας είναι!

Η πρόταση αυτή δεν είναι φυσικά τυχαία. Αποτελεί την πεμπτουσία της «κανονικότητας» της νέας διακυβέρνησης γιατί παντρεύει αρμονικά την ακροδεξιά παράδοση της Δεξιάς με τον νεοφιλελεύθερο εκσυγχρονισμό της. Γι’ αυτό και έγινε με τον πιο επίσημο τρόπο από τον ίδιο τον πρωθυπουργό της χώρας που επέλεξε το τένις στο Λονδίνο αντί για το Πολυτεχνείο, ανήμερα της γιορτής.

Πρόκειται δηλαδή για μια «κανονικότητα» που παντρεύει το δόγμα «νόμος και τάξη» με την ατομική επιτυχία. Εναρμονίζει τις τρομοκρατικές εφόδους της αστυνομίας στα σινεμά και στα κλαμπ διασκέδασης, τις συλλήψεις διαδηλωτών μέσα στα διαμερίσματα των πολυκατοικιών, με τις απαλλαγές των τραπεζιτών από κάθε ποινική ευθύνη των ανομιών τους, το κουκούλωμα του σκανδάλου της Νοβάρτις, την πρόταξη του ατομικού απέναντι στο συλλογικό, την ατομικιστική ανέλιξη απέναντι στο κοινωνικό και την δήθεν «ασφάλεια» απέναντι στο ελεύθερο και δημοκρατικό.

Μέσα σε μία τέτοια «κανονικότητα» οι ειρωνείες και το απύθμενο μίσος απέναντι στο πολυτεχνείο και την αριστερά αποκαλύπτουν την μνησικακία των φορέων τους. Επειδή οι ίδιοι είναι λίγοι και ανίκανοι να υπερβούν τον ατομικισμό τους και τα ανταγωνιστικά τους αισθήματα, διότι μόνο έτσι αντιλαμβάνονται την κατάκτηση της «επιτυχίας» στον βίο τους, μισούν θανάσιμα οτιδήποτε το συλλογικό, το αλληλέγγυο και αγωνιστικό για έναν κοινό σκοπό και μια καλύτερη κοινωνία. Τι να το κάνουν άλλωστε το Πολυτεχνείο όταν δεν φέρνει λεφτά παρά μόνο διαρκείς αγώνες;;