Χαρούμενοι προλετάριοι, χαρούμενα φορολογούνται

Tου Στέλιου Καλογεράκη

Ο καταιγισμός φορολογικών μέτρων εν μέσω κρίσης, εκτός από δυσάρεστα συναισθήματα, προκαλεί και κάποιους ενδιαφέροντες συνειρμούς…

Ένας όχι και τόσο γνωστός Φλαμανδός ζωγράφος του 17ου αιώνα, ο Adriaen Brouwer, αν και εξαιρετικά ταλαντούχος, δεν ήταν καθόλου επιτυχημένος και πλούσιος, σε αντίθεση με άλλους ομότεχνούς του της ίδιας εποχής.  Οι καλές τέχνες τότε, όπως άλλωστε και σήμερα, ήταν ένα σύμβολο υψηλού status και μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν μόνο από τους λίγους έχοντες, την αριστοκρατία της εκάστοτε εποχής. Το «ατόπημα» του Brouwer είναι ότι ζωγράφιζε εικόνες απλών χωρικών, θαμώνων στα καπηλειά, με ωμό και ρεαλιστικό τρόπο, χωρίς καμία προσπάθεια εξωραϊσμού της καθημερινότητάς τους. Οι αριστοκράτες και οι μεγαλογαιοκτήμονες εκείνης της εποχής προτιμούσαν να αγοράζουν έργα χαριτωμένης λαογραφίας με χαμογελαστούς χωρικούς, που εικονιζόταν πάντα πρόσχαροι και ροδαλοί. Προφανώς η θλιμμένη παρακμή στα πρόσωπα των βιοπαλαιστών που αποτύπωνε ο Brouwer δεν τους άρεσε, προφανώς επειδή ήθελαν να αποφύγουν τις δυσάρεστες εικόνες της θλιβερής καθημερινότητας και, ως άρχουσα τάξη, έφεραν μια ευθύνη που θα μπορούσε να τους προκαλέσει και κάποιες αναπόφευκτα ανεπιθύμητες ενοχές για την εικονιζόμενη παρακμή.

Έτσι, ο Brouwer δεν μπορούσε να πουλήσει τους πίνακές του, επειδή η πιστή αποτύπωση της θλιβερής πραγματικότητας, δεν ήταν ποτέ δημοφιλής στην ολιγομελή αριστοκρατία.

Σκεφτόμουν πρόσφατα την περίπτωση του Brouwer, μετά από τις αλλεπάλληλες δηλώσεις πολιτικών για τον υπερήφανο Ελληνικό λαό που αγωνίζεται με παρρησία και σθένος για να βγάλει τη χώρα του από την κρίση. Ο «υπερήφανος» Ελληνικό λαός δεν είναι και τόσο «υπερήφανα» ακμαίος ψυχολογικά όσο τον παρουσιάζουν οι Αλέξηδες, οι Σπίρτζηδες, οι Κοτζιάδες ή οι Κυριάκοι αυτού του κόσμου. Ο «λαός» δεν αποτελεί μια άμορφη μάζα αλλά πολλές ξεχωριστές οντότητες με αληθινές ανάγκες και συγκεκριμένα προβλήματα σε ένα περιβάλλον που κάθε είδους επιχειρηματικότητα καταρρέει. Αυτός ο «λαός» είναι αδύνατο να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του, όταν το πενιχρό εισόδημά του εξαφανίζεται βαθιά στη μαύρη τρύπα ενός παράδοξου κρατικού οικοδομήματος, που δυστυχώς δε φαίνεται να συνειδητοποιεί την κατάσταση.

Όμως οι κρατικοί λειτουργοί φαίνεται να τονίζουν μόνο την ασαφή, ρομαντική πλευρά  την εθνικής υπερηφάνειας, και του χρέους απέναντι στο καθήκον. Οι χαρούμενοι βιοπαλαιστές είναι το αγαπημένο θέμα των προπαγανδιστικών αφισών. Από τους ευτυχισμένους αγρότες – αγωνιστές στις σοβιετικές αφίσες μέχρι τους πρόσχαρους στρατιώτες στα πολεμικά posters των ισχυρών δυνάμεων κατά τη διάρκεια των παγκόσμιων πολέμων. Ακόμα και όταν ο απλός πολίτης λιμοκτονούσε, ο φτωχός πλην τίμιος βιοπαλαιστής εικονίζεται θαρραλέος και γελαστός, χωρίς προβλήματα, χωρίς πείνα, χωρίς ένδεια, χωρίς άγχος για την επιβίωση, και τελικά, χωρίς προσωπικότητα.

Το μόνο που φαίνεται να έχει σημασία είναι το ηθικό πλαίσιο μιας ανώτερης ιδέας. Η εκάστοτε άρχουσα τάξη εικονογραφεί ένα πολίτη, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της με σκοπό να διαμορφώσει συνειδήσεις και να πλάσει πολίτες στα μέτρα της.

Συνοψίζοντας, η αριστερή ή δεξιά (δεν έχει πολλή σημασία) αριστοκρατία ηδονίζεται με τη σκέψη ότι ο λαός ως άμορφη μάζα παλεύει, όχι για την επιβίωσή του, αλλά για τις ιδέες. Και αυτό το βολικό αφήγημα λειτουργεί και ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Η εικόνα του ευτυχισμένου βιοπαλαιστή μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο μιας όχι και τόσο αγνής προπαγάνδας εμπνέοντας και άλλους βιοπαλαιστές να θυσιαστούν για ένα ασαφές σύστημα «ιδεών».  Αυτό το αφήγημα λειτουργεί αποτελεσματικά σε ιδεοληπτικό επίπεδο αλλά είναι αμφίβολο αν λύνει κάποιο συγκεκριμένο δύσκολο πρόβλημα. Άλλωστε, η ιδεοληψία δεν είναι μέθοδος επίλυσης προβλημάτων αλλά ως κλινικό σύμπτωμα μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο της ψυχοπαθολογίας.

Τα  πραγματικά προβλήματα λύνονται με μεθοδικότητα, ικανότητες, κατάρτιση, συνέπεια και εργασία. Κάθε διαφορετική μέθοδος έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία βιοπαλαιστών προλετάριων, που μπορεί στις αφίσες να φαίνονται χαμογελαστοί αλλά στην πραγματικότητα μαραζώνουν οικονομικά, κάποιοι από αυτούς μεταναστεύουν, και οι περισσότεροι φλερτάρουν με την ένδεια τραβώντας μαζί τους στον πυθμένα μία καθόλου χαμογελαστή χώρα.