Όλοι οι άνθρωποι του Watergate στο Hollywood: Οι θρυλικές ταινίες

Γράφει ο Γιάννης Ζουμπουλάκης

Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης γράφει για όλες οι ταινίες – κλειδιά για το σκάνδαλο Watergate, μετά αλλά και πριν το ξέσπασμά του.

Οι Ρέντφορντ και Ντάστιν Χόφμαν υποδύθηκαν τους δημοσιογράφους Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνσταϊν στο «Ολοι οι άνθρωποι του Προέδρου»

«Η δουλειά μας δεν είναι να είμαστε αγαπητοί. Η δουλειά μας είναι να λέμε την αλήθεια». Οι φράσεις αποδίδονται στον θρυλικό Αμερικανό δημοσιογράφο Μπεν Μπράντλι και ακούγονται από τον ίδιο στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ «The Newspaperman: The Life and Times of Ben Bradlee» που παρουσιάστηκε το 2017, τρία χρόνια μετά τον θάνατό του σε ηλικία 93 ετών.

Και είναι, βέβαια, οι φράσεις που κάθε δημοσιογράφος ο οποίος σέβεται τον εαυτό του, οφείλει να ακολουθεί με ευλαβική πίστη. Σε αυτό το παράξενο επάγγελμα, που την εποχή της έντυπης δημοσιογραφίας δοξάστηκε τόσο πολύ αλλά στα χρόνια του διαδικτύου εκφυλίστηκε ίσως όσο κανένα άλλο, όλα για την σωστή λειτουργία του ξεκινούν από τις δύο αυτές φράσεις. Και σε αυτές τελειώνουν.

Ο Μπεν Μπράντλι ήταν ένας από τους δημοσιογράφους που γεύτηκαν μεγάλες δόξες στην καριέρα τους. Η μεγαλύτερη; Πριν από μισό αιώνα, ήταν εκείνος που διηύθυνε την The Washington Post όταν μέσω αυτής της εφημερίδας έγινε για πρώτη φορά γνωστό το σκάνδαλο Watergate. Ηταν εκείνος που έχοντας αντιληφθεί ότι «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας» στήριξε τους ρεπόρτερ Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνσταιν στην έρευνά τους – και είχε δίκιο.

Οι έρευνες των δύο δημοσιογράφων οδήγησαν τελικά στην παραίτηση του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον και το σκάνδαλο Watergate ως δημοσιογραφικό θέμα, απέκτησε θρυλικές διαστάσεις παραμένοντας ακόμα και σήμερα κορωνίδα των αποκαλυπτικών ρεπορτάζ που μπορούν να αλλάξουν τον ρου της Ιστορίας.

Ακόμα και ως κινηματογραφικός ήρωας σε δύο δημοφιλέστατες αμερικανικές ταινίες, το «Ολοι οι άνθρωποι του Προέδρου» (All the President’s Men, 1976) του Αλαν Τζ. Πάκουλα και το «The Post: Απαγορευμένα μυστικά» (The Post, 2017) του Στίβεν Σπίλμεπργκ, ο Μπεν Μπράντλι έχει τεράστιο ενδιαφέρον.

Χωρίς να αμφισβητεί κανείς την χημεία των Ρόμπερτ Ρέντφορντ και Ντάστιν Χόφμαν που υποδύθηκαν τους Μπομπ Γκούντγουορντ και Καρλ Μπέρνσταϊν αντιστοίχως στο «Ολοι οι άνθρωποι του Προέδρου», δεν μπορείς παρά να παραδεχτείς ότι όποτε ο Τζέισον Ρόμπαρντς που παίζει τον Μπράντλι στην ίδια ταινία εμφανίζεται στην σκηνή, η αδρεναλίνη ανεβαίνει και μαζί της το κύρος της ταινίας.

redford hofman, ταινία, όλοι οι άνθρωποι του προέδρου, σκάνδαλο watergate
(Φωτ.: Οι Ρέντφορντ και Ντάστιν Χόφμαν υποδύθηκαν τους δημοσιογράφους Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνσταϊν στο «Ολοι οι άνθρωποι του Προέδρου»)

Ο Ρόμπαρντς που βραβεύθηκε με το Οσκαρ Β ρόλου για αυτή την ερμηνεία του, είναι τέλειος στον ρόλο του παραδοσιακού διευθυντή εφημερίδας, του σκληρού αλλά δίκαιου δημοσιογράφου που αποπνέει τον αέρα της εξουσίας χωρίς να κάνει τίποτα παραπάνω από το να περπατά με την καπαρντίνα στον ώμο ή να κάθεται απλώνοντας προκλητικά τα πόδια του πάνω στα γραφεία των συντακτών του. Του ανθρώπου που διαβάζοντας το ρεπορτάζ μπορεί να μυριστεί αμέσως τι λείπει, το αν η εφημερίδα θα εκτεθεί δημοσιεύοντάς το και το αν το κείμενο χρειάζεται να ξαναγραφτεί με ακόμα πιο τεκμηριωμένα, ακλόνητα στοιχεία.

All the Presidents Men, Robards, ταινία, σκάνδαλο watergate
(φωτ.: Ο εκπληκτικός Τζέισον Ρόμπαρντς (με τα πόδια στο γραφείο) ως Μπεν Μπράντλι, διευθυντή της Wahington Post στο «Ολοι οι άνθρωποι του Προέδρου»)

Ολο το όραμα του Ρέντφορντ

Παρ’ όλ’ αυτά, δεν ήταν ο Μπεν Μπράντλι ο σταρ του σκανδάλου Watergate αλλά τα λαγωνικά του, οι δύο ρεπόρτερ του, που μετά τα ρεπορτάζ τους κατέγραψαν την όλη υπόθεση στο μπεστ σέλερ τους «Ολοι οι άνθρωποι του Προέδρου». Και όσο κι αν εκτιμά κανείς τον Ρόμπαρντς στην ταινία του Πάκουλα, ο Ρέντφορντ και ο Χόφμαν είναι οι ηθοποιοί που «κουβαλούν» την ταινία στις πλάτες τους οι καλλιτέχνες που έχουν συνδέσει το όνομά τους με την επιτυχία της. Ο Ρέντφορντ εξάλλου ήταν ο άνθρωπος – κλειδί πίσω από την δημιουργία της ταινίας.

Ανέκαθεν φιλελεύθερος και βαθιά πολιτικοποιημένος (κάτι που θα έδειχνε αργότερα και ως σκηνοθέτης), ο Ρέντφορντ είχε γοητευτεί από την ιστορία των δύο νέων δημοσιογράφων προτού καν γραφεί το βιβλίο τους. Ήταν εκείνος που διαβάζοντας το χειρόγραφο κατάφερε να πείσει την Warner Bros να αγοράσει τα δικαιώματά του προς 450.000 δολάρια, φλερτάροντας με την ιδέα του να υποδυθεί τον Γούντγουορντ.

All the Presidents Men, Redford, ταινία σκάνδαλο watergate
(φωτ.: Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ στον ρόλο του Μπομπ Γούντγουορντ στο «Ολοι οι άνθρωποι του Προέδρου»)

Από την πλευρά του, ο Ντάστιν Χόφμαν, επίσης φιλελεύθερος καλλιτέχνης, έμαθε για την ύπαρξη του βιβλίου από τον αδελφό του. Ενώ γνώριζε για τις κινήσεις του Ρέντφορντ που αναζητούσε ηθοποιό για τον ρόλο του Μπέρνσταϊν, έμεινε αμέτοχος. Για έναν χρόνο οι εφημερίδες έγραφαν πως ο Χόφμαν ήταν υποψήφιος για τον ρόλο, δίπλα σε πολλούς άλλους, όπως ο Αλ Πατσίνο και ο Ρίτσαρντ Ντρέιφους.

Είχε επίσης γραφεί ότι κάποια στιγμή ο Ρέντφορντ μπήκε χωρίς να έχει προσκληθεί στο θέατρο όπου ο Χόφμαν πραγματοποιούσε τις πρόβες ενός έργου. «Γιατί άργησες τόσο;», ήταν η απλή ερώτηση που έκανε στον Ρέντφορντ, οπότε η συνεργασία τους άρχισε.

«Η σταρ της ταινίας είναι η δουλειά» ήταν εκείνο που οι δύο ηθοποιοί άκουσαν ως συμβουλή από τον Πάκουλα και την βασική δουλειά την έκαναν εκείνοι. Ο σκηνοθέτης επέμενε σε ένα κυρίως θέμα: οι δύο ηθοποιοί έπρεπε να αποκτήσουν τον «αέρα» του ρεπόρτερ. «Αν δεν ήξεραν πως να κάνουν τη δουλειά – να γίνουν δηλαδή πραγματικοί ρεπόρτερ – η αδεξιότητά τους θα χαλάρωνε την δράση και το αποτέλεσμα θα ήταν να χαλάσει η ταινία».

Πριν ακόμα ξεκινήσουν τα γυρίσματα, ο Ρέντφορντ και ο Χόφμαν χρειάστηκε να περάσουν εβδομάδες ολόκληρες στα γραφεία της εφημερίδας The Washington Post μαθαίνοντας την τέχνη του ρεπόρτερ δίπλα σε πραγματικούς δημοσιογράφους. Μάλιστα, σε σχετικό ρεπορτάζ της εποχής ο Χόφμαν είχε παραδεχθεί ότι η εικόνα που είδε στα γραφεία διέφερε πολύ από εκείνη που ως τότε ήξερε από τον κινηματογράφο. «Νόμιζα ότι θα έβλεπα να χαλάει ο κόσμος αλλά αντί γι’ αυτό ένοιωσα ότι βρισκόμουν σε μια τράπεζα».

Διόλου τυχαία, στην εποχή της η ταινία έγινε talk of the town, τεράστια επιτυχία όχι μόνο στην Αμερική αλλά παντού. Αναμενόμενα προτάθηκε για πολλά Οσκαρ (οκτώ) κερδίζοντας τέσσερα – εκτός του Β’ ανδρικού για τον Ρόμπαρντς, ο Γουίλιαμ Γκόλντμαν κέρδισε το βραβείο για την διασκευή σε σενάριο του ομότιτλου βιβλίου των δύο δημοσιογράφων, ενώ στην ταινία δόθηκε επίσης το Οσκαρ σκηνικών και το Οσκαρ ήχου (περιέργως δεν ήταν καν υποψήφιοι οι Ρέντφορντ – Χόφμαν για τις ερμηνείες τους). Παραμένει μια από τις καλύτερες κινηματογραφικές ταινίες που απεικονίζουν με ακρίβεια την παθιασμένη μεν αλλά καθ’ όλα σωστή λειτουργία του δημοσιογράφου – ρεπόρτερ.

Ακόμα και η δύσκολη εκδότρια της Washington Post Κάθριν – Κέι – Γκρέιαμ, η οποία δεν ήθελε καν να ακουστεί το όνομά της στην ταινία (μισούσε το γεγονός ότι το συνεργείο του Πάκουλα εμπόδιζε την λειτουργεία της εφημερίδας), φάνηκε να αλλάζει γνώμη για αυτήν όταν ο Ρέντφορντ διοργάνωσε μια ιδιωτική προβολή για να την παρακολουθήσει.

«Πιστεύω πως κατάφεραν να εικονίσουν εκπληκτικά τι σημαίνει σκληρό ρεπορτάζ» θα έλεγε στην εποχή της ταινίας η Γκρέιαμ, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι μια τέτοια ταινία θα μπορούσε να βελτιώσει κάπως την κακή εντύπωση που ο περισσότερος κόσμος είχε για τους δημοσιογράφους. «Σε κάνει να καταλάβεις ότι η δουλειά αυτή έχει πολύ περισσότερο χαμαλίκι και κόπο, παρά βροντερά κτυπήματα του τηλεφώνου και φωνές.»

Βαθύ λαρύγγι

«Βαθύ Λαρύγγι» ήταν το παρατσούκλι που είχε δώσει ο Μπομπ Γούντγουορντ στον άνθρωπο που τον βοήθησε περισσότερο από κάθε άλλον στις αποκαλύψεις παρασκηνίου του σκανδάλου Watergate. Στην ταινία του Πάκουλα, όπου τον υποδύεται ο Χαλ Χόλμπρουκ, το όνομά του δεν αποκαλύπτεται διότι δεν ήταν ακόμα γνωστό. Πολλά χρόνια αργότερα όμως έγινε γνωστό ότι το Βαθύ Λαρύγγι ήταν ο υψηλόβαθμος πράκτορας του FBI Μαρκ Φελτ, με τον οποίο ασχολήθηκε το πολιτικό θρίλερ του Πίτερ Λάντσμαν «Ο άντρας που έριξε τον Λευκό Οίκο» (Mark Felt: The man who brought down the White House, 2017).

Το παράξενο είναι – και σε αυτό το σημείο η ταινία στέκεται αρκετά – ότι ο Φελτ (Λίαμ Νίσον) είχε μέσα του έναν σκληροπυρηνικό, γνήσιο πατριωτισμό, δίνοντας την εντύπωση του τελευταίου ανθρώπου στην Αμερική ο οποίος θα έφτανε στο σημείο να δώσει απόρρητα κυβερνητικά μυστικά στον Τύπο. «Κανείς δεν μπορεί να σταματήσει τη δύναμη μιας έρευνας του FBI, ούτε το ίδιο το FBI» έλεγε και το πίστευε από την καρδιά του.

Στους λόγους για τους οποίους ο Φελτ αποφάσισε να κάνει αυτό το κρίσιμο βήμα στη ζωή του βρίσκεται εξάλλου το ενδιαφέρον της ταινίας. Οι λόγοι έχουν σχέση με την προσωπική του υπερηφάνεια, την οικογένειά του (η Νταϊάν Λέιν στον σύντομο αλλά ουσιαστικό ρόλο της συζύγου του), την τυφλή αφοσίωσή του στο σώμα αλλά και την απογοήτευσή του από αυτό.

Mark Felt The man who brought down the White House, Ο άντρας που έριξε τον Λευκό Οίκο
(φωτ.: Ο Λίαμ Νίσον υποδύθηκε τον Μαρκ Φροστ, πληροφοριοδότη του Μπομπ Γούντγουορντ γνωστό με το ψευδώνυμο Βαθύ Λαρύγγι στην ταινία «Ο άντρας που έριξε τον Λευκό Οίκο»)

Μετά τον θάνατο του θρυλικού διευθυντή του FBI Τζ. Εντγκαρ Χούβερ, του οποίου ο Φελτ υπήρξε δεξί χέρι, η υπηρεσία δεν τον δικαίωσε με μια προαγωγή. Αντιθέτως, ο Φελτ φορτώθηκε έναν διευθυντή που εξυπηρετούσε την κυβέρνηση Νίξον και ήθελε να κουκουλώσει την υπόθεση Watergate που αποδείκνυε τη διαφθορά της κυβέρνησης. Εν τέλει, η προδοσία του ήταν μια πράξη ανάμεσα στην εκδίκηση και τον πατριωτισμού.

Πολεμώντας την λογοκρισία

Πάντα το 2017, δηλαδή κάτι παραπάνω από 40 χρόνια μετά τους κινηματογραφικούς «Ανθρώπους του Προέδρου», η δράση του Μπεν Μπράντλι θα επανερχόταν στον κινηματογράφο μυθοπλασίας μέσω της ταινίας «The Post: Απαγορευμένα μυστικά», το όχημα που χρησιμοποίησε ο Στίβεν Σπίλμπεργκ για να αναδείξει τον ρόλο των ΜΜΕ να προβάλλουν ειδήσεις που ισχυροί άνθρωποι δεν θέλουν να βλέπουν δημοσιευμένες.

Θέμα της ταινίας είναι η υπόθεση των «Αρχείων του Πενταγώνου». Λίγα χρόνια πριν από το σκάνδαλο Watergate η Washington Post είχε συμβάλλει στην διεθνή γνωστοποίηση ενός καυτού ντοκουμέντου από τα άδυτα του Πενταγώνου: τίτλος του, «Η ιστορία της λήψης αποφάσεων των ΗΠΑ για το Βιετνάμ, 1945- 1966» (History of U.S. Decision-making in Vietnam, 1945-66). Ηταν μια άκρως απόρρητη αναφορά 7.000 σελίδων που συντάχθηκε ύστερα από εντολή του τότε Υπουργού Αμύνης των ΗΠΑ Ρόμπερτ Μακ Ναμάρα και κάλυπτε πλήρως όλα τα σκοτεινά κυβερνητικά μυστικά γύρω από την σχέση των Ηνωμένων Πολιτειών με το Βιετνάμ.

The Post Hanks Streep, Απαγορευμένα μυστικά, ταινία
[φωτ.: Χάιλαιτ της ταινίας «The Post: Απαγορευμένα μυστικά» είναι οι συνατήσεις του Μπεν Μπράντλι (Τομ Χανκς) με την εκδότρια της εφημερίδας που διευθύνει, Κάθριν Γκρέιαμ (Μέριλ Στριπ)]

Βέβαια, ο πρώτος που κατάφερε να βρει πρόσβαση στην αναφορά, τον Μάρτιο του 1971, την εποχή που ο πόλεμος στο Βιεντάμ μαινόταν, ήταν ο δημοσιογράφος των New York Times Νιλ Σιχάν. Η Αμερική είχε μπροστά της τέσσερα ακόμα χρόνια μέχρι να απεμπλακεί πλήρως από έναν πόλεμο που τελικά κόστισε την ζωή σε 58.220 Αμερικανούς στρατιώτες. Όμως η αποκάλυψη των New York Times έφερε στο προσκήνιο ένα ακόμη μεγαλύτερο ζήτημα · εκείνο της λογοκρισίας.

Αυτό έγινε όταν κατόπιν εντολής της κυβέρνησης Νίξον, το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο αποφάσισε την απαγόρευση περαιτέρω δημοσιευμάτων από τους Times, με την αιτιολογία ότι διακυβευόταν η Εθνική Ασφάλεια. Ενα από τα Μέσα που πήρε την σκυτάλη ήταν η Washington Post που στην ουσία, είχε χάσει την είδηση. Και τότε ήταν που ξέσπασε ο αληθινός πόλεμος ανάμεσα στην Αμερικανική Κυβέρνηση και τα ΜΜΕ.

Γιατί τα Αρχεία του Πενταγώνου αποδείκνυαν ότι η απάτη ξεκινούσε από την κυβέρνηση Χάρι Τρούμαν και αφού έκανε στάσεις στις κυβερνήσεις Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και Τζον Κένεντι, κατέληγε στην προεδρία Λίντον Τζόνσον. Όταν ο Ρίτσαρντ Νίξον είχε γίνει Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών η εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο του Βιετνάμ ήταν πλέον στην ατζέντα της καθημερινότητας.

Πολύτιμο βοήθημα στην διαμόρφωση του σεναρίου της ταινίας του Σπίλμπεργκ ήταν τα απομνημονεύματα του Μπράντλι που στο «The Post» υποδύεται ο Τομ Χανκς. Μάλιστα, σύμφωνα με τον σεναριογράφο Τζος Σίνγκερ που συνυπογράφει το σενάριο με την Λιζ Χάνα, στην υπόθεση των Αρχείων του Πενταγώνου βρίσκονται ουσιαστικά οι ρίζες του πολύ πιο γνωστού αποκαλυπτικού ρεπορτάζ για το Σκάνδαλο Watergate που είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση του Ρίτσαρντ Νίξον. «Η υπόθεση των Αρχείων του Πενταγώνου άλλαξε τον τρόπο λειτουργίας της εφημερίδας» είπε χαρακτηριστικά ο Σίνγκερ. «Όλα τα ενδεχόμενα ήταν πλέον ανοιχτά».

Μια ακόμη επιτυχία αυτής της ταινίας είναι ότι ο χαρακτήρας της «δύσκολης» εκδότριας Κάθριν Γκρέιαμ, αυτή την φορά κάνει την εμφάνισή του αφήνοντας ισχυρό αποτύπωμα. Η ιστορία της ταινίας «The Post: Απαγορευμένα μυστικά» είχε κινήσει το ενδιαφέρον της Μέριλ Στριπ και την οδήγησε στο να δεσμευτεί προκειμένου να υποδυθεί, στα 68 της, την Γκρέιαμ. Η Στριπ δεν γνώριζε πολλά για την ηρωίδα που τελικά θα υποδυόταν, όμως της άρεσε που το σενάριο φάνηκε να «συλλαμβάνει» το κλίμα της εποχής με μια ιστορία που πρώτον δεν είχε ειπωθεί στον κινηματογράφο και δεύτερον προβάλλοντας κάθε τι που πρέπει να θεωρείται σωστό στο δημοσιογραφικό επάγγελμα.

The Pos Meryl Streep, ταινία, The Post Απαγορευμένα μυστικά
(φωτ. Η Μέριλ Στριπ στον ρόλο της Κάθριν – Κέι – Γκρέιαμ εκδότριας της Wahington Post στην ταινία «The Post: Απαγορευμένα μυστικά»)

Και πράγματι, το «The Post» προβάλλει τον κώδικα δεοντολογίας που πρέπει να τηρείται αλλά και το κουράγιο που χρειάζεται όχι μόνον για το κυνήγι της «πιασάρικης» είδησης αλλά και για την δημοσίευση της σημαντικής είδησης την οποία παράγοντες της εξουσίας δεν θέλουν να δουν δημοσιευμένη. Και δεν λέει όχι στον ανταγωνισμό · είναι χαρακτηριστική εξάλλου η εισαγωγή της ταινίας με τον Μπράντλι του Χανκς να σκυλιάζει που «οι δικοί του» δεν είχαν την είδηση «των άλλων».

Όμως η Washington Post ποτέ δεν υποστήριξε ότι η υπόθεση των Αρχείων του Πενταγώνου υπήρξε δικό της λαβράκι. Φρόντισε να είναι ξεκάθαρη στο ότι η υπόθεση αυτή άνοιξε από τους New York Times.

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR