«Όποιος αρνείται να προσαρμοστεί, δυστυχώς πεθαίνει»

Του Σωκράτη Αργύρη 

*Δήλωση του πρώην κυβερνητικου εκπροσώπου

Ένα τσιγγάνικο παραμύθι, χαρακτηριστικό της φαντασίας της παράδοσης και της ιστορίας που κουβαλάνε αυτοί οι άνθρωποι διηγείται:

 «Είμαι Τσιγγάνος», της είπε ο βασιλιάς, «σ’ αυτόν τον τόπο έχω βαρεθεί τη ζωή μου. Εσύ που είσαι αγράμματη αλλά σοφή. Εσύ που είσαι πεντάφτωχη, αλλά έχεις ξάστερο και ακονισμένο μυαλό. Που δεν έχεις τίποτα, αλλά έχεις κέφι και καρδιά. Πες μου αν ξέρεις κάτι σημαντικό που να ξυπνήσει την ψυχή μου. Που να είναι στ’ αλήθεια όμορφο, χωρίς η ομορφιά του να σκανδαλίζει. Κάτι που να έχει το μυστικό άρωμα της αρετής, χωρίς τη συνηθισμένη βλακεία της διδασκαλίας. Κάτι που να είναι αληθινά σοφό και απλό, χωρίς ωστόσο τυλιγμένο στα φανταχτερά κουρέλια της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Κάτι που να είναι ευχάριστο σαν την καινούργια φιλενάδα αλλά όχι κουραστικό σαν τη σύζυγο. Ούτε βέβαια ανατριχιαστικό σαν την πεθερά. Κάτι που να σε μεθάει σαν το παλιό αγνό κρασί χωρίς να σου θολώνει το μυαλό.

Κάτι που αρέσει στους πλούσιους όσο και στους φτωχούς, στους τίμιους όσο και στους κατεργάρηδες. Κάτι που να μη βάζει σε σκοτούρες τον βασιλιά και την κυβέρνηση. Ούτε και τον λαό σε αναταραχές. Κάτι που να γοητεύει. Ν’ αποκοιμίζει μωρά στα γόνατα της γιαγιάς τους. Ν’ αρέσει στ’ αγόρια όσο και στα κορίτσια. Να το ακούνε με την ίδια ευχαρίστηση οι άντρες όσο και οι γυναίκες, οι σπουδασμένοι, οι μυαλωμένοι όσο και οι ασπούδαστοι και οι αγράμματοι, οι ονειροπαρμένοι. Κάτι που για το χατίρι του να παρατάνε στη μέση τη δουλειά τους οι νοικοκυρές. Να αποξεχνάνε τα κορίτσια τη βαρέλα τους στη βρύση. Να λησμονούν το ψωμί τους στον φούρνο. Να αφήνουν να καίγεται το φαγητό τους στη φωτιά. Κάτι που να μαγεύει τις γριές και τους γερόντους. Να ακούγεται με την ίδια ξενοιασιά τόσο τη νύχτα όσο και τη μέρα

Τότε όλοι τριγύρω σώπασαν. Κρατάνε την αναπνοή τους. Θάμασαν τη σοφία του βασιλιά. Αλλά από μέσα τους σκέφθηκαν: «Ζητάει κάτι ο βασιλιάς, κάτι που δεν υπάρχει!»Η γριά Τσιγγάνα Ταμάρα χαμογέλασε. «Κατάλαβα», είπε, «βασιλιά, τι ζητάς, ζητάς, πολυχρονεμένε μου αφέντη, να σου πω ωραία παραμύθια».  

\Γιατί χρόνια τώρα οι Ρομά, παραμύθια εκ μέρους της Πολιτείας ακούν. Όπως π.χ.  ενώ μια σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών και εγκυκλίων έχουν εκδοθεί για την  αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού των ενηλίκων και της σχολικής διαρροής παιδιών Ρομά, δεδομένου ότι η σχέση των Ρομά γονέων με το εκπαιδευτικό σύστημα, είναι προβληματική με αποτέλεσμα, η φοίτηση των παιδιών τους να είναι ασταθής και να χαρακτηρίζεται από διακοπές.

Αν και η αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού των ενηλίκων Ρομά έγινε, κατά καιρούς, μέσα από διάφορα προγράμματα εκπαίδευσης ενηλίκων που συγχρηματοδοτήθηκαν από το Υπουργείο Εργασίας / Απασχόλησης και τα ΠΕΠ, τόσο σε επίπεδο Ολοκληρωμένων Παρεμβάσεων (1996‐98, 1998‐2000, 2005‐2007), όσο και σε επίπεδο απλών προγραμμάτων Δια Βίου Μάθησης. Παράλληλα, η αντιμετώπιση της σχολικής διαρροής, έγινε μέσα από συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα («Εκπαίδευση των παιδιών της μουσουλμανικής μειονότητας», «Εκπαίδευση των παιδιών Ρομά»), αλλά και από την ίδρυση τάξεων υποδοχής που απευθύνονταν και σε Ρομά μαθητές, εν τούτοις το πρόβλημα παραμένει. 

Εδώ  πρέπει να πούμε ότι το  κυρίαρχο νομικό ζήτημα σε εθνικό επίπεδο, μέχρι τη δεκαετία του 1950 ήταν η αναγνώριση των Ρομά ως Ελλήνων πολιτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι το 1955, που εκδόθηκε το σχετικό νομοθετικό διάταγμα (Ν.Δ.3370/55), το οποίο δημιούργησε το στοιχειώδες θεσμικό πλαίσιο για την αναγνώρισή τους ως γηγενείς πολίτες της χώρας και άρα, ως εν δυνάμει δικαιούχους βασικών και θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων, οι Ρομά θεωρούνταν ανιθαγενείς και έφεραν ειδικό δελτίο ταυτότητας του Τμήματος Αλλοδαπών, το οποίο ανανέωναν κάθε 2 χρόνια.


Επί δικτατορίας το 1968,  με τον Α. Ν. 481, έγινε δυνατό να  αποκτήσουν  αναδρομικά  την ιθαγένειά  τους  και αυτοί που γεννήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του Κώδικα Ιθαγένειας. Επειδή όμως, ούτε αυτή η νομοθετική ρύθμιση κατόρθωσε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ανιθαγένειας σημαντικού αριθμού Ρομά, εκδόθηκαν δύο Γενικές Διαταγές της Διεύθυνσης Ιθαγένειας του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, η υπ΄ αρ. 69468/212/20.10.1978 “Τακτοποίηση από απόψεως ιθαγενείας των διαβιούντων στη χώρα μας Αθιγγάνων” και η υπ΄αρ. 16701/51/12.3.1979 “Περί της εγγραφής των αδήλωτων Αθιγγάνων”. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα, ένας αριθμός Ελλήνων τσιγγάνων δεν διαθέτει κανένα τεκμήριο ιθαγένειας και διαβιούν στη χώρα σε καθεστώς αντίστοιχο με εκείνο των αλλοδαπών.

Η πρώτη απόπειρα συγκρότησης ενός συνεκτικού πλαισίου πολιτικής υποστήριξης για την κοινωνική ένταξη των Ρομά, παρατηρείται στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όπου για πρώτη φορά στην Ελλάδα, υπήρξε μια έντονη κινητικότητα, γύρω από την απαίτηση να αναληφθούν πρωτοβουλίες και να σχεδιαστούν μακροχρόνιες και βιώσιμες πολιτικές, για την υποστήριξη της κοινωνικής ένταξης των Ρομά. Στο πλαίσιο αυτό, αναπτύχθηκε η κοινωνία των πολιτών των Ρομά, μέσω της ίδρυσης, συλλόγων, σωματείων και ΜΚΟ για την υποστήριξη τους.
Παράλληλα, το 1995, με πρωτοβουλία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ιδρύθηκε το «Πανελλαδικό Διαδημοτικό Δίκτυο για την Υποστήριξη των Ελλήνων Τσιγγάνων» ‐ Δίκτυο ΡΟΜ, αποτελούμενο από το σύνολο των Δήμων, στην επικράτεια των οποίων διαβιούν Έλληνες Ρομά. Επιπρόσθετα, την ίδια εποχή, πραγματοποιήθηκε η ένωση της πανσπερμίας των Συλλόγων των Ρομά, μέσω της σύστασης της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σωματείων Ελλήνων Ρομά (Π.Ο.Σ.Ε.Ρ.)

Η ανάγκη συντονισμού των παρεμβάσεων και των μέτρων, που σχετίζονταν με τους Ρομά, οδήγησε στη σύσταση «Διυπουργικής Συντονιστικής Επιτροπής» το 2002, για το σχεδιασμό, την εφαρμογή και την παρακολούθηση της Εθνικής Πολιτικής που θα αφορούσε τους Έλληνες Ρομά.  Στη Συντονιστική Επιτροπή, με επικεφαλής το Υπουργείο Εσωτερικών, συμμετείχαν παράλληλα και τα Υπουργεία Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Υγείας, Εργασίας και Παιδείας. Παρόλα αυτά, τα αποτελέσματά της προσπάθειας αυτής, που διέτρεξε όλη τη δεκαετία του ΄90 ως την αρχή της δεκαετίας του 2000, δεν ήταν τα αναμενόμενα και ασκήθηκε έντονη κριτική στο ρόλο της επιτροπής, η οποία επικεντρώθηκε στην απουσία επιχειρησιακού σχεδιασμού, τόσο στη διατύπωση των προτεραιοτήτων της Εθνικής Πολιτικής, όσο και στη διασφάλιση των βιώσιμων μηχανισμών υλοποίησης και ελέγχου, καθώς και στην εξασφάλιση των πόρων για την εφαρμογή του.

Το 2001 υιοθετήθηκε το «Ολοκληρωμένο Πρόγραμμα Δράσης (ΟΠΔ) για την Κοινωνική Ένταξη των Ελλήνων Τσιγγάνων 2001 ‐2008», ως μια δεύτερη απόπειρα συγκρότησης εθνικής πολιτικής για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των Ελλήνων Ρομά και ως συνέχεια του Εθνικού Πλαισίου του 1996, υπό την ευθύνη του Υπουργείου Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης & Αποκέντρωσης. Παράλληλα, συστάθηκε η Κεντρική Επιτροπή Παρακολούθησης του Προγράμματος, που αποτελούνταν από εκπροσώπους των συναρμόδιων Υπουργείων, του Γραφείου ποιότητας ζωής του Πρωθυπουργού, της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδας και της Ένωσης Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Ελλάδας. Το Ο.Π.Δ. εντάχθηκε στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την κοινωνική ένταξη των ευπαθών ομάδων του πληθυσμού. Σκοπός του Ο.Π.Δ. ήταν η εφαρμογή μιας εθνικής πολιτικής μέσα από την υλοποίηση παρεμβάσεων οι οποίες θα συντονίζονταν από τα συναρμόδια υπουργεία και την Τοπική Αυτοδιοίκηση και οι οποίες θα στόχευαν στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, την προαγωγή της κοινωνικής δικαιοσύνης και την κοινωνική ένταξη των Ελλήνων Ρομά. Ειδικότερα, βασικοί στόχοι του Ο.Π.Δ. ήταν η εφαρμογή στεγαστικής πολιτικής για τους Έλληνες Τσιγγάνους, σε συνδυασμό με ενέργειες που θα υποστήριζαν και θα προωθούσαν την κοινωνική τους ένταξη (κατάρτιση, εκπαίδευση, προώθηση στην απασχόληση, παροχή υπηρεσιών υγείας, πολιτισμού και αθλητισμού).

Ταυτόχρονα, η Ελληνική πολιτεία εναρμόνισε το εσωτερικό της δίκαιο με τις κοινοτικές οδηγίες: Ν. 3304/2005, ΦΕΚ 16/Α περί της «αρχής της ίσης μεταχείρισης, ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού» και επιχείρησε την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και των διακρίσεων, μέσω της υλοποίησης θετικών δράσεων κοινωνικής ένταξης.

Βασικοί στόχοι  ίδρυσης των Ιατροκοινωνικών Κέντρων ήταν η καταγραφή της ομάδας στόχου, η μελέτη επεξεργασίας και ανάλυση των ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών, καθώς και ιδιαιτεροτήτων τους, η ανίχνευση του επιπέδου και η καταγραφή των αναγκών, καθώς και των υγειονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους με επιδημιολογική έρευνα, η ενημέρωση των συγκεκριμένων ομάδων πληθυσμού για θέματα δημόσιας Υγείας(δράσεις αγωγής υγείας) και πρόσβασης σε δημόσιες υπηρεσίες, η προάσπιση και προαγωγή υγείας με την ανάπτυξη αναγκαίων δράσεων, η σύνδεση τους με κοινωνικοπρονοιακά προγράμματα, κλπ 

Ειδικά για τα θέματα της στέγασης και της δημοτολογικής τακτοποίησης των τσιγγάνων, ο Συνήγορος συνέταξε ειδική έκθεση (Αύγουστος 2009), όπου αναφέρεται ότι: «Η επικαιρότητα και αναγκαιότητα της δημοτολογικής τακτοποίησης των ελλήνων τσιγγάνων αναδεικνύεται από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει αυτή η ομάδα πληθυσμού σε ολόκληρο το φάσμα της διοικητικής δράσης. Παρίσταται, ωστόσο, ιδιαίτερα έντονη στην περίπτωση της στεγαστικής αποκατάστασης, η οποία βρίσκεται στην αφετηρία κάθε σχεδίου για την κοινωνική στήριξη των τσιγγάνων: η διοίκηση είναι εθισμένη να γνωρίζει και ν’ αναγνωρίζει μόνον όσους διαθέτουν μόνιμη κατοικία, ενώ για τους υπόλοιπους έλλειψη ή αβεβαιότητα της στέγης επιφέρει αδυναμία πρόσβασης στη μία ή στην άλλη κοινωνική παροχή ή άσκηση δικαιώματος».

Οι Μαρξ και Έγκελς αν και αναγνώρισαν αμέσως την αξία του δαρβινισμού στη βιολογία, απέρριψαν τον κοινωνικό δαρβινισμό, την αντίληψη δηλαδή ότι η θεωρία του Δαρβίνου περί εξέλιξης μέσω της φυσικής επιλογής έχει ισχύ και ως προς τις κοινωνικές δομές, πράγμα που διαπιστώνουμε ότι ακόμα και σήμερα η κοινωνία αντιμετωπίζει την κοινότητα τους με όρους ρατσιστικούς και κοινωνικού αποκλεισμού. Αυτό όμως που ισχύει για την περίπτωση των Ρομά είναι η φράση που είχε πει ο Αμερικανός πρόεδρος των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον:

«Δεν πρέπει να εξετάζουμε τη νομοθεσία υπό το πρίσμα των καλών που θα επιφέρει αν εφαρμοστεί σωστά, αλλά υπό το πρίσμα των δεινών που θα επιφέρει αν εφαρμοστεί λάθος». 

Γιατί κάτι λάθος κάνει η Ελληνική Πολιτεία στην περίπτωση τους επειδή υπάρχει και το  Π.Δ. 141/30.4.1991 όπου κατηγορηματικά διευκρινίζει: 

«Οταν πρόκειται για αυτόφωρο έγκλημα πρέπει να αποφεύγεται η σύλληψη του δράστη, όταν αυτό είναι ασήμαντο πλημμέλημα και απειλείται από τη σύλληψη η διατάραξη της τάξης και η πρόκληση σοβαρότερων αξιόποινων πράξεων».