Όσο υπάρχουν άνθρωποι

Του Γιώργου Λακόπουλου

ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣΌ,τι λάμπει δεν είναι χρυσός και ό,τι είναι Χριστούγεννα δεν είναι γιορτή. Τουλάχιστον όχι για όλους. Πίσω από τη βιτρίνα των ημερών, υπάρχει μια πραγματικότητα που τρομάζει όποιον έχει το κουράγιο να την αντιμετωπίσει.

Η κοινωνία των δυο τρίτων είναι εδώ, μπροστά μας- ένας στους τρεις δεν έχει πια στον ήλιο μοίρα, ούτε και θέση στη γιορτή. Όλο το χρόνο αυτή η εικόνα μπορεί να μισοκρύβεται, αλλά αυτή την εποχή αποκαλύπτεται.

Όσοι κινούνται στην περιοχή των δυο τρίτων διαμορφώνουν την φανταιζί εικόνα της ευημερίας. Παρά την μακροχρόνια κρίση, θα βγουν στα μαγαζιά, θα ανταλλάξουν δώρα και ευχές, θα κάνουν ρεβεγιόν, θα κλείσουν την χρονιά όσο πιο ευχάριστα μπορούν. Είναι μια επίφαση αφθονίας και είναι παραπλανητική. Όχι μόνο γιατί η οικονομία της χώρας καταρρέει, αλλά και γιατί κάτι λείπει: το άλλο τρίτο. Στις γιορτές φαίνεται, όσο κι αν κλείνουμε τα μάτια.

Κι αυτά τα Χριστούγεννα δεν θα βγουν όλοι στα μαγαζιά, δεν θα ψωνίσουν όλοι, δεν θα έχουν τη χαρά της γιορτής όλοι. Πολλοί άνθρωποι δεν θα «κάνουν Χριστούγεννα» – ούτε και εφέτος. Πολλά παιδιά δεν περιμένουν κανέναν Αϊ Βασίλη να τους φέρει τίποτε. Κανείς δεν θα χτυπήσει την πόρτα πολλών ηλικιωμένων για να ρωτήσει πως θα περάσουν.

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν θα καθίσουν σε χριστουγεννιάτικο τραπέζι με γαλοπούλα και μελομακάρονα – δεν έχουν. Υπάρχουν άλλοι που έχουν, αλλά δεν έχουν κανέναν για συντροφιά. Δεν έχουν συγγενείς ή φίλους, ή δεν τους θυμάται κανείς. Η μοναξιά αυτές τις μέρες είναι αβάσταχτη.

Άλλοι θα προσπαθήσουν να ψευτοπεράσουν τη γιορτή. Την ώρα που θα ανοίγουν οι σαμπάνιες και θα πέφτουν τα πυροτεχνήματα, θα λάμπουν τα φώτα σε μαγαζιά πολυτελείας, θα ακτινοβολούν οι πολυέλαιοι στα σαλόνια, σε κάποια σπίτια η οικογένεια θα προσπαθεί να κάνει «ρεβεγιόν» με ένα κοτόπουλο, θα προσπαθεί να ξεγελάσει την επιθυμία των παιδιών της μ’ ένα παιχνίδι από τη λαϊκή, μέχρι να καρφωθεί στην τηλεόραση για να φαντασιωθεί με το κιτς και την υποκουλτούρα.

Εκτός από την Ερμού, την Εγνατία, το Κολωνάκι και την Κηφισιά, τα λαμπερά εμπορικά κέντρα, πέρα από τους στολισμένους δρόμους στις μεγάλες πόλεις που περιμένουν την σπατάλη των δυο τρίτων της κοινωνίας, υπάρχουν και οι αγορές για το ένα τρίτο.

Εκεί, χιλιάδες άνθρωποι θα ψάξουν κάτι που θα τους επιτρέψει να πάρουν μέρος στην ψευδαίσθηση των ημερών. Παπούτσια με τρία ευρώ, κατεψυγμένα τρόφιμα κατά κανόνα επικίνδυνα, ρούχα που θα ξεβάψουν στο πρώτο πλύσιμο, δώρα και παιχνίδια ιμιτασιόν και αξεσουάρ «μαϊμούδες».

Άλλοι δεν έχουν τρόπο να ψωνίσουν ούτε από εκεί. Στα ορεινά χωριά της Άρτας, στα νησιά της άγονης γραμμής, στις φτωχογειτονιές της Αθήνας, στα προάστια των πόλεων διαμορφώνονται νησίδες απόλυτης ανέχειας στις οποίες προστίθενται πολύχρωμες ανέστιες προσφυγικές ομάδες.

Δεν υπάρχει 13ος μισθός γιατί δεν υπάρχουν ούτε οι προηγούμενοι. Δεν υπάρχουν δάνεια, πιστωτικές κάρτες ή, έστω, δανεικά από τον γείτονα. Οι πληθυσμοί των μεταναστών σέρνονται αυτή την εποχή στο περιθώριο της κοινωνίας και προσπαθούν να δώσουν την εντύπωση ότι, πίσω από τα θλιμμένα μάτια των παιδιών τους, υπάρχουν άνθρωποι.

Χριστουγεννιάτικο μελό; Καθόλου. Διστακτική υπενθύμιση ότι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας μπορεί να έχει την ανάγκη μας αυτές τις μέρες Να μην τον ξεχάσουμε. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι μακριά, όπου κι αν βρίσκονται. Και δεν θέλουν ποτέ περισσότερα από όσα μπορούμε να τους δώσουμε. Ένα μικρό παιχνίδι για τα παιδιά τους, μια διακριτική οικονομική ενίσχυση για να μπορέσουν να μπουν σε σούπερ μάρκετ, μια ελπίδα ότι κάτι μπορεί να είναι καλύτερο αυτές τις μέρες.

Καμιά φορά δεν χρειάζονται ούτε καν αυτά. Αρκεί μια ευχή για τον καινούργιο χρόνο,  ένα χτύπημα στη πόρτα. Αρκεί ένα χαμόγελο στους δυστυχείς των φαναριών, ένα απλό βλέμμα στον μετανάστη που κυκλοφορεί σαν δαρμένο σκυλί, χωρίς ελπίδα.

Αρκεί να μπεί κανείς για λίγο στη μοναξιά του γείτονα, του εγκαταλειμμένου, του ξεχασμένου από θεούς και ανθρώπους. Δεν έχει κόστος να προσφερθεί κάποιος να κάνει τα ψώνια στην ηλικιωμένη κυρία του διπλανού διαμερίσματος, να βρει μια θέση στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι για τον υπερήλικο του ισογείου, να επισκεφθεί έναν ξεχασμένο συγγενή σ’  ένα γηροκομείο, να προσφέρει φιλοξενία και στοργή στις οικογένειες των φίλων που δεν ζουν πλέον για να προσφέρουν με τον ίσκιο τους ό,τι θα ήθελαν αυτές τις μέρες στους δικούς τους.

Δεν είναι ούτε φιλανθρωπία, ούτε έλεος. Ούτε επίδειξη καλοσύνης. Είναι η στοιχειώδης ένδειξη ότι όσο υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχει ελπίδα.