2004-2022: Η Ελλάδα που χάθηκε – Από τον θρίαμβο των Ολυμπιακών Αγώνων στο άγος των υποκλοπών

Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος

Αυτόν τον Αύγουστο, αντί για τις συγκλονιστικές του Μίκη και του Ξαρχάκου, ακούμε τα νοσηρά «κλικ» των «επισυνδέσεων». Νικήσαμε τα λιοντάρια και μας τρώνε οι κοριοί…

Η 13η Αυγούστου 2022 πέρασε με ελάχιστες αναφορές σε ένα άλλο Αυγούστου: το 2004. Όταν η Ελλάδα πέρασε απέναντι.

Κανείς δεν θέλε να σκεφθεί γιατί από εκείνο το μαγικό βράδυ – που η παγκόσμια κοινότητα υποκλίθηκε στην εναρκτήρια τελετή των Ολυμπιακών Αγώνων- φτάσαμε στις σημερινές νύχτες αποδοκιμασίας της Ελλάδας, σε ολόκληρο τον πλανήτη- με τρόπο που πλησιάζει την επιθετικότητα της περιόδου που οδήγησε στο Μνημόνιο..

Τι έφταιξε και από το «Ευχαριστούμε Ελλάδα» του Ζακ Ρογκ στην Καλογρέζα, -ανάμεσα τη Γιάννα Αγγελοπούλου και τον Κωστή Στεφανόπουλο-φτάσαμε στη μομφή «Ελλάδα επιστρέφεις στη χούντα σου», που μας προσάπτουν τα μεγαλύτερα ΜΜΕ του πλανήτη αυτή την περίοδο;

Δεν έχουν περάσει ούτε δυο δεκαετίες από τότε που η ελληνική κοινωνία, με επικεφαλής την Επιτροπή «Αθήνα 2004», πρόσφερε την πρώτη – και την τελευταία μέχρι στιγμής- ανάσα του 21ουαιώνα.

Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο είδαν μια ζωντανή χώρα να διοργανώνει με αυτοπεποίθηση υποδειγματικούς Ολυμπιακούς Αγώνες.

Η Αθήνα λειτουργούσε στην εντέλεια, οι άνθρωποι χαμογελούσαν, νέα παιδιά προσφέραν βοήθεια στους ξένους επισκέπτες στο δρόμο, το κράτος είχε λύσεις για κάθε πρόβλημα.

Πού πήγε εκείνη η Ελλάδα; Γιατί από την επομένη κιόλας άρχισε το ξήλωμά της; Γιατί δεν συντηρήθηκε η αίγλη της Ολυμπιάδας; Τι έπαθε η κοινωνία και δεν έδειξε άλλη φορά τόσο ενθουσιασμό και πειθαρχία;

Όχι γιατί δεν τα έχει πάντως. Η Ελλάδα της προσφοράς και της αποδοτικότητας υπάρχει . Απλώς χάθηκαν τα σύμβολά της, οι άνθρωποι που ήξεραν να την σηκώσουν ψηλά, οι πολιτικές ηγεσίες που έβαζαν στόχους.

Πέρυσι η Αγγελοπούλου – ως επικεφαλής της επιτροπής «Ελλάδα 2021» για την 200ή επέτειο της Παλιγγενεσίας- συνάντησε ξανά εκείνη την Ελλάδα, της προσφοράς.

Παρά τις αντίξοες συνθήκες- με την πανδημία, με τις καραντίνες- κάθε βότσαλο που έριχνε στη λίμνη, προκαλούσε εντυπωσιακούς κύκλους, ιδίως στην περιφέρεια.

Παρόλα αυτά, για δεύτερη φορά, το πολιτικό σύστημα, ενώ συναίνεσε, δεν δείχνει έτοιμο να αξιοποιήσει το κεκτημένο της επετείου- που δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν το τελευταίο φωτεινό πολιτικό σπιράλ στο δημόσιο βίο: η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου τους διεκδίκησε, η κυβερνηση Σημίτη τους προετοίμασε, η κυβέρνηση Καραμανλή τους διοργάνωσε.

Για τρείς συνεχείς πολιτικές περιόδους- άνισες μεταξύ τους, αλλά με ισχυρές πολιτικές ηγεσίες- υπήρχε η σύνεση του κοινού παρονομαστή: και στις τρεις το τιμόνι έμεινε στα χέρια της Γιάννας και αυτό απέδωσε. Παρότι η τέταρτη την τιμώρησε, οδηγώντας την σε παραίτηση από πρέσβειρα εκ προσωπικοτήτων.

Κόμματα και πολιτικοί δεν δέχθηκαν ότι ένας μόνο άνθρωπος – μια γυναίκα εν προκειμένω- μπορεί να χρησιμοποιήσει τις ικανότητες, την ισχύ και τη βούληση που διαθέτει και να τα καταφέρει για λογαριασμό όλων.

Αφού απόλαυσαν την επιτυχία, στη συνέχεια την υπονόμευσαν: σαν να κέρδισε η χώρα τον πρώτο αριθμό στο λαχείο και πήγε να παραλάβει τα κέρδη. Ακόμη και οι διοργανωτές πυροβολήθηκαν.

Η Αγγελοπούλου έφυγε- για να επιστρέψει δεκαέξι χρόνια αργότερα ,πάλι ως «από μηχανής θεά»- οι εθελοντές τα παράτησαν και δεν επέστρεψαν ποτέ, οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις ρήμαξαν και δεν έπαιξαν τον μετα-ολυμπιακό ρόλο τους. Οι δάφνες μαράθηκαν.

Ακόμη αρχείο της Ολυμπιάδας -με πτυχές που δεν έγιναν τότε γνωστές για λόγους ασφάλειας- παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του γενικού διευθυντή της Επιτροπής Μάρτον Σίμιτσεκ, δεν βρήκε πρόθυμη κυβέρνηση να το αξιοποιήσει.

Χωρίς το ΙΟΒΕ, με τον καθηγητή Νίκο Βέττα, να αξιολογήσει απολογιστικά την ολυμπιακή περίοδο, δεν θα υπήρχε σήμερα η τεκμηριωμένη αλήθεια: άφησε θετικό αποτύπωμα στη χώρα, την οικονομία, την κοινωνία, τον τουρισμό και τη φήμη της. Ατυχώς όχι και στο μάνατζμεντ της δημόσιας διοίκησης.

Κανείς πάντως δεν έδωσε ποτέ λογαριασμό γιατί μια τεράστια οικονομική επένδυση που χρηματοδότησε ο ελληνικός λαός και απέδωσε το θαύμα της 13-29 Αύγουστου 2004, πήγε χαμένη στη συνέχεια. Γιατί ενώ η εγχείρηση πέτυχε, ο ασθενείς …απέθανε.

Εκείνη Ελλάδα σκεπάσθηκε πρώτα από το μνημονιακό φάσμα και σήμερα από τα πρωτοσέλιδα τους διεθνούς Τύπου για ταπεινωτικούς λόγους.

Από πρότυπο, η Ελλάδα γίνεται πάλι παράδειγμα προς αποφυγή. Αφού προηγουμένως το εθνικό κατόρθωμα πριν από 18 Αυγουστιάτικες πανσελήνους κατακρεουργήθηκε από εγχώριες δυνάμεις. Ως τάχα …αιτία της κρίσης, ενώ ήταν η τελευταία άμυνα κατά της κρίσης

Η σύγκριση ανάμεσα στο 2004 και το 2022 είναι απογοητευτική, με οδυνηρό τρόπο: ενώ η χώρα έχει προϋποθέσεις και ο πληθυσμός της μπορεί να αναλάβει εγχειρήματα μεγάλης κλίμακας, οι πολιτικές ηγεσίες την καθηλώνουν.

Ακόμη και όταν βρίσκεται τρόπος να αναδειχθεί το φυσικό ελληνικό ταλέντο και η χώρα κινείται μπροστά, κάποιοι τη βάζουν στο προκρούστειο κρεβάτι τους και την ακρωτηριάζουν- για να έλθει στα μέτρα της.

Δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ τον Αύγουστο του 2004. Γιατί δεν φαίνεται στον ορίζοντα η ελπίδα να τον ξαναζήσουμε. Στα διεθνή ΜΜΕ η σημερινή Ελλάδα δεν συγκρίνεται με το συγκλονιστικό σκηνικό του Δημήτρη Παπαϊωάννου στο Ολυμπιακό Στάδιο αλλά με τους κολονέλους της.

Στη θέση που είχε στην καρδιά των καθημερινών ανθρώπων του πλανήτη, η φλόγα, η βαρκούλα, το αγόρι και το κοριτσάκια του μέλλοντός μας ο Κοντολέων του Μητσοτάκη, έβαλε το χειρότερο παρελθόν μας .

Αυτόν τον Αύγουστο, αντί για τις συγκλονιστικές του Μίκη και του Ξαρχάκου, ακούμε τα νοσηρά «κλικ» των «επισυνδέσεων». Νικήσαμε τα λιοντάρια και μας τρώνε οι κοριοί…

AΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR