Του Γ. Λακόπουλου
Η ιστορία δεν γράφεται με υποθέσεις. Αλλά μπορεί να υποθέσει κανείς πως θα ήταν τα πράγματα αν σε μια δύσκολη στιγμή υπήρχαν εν ζωή αυτοί που την διαμόρφωσαν, με τις επιλογές και την πολιτικής τους. Ένας από τους δυο πολιτικούς που έγραψαν την Ιστορία της Γ΄Ελληνικής Δημοκρατίας ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ο άλλος ήταν ο θεμελιωτής της Μεταπολίτευσης Κωνσταντίνος Καραμανλής – πρώτος τη τάξει σ’ αυτή την αξιολόγηση.
Υπήρξαν ιδρυτές των δυο των κομμάτων που κυριάρχησαν μετά το 1974 – αλλά και πρωταγωνιστές πριν το 1967. Για τον Καραμανλή υπάρχει πάντα το κόμμα του -ανθεκτικό ως σήμερα- να τον θυμίζει και να τον τιμά αδιατάρακτα, μένοντας στη σκιά του και με τις παρακαταθήκες του στη μαρκίζα. Για τον Ανδρέα Παπανδρέου, που έφυγε στις 23 Ιουνίου 1996, η μοίρα έπαιξε άσχημο παιχνίδι με τους επιγόνους του.
Υπήρξαν ελλειμματικοί και δεν σεβάστηκαν το ΠΑΣΟΚ που τους άφησε: ένα ανεξάρτητο κόμμα με ριζοσπαστική αφετηρία, διακριτή ιδεολογία και συγκεκριμένες αναφορές στην κοινωνία. Το αλλοίωσαν, του αλλάξαν κοινωνικό πρόσημο, παρέδωσαν «τα άγια τοις κυσί» υποτάσσοντάς το στους ισχυρούς του χρήματος και ο ένας με τον άλλον το οδήγησαν σε διάλυση. Το χειρότερο: ο φυσικός κληρονόμος του τίναξε επιπλέον και τη χώρα στον αέρα, οδηγώντας την εκεί που ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ δεν θα περνούσε ούτε απέξω: στο ΔΝΤ – και τον διεθνή οικονομικό έλεγχο.
Πώς θα ήταν λοιπόν τα πράγματα σήμερα αν δεν είχε πεθάνει το 1996 ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά παρέμεινε στο δημόσιο βίο με τους ρόλους που είχε διαδραματίσει από τότε που πήρε το βάπτισμα του πολιτικού πυρός ως βουλευτής της Ένωσης Κέντρου; Αν ζούσε, αν όχι ως σήμερα, έστω την κρίσιμη περίοδο 2009-10; Αν εκείνες τις εκλογές δεν τις κέρδισε το μασκαρεμένο «ΠΑΣΟΚ του Γιώργου», αλλά το πραγματικό ΠΑΣΟΚ με τον ιδρυτή του επικεφαλής;
Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι οι απαντήσεις στο ερώτημα είναι δεδομένες. Πριν από όλα δεν θα είχε διαλυθεί το ΠΑΣΟΚ, ούτε θα είχε ξεστρατίσει από τις ιδεολογικές ράγες του – ανεξάρτητα από την προσαρμογή του στα εκάστοτε δεδομένα της πραγματικότητας. Όπως ο ίδιος δίδαξε το 1981 με την ΕΟΚ, το 1986 με την υπογραφή της Ενιαίας Πράξης και το 1993 με τη στρατηγική της ΟΝΕ.
Με το ΠΑΣΟΚ ισχυρό και στο τμήμα του πολιτικού χάρτη που το τοποθέτησε η ιδρυτική πράξη του και το αποδέχθηκαν οι πολίτες, οι πολιτικές εξελίξεις θα είχαν διαφορετική κατεύθυνση. Το βέβαιο είναι ότι η χώρα θα ήταν όρθια. Με προβλήματα, πολλά από τα οποία δημιούργησαν οι κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, όπως ο υπερδανεισμός και οι παροχές χωρίς αντίστοιχη παραγωγή. Αλλά ανεξάρτητη και κυρίαρχη για να λύσει μόνη της πρόβλημά της, στα πλαίσια της κοινοτικής Ευρώπης. Που θα αντιμετώπιζε διαφορετικά το ελληνικό ζήτημα με έναν ηγέτη του κύρους του στο τιμόνι της- έχουμε αποδείξεις από το παρελθόν.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου θα χειριζόταν τα προβλήματα με αποφάσεις που θα έπαιρνε η κυβέρνηση του στην Αθήνα και θα συζητούσε στα κοινοτικά όργανα ως πολιτικός με βάρος που αποπνέει σεβασμό, όχι ως ανερμάτιστος γυρολόγος, που του κρεμάνε κουδούνια.
Το έκανε άλλωστε το 1985 όταν ως νικητής των εκλογών διαπιστώνοντας το -δικής του δημιουργίας- ταμειακό αδιέξοδο, έθεσε σε εφαρμογή πρόγραμμα λιτότητας και αυτοσυγκράτησης με επικεφαλής τον Σημίτη – και ας ήταν εσωκομματικός του αντίπαλος. Και σε δυο χρόνια το ξεπέρασε.
Το έδειξε και στη διεθνή νομισματική κρίση του 1994 όταν με τη συνδρομή του Νίκου Κυριαζίδη έκανε τους λεπτούς χειρισμούς που ο ίδιος διαμόρφωσε με την οξυδέρκεια και τη γνώση του και η χώρα άντεξε.
Μπορεί να υποθέσει κανείς ότι το ίδιο θα έκανε το 2009, αν η δημοσιονομική κατάσταση ήταν ίδια. Θα αναζητούσε τη λύση στο εσωτερικό, με θυσίες και τόλμη. Με ειλικρίνεια και άμεση παρέμβαση στην πηγή του προβλήματος. Με μέτρα και αναμέτρηση με όποιον δεν ήθελε να καταλάβει. Πάντως ένα είναι βέβαιο:
Δεν θα παρέδιδε την Ελλάδα στους μάγους του ΔΝΤ. Ούτε θα υπέγραφε συμφωνίες που την έδεσαν για δεκαετίες στον διεθνή οικονομικό έλεγχο -που στερεί στις κυβερνήσεις της το δικαίωμα να αποφασίσουν ακόμη και για να στοιχειώδη ζητήματα διακυβέρνησης.
Παρένθεση: αν μη τι άλλο και μόνο γι αυτό, καλά θα έκανε ο γιος του που -οδηγούμενος ή με πρωτοβουλία του- υπέγραψε αυτά τα ανοσιουργήματα να μην μιλάει αυτές τις μέρες, ούτε να προσπαθεί, σαν τα παιδάκια που τα τσάκωσαν να κάνουν ζαβολιά, να τα φορτώσει σε άλλους. Ειδικά όταν προσπαθούν εκεί που ο ίδιος και οδήγησε και απέτυχε. Έλεος. Κλείνει η παρένθεση.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου θα χειριζόταν τα προβλήματα με αποφάσεις που θα έπαιρνε η κυβέρνηση του στην Αθήνα και θα συζητούσε στα κοινοτικά όργανα ως πολιτικός με βάρος που αποπνέει σεβασμό, όχι ως ανερμάτιστος γυρολόγος, που του κρεμάνε κουδούνια
Αν υπήρχε λοιπόν ο Ανδρέας Παπανδρέου σήμερα, ή το 2009-10, -ή κάποιος σαν αυτόν- η Ελλάδα θα ήταν διαφορετική τώρα και πάντως δεν θα βίωνε το δράμα των Μνημονίων. Εκεί οδηγεί η πολιτική ανάλυση και η εμπειρία. Μεγάλοι πολιτικοί ηγέτες με ιστορικό διασκελισμό σαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου ήξεραν να κρατούν τη χώρα στο δρόμο της.
Μπορεί να τους καταλογίσει κανείς πολλά για την διακυβέρνηση τους και οι εκατέρωθεν αντίπαλοι τους το έκαναν. Ειδικά στον Ανδρέα υπάρχουν πολλά που μπορεί να χρεώσει ο ιστορικός του μέλλοντος. Αλλά τη σημαία δεν την παρέδιδαν ποτέ. Σε κανέναν και για κανένα λόγο. Γνώριζε τι σημαίνει να είναι Πρωθυπουργός .
Μπορεί να πει κανείς λοιπόν ότι με τον Ανδρέα παρόντα -ακόμη και στην αντιπολίτευση, πόσο μάλλον στην κυβέρνηση- η Ελλάδα δεν θα έχασε την ψυχή της και την υπερηφάνεια της. Απλώς γιατί έπρεπε να αντιμετωπιστεί ένα πράγματι μεγάλο τρέχον δημοσιονομικό έλλειμμα και το υψηλό χρέος για το οποίο πρώτος ο ίδιος είχε πει «ή η Ελλάδα θα αφανίσει το χρέος της, ή το χρέος θα αφανίσει την Ελλάδα».
Δεν θα εξευτέλιζε τη χώρα παίρνοντας στο εσωτερικό οδηγίες από τον αχρείο Στρος Καν και στο εσωτερικό από μαθητευομένους καριερίστες χωρίς ιδεολογία που έστειλε το ίδιο το ΠΑΣΟΚ στο Ειδικό Δικαστήριο για εξευτελιστικές κατεργαριές. Και αν από τα πράγματα έφταναν σε αδιέξοδο θα έκανε αυτό που κάνουν οι Πρωθυπουργοί ως φορείς της λαϊκής εντολής: θα κατέφευγε στο λαό…
Οι σταθμοί μιας πορείας
Στα 32 χρόνια ενεργού πολιτικής δράσης που επακολουθήσαν από το 1964 που μπήκε στην πολιτική ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν κεντρικό πρόσωπο των εξελίξεων. Επέβαλε την παρουσία του με πρωτοβουλίες, ρήξεις, ανατροπές, αλλαγές. Και με την προσωπικό βίο του που είχε πάντα τις αντινομίες και τις μεταπτώσεις του. Γοήτευσε με τον πολιτικό λόγο του και την αναλυτική σκέψη του. Ήταν διορατικός στους πολιτικούς χειρισμούς του, χαρισματικός, ευγενής, αξιοπρεπής, οραματιστής και πίστευε σ’ αυτά που έλεγε κάθε φορά. Αγαπούσε τη ζωή και ήξερε ότι για να είναι κάθε στιγμή «κυρίαρχος του παιχνιδιού», πρέπει να αντλεί τη δύναμη του από το λαό. Με τη δύναμη του χαρακτήρα του, συγκλόνισε τη δημοκρατική παράταξη, τη συνένωσε στο ΠΑΣΟΚ και πορεύτηκαν μαζί στους δέκα μεγάλους σταθμούς της πορείας του.
Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Στις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου εξελέγη θριαμβευτικά και ο Γεώργιος Παπανδρέου τον τοποθέτησε υπουργό Προεδρίας και αργότερα αναπληρωτή υπουργό Συντονισμού. Σύντομα αναγορεύτηκε σε θυελλώδη άτυπο, αρχηγό της τότε κεντροαριστεράς, που ασφυκτιούσε στο παλαιοκομματικό πλαίσιο της Ένωσης Κέντρου.
Ο ΑΣΠΙΔΑ
Η πρώτη μεγάλη πολιτική περιπέτεια του Ανδρέα Παπανδρέου υπήρξε η διαβήτη «υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ», Μια ομάδα χαμηλόβαθμων, αλλά φιλόδοξων, αξιωματικών συνέπτυξε την ομώνυμη οργάνωση, ως αντίδραση στο «κατεστημένο» που επέβαλε στο στράτευμα η παραστρατιωτική οργάνωση ΙΔΕΑ. Εκμεταλλευόμενη τη σχέση ενός μέλους της με τον Ανδρέα Παπανδρέου, η οργάνωση ήλθε σε επαφή μαζί του για να ακολουθήσει πολιτική έκρηξη. Ο γιος του τότε Πρωθυπουργού κατηγορήθηκε ότι συνωμοτεί, οι αξιωματικοί κάθισαν στο εδώλιο και ο επίλογος δεν εγράφη ποτέ, λόγω της δικτατορίας που επήλθε εν τω μεταξύ.
Η ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ
Το πολιτικό γεγονός που επέβαλε τον Ανδρέα Παπανδρέου, ως εκπρόσωπο του πιο ριζοσπαστικού τμήματος της δημοκρατικής παράταξης, ήταν η Αποστασία. Απέκοψε από την Ένωση Κέντρου εκείνους που αποτελούσαν τροχοπέδη υιοθέτησης της πολιτικής του και διαμόρφωσε συνθήκες που ευνόησαν ιδιαιτέρως τον πολιτικό λόγο του, που συμπυκνώθηκε στο σύνθημα «Η Ελλάδα στους Έλληνες». Η πρόσκληση αγωνιστικής αντιπαράθεσης με το «κατεστημένο», ενίσχυσε την επιρροή του στο χώρο της νεολαίας, που πρωτοστατούσε στις καθημερινές κινητοποιήσεις εκείνη την περίοδο
Η ΧΟΥΝΤΑ
Η δικτατορία ανέκοψε την πορεία του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά διαμόρφωσε τους όρους που ανέδειξαν το μύθο του. Η διεθνής κινητοποίηση για την απελευθέρωση του και η αντιδικτατορική του δραστηριότητα, του προσέδωσαν ένα νέο αγωνιστικό φωτοστέφανο. Η ίδρυση του ΠΑΚ το 1968 ήταν το πρόπλασμα ενός μελλοντικού πολιτικού φορέα. Ήλθε σε επαφή με τα επαναστατικά ρέματα της εποχής, υιοθέτησε τον μαρξισμό και διαμόρφωσε πολιτικά χαρακτηριστικά τον ακολούθησαν για πολλά χρόνια.
Η ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
Η καθυστερημένη άφιξη του, η απουσία του από την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και η ίδρυση του ΠΑΣΟΚ στις 3 Σεπτεμβρίου 1974, έμελλε να αλλάξουν τη φορά των πραγμάτων. Έβαλε εξ αρχής την προσωπική σφραγίδα του στο νέο κόμμα, με συνέπεια να εισέλθει σε μια περίοδο τριγμών, αλλά στο τέλος υπεβλήθη ως ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης του. Οι εκλογές του 1977 επιβεβαίωσαν την κυριαρχία του και τον έβαλαν στην τροχιά της εξουσίας
Η ΝΙΚΗ
Στις εκλογές του 1981 με 48% και 172 βουλευτές αναδείχθηκε πανίσχυρος πρωθυπουργός, απέναντι στη Ν.Δ. -της οποίας ο ιδρυτής βρισκόταν ήδη στο ανώτατο αξίωμα- και την Αριστερά που είχε αιμορραγήσει προς το ΠΑΣΟΚ. Με την κεκτημένη ταχύτητα εκείνης της νίκης προέβη σε σημαντικές τομές, που μετέβαλαν το κοινωνικό κλίμα και το πολιτικό σκηνικό στο εσωτερικό και αναπροσανατόλισαν την εξωτερική πολιτική της χώρας.
ΤΟ ΧΕΡΦΙΛΝΤ
Όταν εισήλθε στο χειρουργείο του νοσοκομείο Χέρφιλντ, για να υποβληθεί σε εγχείρηση καρδιάς, άφηνε πίσω του ανοικτά θέματα που -εφόσον κέρδιζε τη μάχη της ζωής- θα έπρεπε να αντιμετωπίσει σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Το πανελλήνιο είχε στραμμένη την προσοχή του στο «σκάνδαλο Κοσκωτά» που συγκλόνιζε τη χώρα και στην ιδιωτική ζωή του που έφερε στο προσκήνιο τη Δήμητρα Λιάνη. Στις εκλογές του 1989 και του 1990 πλήρωσε το κόστος και στις 8 Απριλίου 1990 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τον νίκησε για τρίτη φορά και ανεδείχθη Πρωθυπουργός.
ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Η παραπομπή στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο κλόνισε τον Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά όσοι πίστευαν ότι θα τον δουν στο εδώλιο απογοητεύτηκαν. Επέμενε εξ αρχής ότι η δίκη ήταν σκευωρία και έχοντας κλείσει εν τω μεταξύ, με τον τρίτο γάμο του, το θέμα της ιδιωτικής του ζωής, έπαιξε όπως ήξερε το ρόλο του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η απόφαση του Δικαστηρίου τον Ιανουάριο του 1992 και οι συμπληρωματικές εκλογές στη Β’ Αθήνας τον Απρίλιο, τον έβαλαν εκ νέου στην τροχιά της εξουσίας και ανέκοψαν -έστω προσωρινά- την εσωκομματική αμφισβήτηση.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Τον Οκτώβριο του 1993 ο πολιτικός ηγέτης που μόλις τέσσερα χρόνια νωρίτερα παραπέμφθηκε για οικονομικά σκάνδαλα, ήταν και πάλι ο θριαμβευτής των εκλογών. Με 46,88% εξέλεξε 170 βουλευτές και σχημάτισε ισχυρή κυβέρνηση. Ήταν όμως σαφές ότι, στο εσωτερικού του κόμματος άρχισε να κλιμακώνεται η αμφισβήτηση, εν όψει της μεταπαπανδρεϊκής εποχής που άρχισε όσο ο ίδιος ήταν εν ζωή. Η σύσταση της «ομάδας των τεσσάρων» κατέδειξε την αδυναμία του να θέτει πλέον υπό έλεγχο τις αμφισβητήσεις.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Στις 20 Νοεμβρίου 1995 ο Ανδρέας Παπανδρέου εισήλθε στο Ωνάσειο. Με την εσωτερική δύναμη που τον διέκρινε, πάλεψε επί 57 μέρες σε πρωτοφανές κλίματος πιέσεων, μέχρι να βγει από την ενεργό πολιτική. Στις 15 Ιανουαρίου 1996, ακριβώς 35 χρόνια από την ημέρα που η πτήση της Λουφτχάνσα τον έφερε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, έβαλε την υπογραφή του στο κείμενο της παραίτησης του από Πρωθυπουργός.
Ύστερα από 123 μέρες νοσηλείας θα βγει ζωντανός από το Ωνάσειο, αλλά ο καταπονημένος οργανισμός του δεν θα αντέξει περισσότερο από τρεις μήνες. Στις 23 Ιουνίου 1996 άφησε την τελευταία πνοή του. Η πιο συγκλονιστική συγκέντρωση του, ήταν αυτή που δεν είδε ποτέ: το τριήμερο λαϊκό προσκύνημα στην κηδεία του- πριν από 21 χρόνια…