45 και πλέον χρόνια από το θάνατο του Μακαρίου

Του Γιαννάκη Ομήρου

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΑΓΑΠΗΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ Γ

Ελληνίδες και Έλληνες,

Βαριά η ευθύνη και δύσκολο το χρέος που επωμίσθηκα για να απευθύνω το λόγο εδώ στη γενέτειρα του Παναγιά. Στην καθιερωμένη «πορεία αγάπης» σήμερα 19 Ιανουαρίου, ημέρα κατά την οποία ο Εθνάρχης Μακάριος συνήθιζε να γιορτάζει τα ονομαστήρια του.

Όμως, η αναφορά σε μια απαστράπτουσα προσωπικότητα που τίμησε την Κύπρο, τον Ελληνισμό και την Εκκλησία, που λάμπρυνε την Προεδρία της Δημοκρατίας και που την κατέστησε  αγωνιστική έπαλξη,  δεν είναι εύκολο καθήκον. Και τα λόγια μοιάζουν φτωχά και ανήμπορα, να περιγράψουν το ανάστημα και τις διαστάσεις της προσωπικότητας και της προσφοράς του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.

Και δηλώνω αδύναμος να απαριθμήσω τις αρετές και να καταγράψω την κορυφαία και πολυσήμαντη συμβολή του στους αγώνες και τις προσπάθειες του Κυπριακού Ελληνισμού για ελευθερία, για απόκρουση των δόλιων ενεργειών υπονόμευσης της Κυπριακής Δημοκρατίας  αλλά και για την προώθηση του οράματος τερματισμού της τουρκικής κατοχής και μιας λύσης στο Κυπριακό που θα διασφαλίζει τη φυσική και εθνική επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού

Και είναι ακόμα βαριά η ευθύνη και δύσκολο το χρέος αναφοράς στο Μακάριο, γιατί το καθήκον μας είναι να καταθέτουμε και τον  απολογισμό για τα έργα και τις ημέρες μας, για τα επιτεύγματα και τις παραλείψεις μας, σε αυτόν που εκδαπάνησε ολόκληρη τη ζωή του ως συνεχή προσφορά και θυσία για την Κύπρο.

Όμως, ο απολογισμός είναι σχεδόν αδύνατος, γιατί στην Κύπρο της αγχόνης των αποικιοκρατών, της συνεχιζόμενης τουρκικής κατοχής,  της αντίστασης στην προδοσία και το έγκλημα του 1974,  τα μηνύματα δεν είναι αυτά που θα έπρεπε να είναι.

Υπό τη βαριά σκιά της απουσίας του Μακαρίου, πώς να αρθρώσουμε το λόγο χωρίς τον κίνδυνο του υποκριτικού εκπεσμού και μιας επιφανειακής και επιδερμικής αναφοράς, όταν η Κύπρος βρίσκεται ακόμα διχοτομημένη, με πρόσφυγες, αγνοούμενους, με εγκλωβισμένους. Πώς θα μιλήσουμε στο Μακάριο με την Κερύνεια, την Αμμόχωστο και τη Μόρφου κατεχόμενες, με τα ιερά και τα όσια μας συλημένα από τον κατοχικό στρατό και με τους πρόσφυγες να φεύγουν από τη ζωή με τον αβάστακτο καημό του γυρισμού; Και τι αναφορά θα του δώσουμε  όταν για μια ακόμα φορά εγκυμονούντα κίνδυνοι με τις θρασύτατες αξιώσεις Τουρκίας και υποχείριας Τ/Κ ηγεσίας για «λύση δύο κρατών», «κυριαρχική ισότητα» και με απειλές για εποικισμό της Αμμοχώστου και συνεχείς αμφισβητήσεις των θαλασσίων συνόρων της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά κυνική παραβίαση του διεθνούς θαλασσίου Δικαίου.

Αλλά εδώ, παρεμβαίνει ο ποιητής. Γράφει λοιπόν, ο Νίκος Κρανιδιώτης στο ποίημα του «Κερύνεια» το 1986.

« Πώς θες να πάμε,

Που ορθώνεται τώρα μπροστά μας

Η ματωμένη σημαία;

Πώς θες να πάμε τώρα

Σε αυτή της σπαρμένη με κόκκαλα γη της πατρίδας

Χωρίς μια πικρή – πικρή μεταμέλεια

Μια προσευχή εκδίκησης,

Χωρίς τα δίκαια άρματα της οργής και της νέμεσης»; Λέγεται ως κοινοτυπία ότι η κοινή μοίρα των ανθρώπων είναι ο θάνατος. Όμως για μεγάλες προσωπικότητες που καθόρισαν καταλυτικά την πορεία των εξελίξεων, ο θάνατος δεν είναι το τέρμα . Είναι η αφετηρία ευρύτερης καταξίωσης και κυρίως αναγόρευσης τους ως συμβόλων που εμπνέουν και καθοδηγούν με το παράδειγμα τους.

Έτσι ο Μακάριος παραμένει ζωντανός στη συνείδηση του λαού και παρών στις ιστορικές εξελίξεις.

Η χρονική απόσταση από τη βιολογική του απουσία, αναδεικνύει ακόμα πιο έντονα το μέγεθος της προσωπικότητας του, προβάλλει πιο επιτακτικά τις εθνικές και πολιτικές του υποθήκες, επιβεβαιώνει τις προβλέψεις του και δικαιώνει τους οραματισμούς του.

Υπό αυτή την έννοια ο Μακάριος, υπήρξε μια προσωπικότητα η οποία δια της μνήμης εξουδετερώνει τον χρόνο και το θάνατο. Τα τεκμήρια της αθανασίας του, δηλαδή της καταγραφής του στη συλλογική συνείδηση, υπήρξαν τα έργα και οι ημέρες του. Οι αγώνες και οι αγωνίες του. Η σχέση του με τους πολλούς που συγκρότησαν το δημόσιο χώρο του. Η σχέση του με τον κόσμο και την ιστορία. Με την Κύπρο, την Ελλάδα, τον κόσμο με την έννοια της πολιτικής. Με τον αγώνα  αποτίναξης του αποικιοκρατικού ζυγού, της διάσωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την τουρκική απόπειρα κατάλυσης της το 1963-64, της εθνικής τραγωδία του 1974, της αντίστασης σε επιβολή απαράδεκτων και αντεθνικών λύσεων.

Σαράντα πέντε και πλέον χρονια από το θάνατο του Μακάριου. Τι να πούμε και τι να παραλείψουμε; Τη μεγάλη του μαρτυρική πορεία για την ελευθερία και την προκοπή του λαού μας; Το παγκόσμιο κύρος του και το διεθνές του εκτόπισμα που κατέστησε την Κύπρο γνωστή σε ολόκληρη την ανθρωπότητα;  Και πώς  να διαγράψουμε την απόπειρα διαγραφής της μνήμης,  της παραχάραξης της αλήθειας και της πραγματικής ιστορίας;   Όταν επιχειρούνται παραμορφώσεις και στρεβλώσεις σε ό,τι αφορά τις αρχές, τις αξίες και τις πολιτικές στις οποίες πίστευε και τις οποίες υπηρέτησε σε όλη τη διάρκεια της μαρτυρικής του πορείας, επικεφαλής του κυπριακού λαού.  Τι να πούμε και τι να παραλείψουμε, όταν κυριαρχούν οι μισές αλήθειες και οι μεγάλες αλήθειες χάνονται;

45 και πλέον χρόνια από το θάνατο του Μακαρίου. Και η  ενότητα είναι απολύτως αναγκαία. Η  εθνική λαϊκή συστράτευση και συμπόρευση, είναι όρος επιβίωσης του λαού και της πατρίδας.  Με εθνική λαϊκή ενότητα που πρέπει να  οικοδομείται,  όχι  με τη διαγραφή των εθνικών υποθηκών του Μακάριου και με την παραχάραξη και διαστρέβλωση των πολιτικών του, αλλά με τη διαφύλαξη της αλήθειας. Ούτε με την απόπειρα συμψηφισμού και εξομοίωσης των ευθυνών για την προδοσία του 74 με τους εθνικούς ολετήρες που άνοιξαν τις κερκόπορτες στον καραδοκούντα «Αττίλα».

Είναι αξίωμα ότι η απουσία των μεγάλων ιστορικών φυσιογνωμιών, γίνεται πιο έκδηλη και αισθητή με την πάροδο του χρόνου. Στην περίπτωση του Μακαρίου αυτό το αξίωμα παίρνει ακόμα πιο έντονες διαστάσεις. Γιατί ο Μακάριος, με τους σταθερούς στόχους, την ευέλικτη στρατηγική, τον αγωνιστικό ρεαλισμό αλλά και με το παγκόσμιο κύρος και τη συντριπτική υποστήριξη της τεράστιας πλειοψηφίας του Κυπριακού Ελληνισμού, υπήρξε ηγέτης που σφράγισε ανεξίτηλα την ιστορική πορεία της Κύπρου.

Ενώ ξεκίνησε σαν ένας φλογερός επαναστάτης, χωρίς τη μετέπειτα αποκτηθείσα  πολιτική ωριμότητα και πείρα, εξελίχθηκε σε μια παγκόσμιας εμβέλειας πολιτική φυσιογνωμία που τοποθετούσε την Κύπρο, στο προσκήνιο των διεθνών εξελίξεων. Ο Μακάριος, ως νέος, εμπνευσμένος με τις ελληνικές παραδόσεις, τίμησε τον τίτλο της Εθναρχίας και ηγήθηκε πολιτικά του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-59 που δεν οδήγησε μεν στα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, όμως έθεσε τέρμα στην αποικιοκρατία και υπήρξε η απαρχή της ανεξαρτησίας. Μιας ανεξαρτησίας δυστυχώς ελλειμματικής, με δοτό Σύνταγμα που  ενσωμάτωνε πρόνοιες που το καθιστούσαν μη λειτουργικό με τα αδιέξοδα αναπόφευκτα.   Η Μεγάλη Βρετανία, στην προσπάθεια της να συντηρήσει πολιτικο- στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο, πρώτα ενέπλεξε την Τουρκία με την τριμερή για να αξιοποιήσει τους Τ/Κ και τέλος επέβαλε ένα μη λειτουργικό σύνταγμα.  Ο Μακάριος, σε μια προσπάθεια αποφυγής αδιεξόδων και κρίσεων, πρότεινε τα δεκατρία σημεία.  Είναι ανιστόρητο, να θεωρούνται οι προτάσεις αυτές ως έναυσμα για τις καλούμενες διακοινοτικές ταραχές. Από πότε προτάσεις, αντί να οδηγούν σε διάλογο, οδηγούν σε κρίση;  Άλλωστε, είναι γνωστή η προπαρασκευή της Τουρκίας να οδηγήσει στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο ίδιος ο τότε Γ.Γ. του ΟΗΕ, Ου Θάντ, χαρακτήρισε τα γεγονότα ως προσπάθεια υλοποίησης της πάγιας τουρκικής πολιτικής. Ο δε, Γκάλο Πλάζα, στην Έκθεση του προς το Συμβούλιο Ασφαλείας για τα τότε γεγονότα, αναφέρει ότι ο στόχος της Τουρκίας ήταν ο βίαιος διαχωρισμός και η διχοτόμηση.

Η αποτυχία διάλυσης της Κυπριακής  Δημοκρατίας το 1963-64,  οδήγησε στη συνωμοσία του 1974.  Από τα αποκαλυφθέντα έγγραφα διαφαίνεται ότι στόχος ήταν ένα  πραξικόπημα, η δολοφονία του Μακαρίου, η εισβολή,  ο βίαιος φυλετικός και γεωγραφικός διαχωρισμός και η επιβολή μιας πολιτικής εξουσίας, πρόθυμης να νομιμοποιήσει  τα τετελεσμένα του δίδυμου εγκλήματος.

Η σωτηρία του Μακαρίου και ο αγώνας του λαού για επάνοδο του, διαφοροποίησε μεν τα αρχικά σχέδια, αλλά δεν απέφυγε την εθνοκάθαρση και την de facto διχοτόμηση από τις τουρκικές κατοχικές δυνάμεις.  Ο Μακάριος σε μια προσπάθεια να οδηγήσει σε μια ανεκτή λύση, άρχισε το διακοινοτικό διάλογο. Στη συνέχεια, διαπίστωσε το αδιέξοδο. Στην  τελευταία δραματική του ομιλία στην πλατεία Ελευθερίας, διακήρυξε ότι ο διακοινοτικός διάλογος διέδραμε τη  χρησιμότητα του και χρησιμοποιείται ως άλλοθι από την Τουρκία και ότι υπερέβημεν τα όρια ασφάλειας σε υποχωρήσεις.

Τα λόγια του Μακάριου, λίγες μόνο εβδομάδες πριν από το θάνατο του, περιγράφουν ανάγλυφα τη θεώρηση του για τη λύση του Κυπριακού και τα όρια των υποχωρήσεων:  «Η Ελληνοκυπριακή πλευρά, δεν έχει περιθώρια άλλων υποχωρήσεων γιατί έκαμεν ήδη πολλές και έφθασε σε όρια που δεν μπορεί να υπερβεί. Και επομένως, οι πολιτικές συνταγές ή συμβουλές περί αμοιβαίων υποχωρήσεων δεν πρέπει να απευθύνονται προς τους Έλληνες Κυπρίους. Υποχωρήσεις πρέπει να ζητούνται μονάχα από την τουρκική πλευρά, αν υποχώρηση μπορεί να ονομασθεί, στην περίπτωση αυτή, η επιστροφή κατακτηθέντων δια στρατιωτικής βίας».

Και απαντώντας ο Μακάριος σε όσους συμβούλευαν ρεαλιστική δήθεν αποδοχή των τετελεσμένων, διακήρυττε στο Όμοδος, το 1975:   «Πιθανώς να λεχθεί ότι υπάρχουν σήμερον εν Κύπρω τετελεσμένα γεγονότα, τα οποία δεν απογίνονται και δεν ανατρέπονται. Και δεν πρέπει ταύτα να παραγνωρίζονται. Δεν παραγνωρίζομεν, αλλά δεν αναγνωρίζομεν και δεν αποδεχόμεθα και δε νομιμοποιούμεν δια της υπογραφής μας τετελεσμένα γεγονότα».

Στο συλλαλητήριο της 20ης Ιουλίου 1976 προσέθετε: «Η μόνη προσφερόμενη σύντομος λύσις, είναι η αναγνώρισις και αποδοχή της «ντε φάκτο» καταστάσεως. Ποία όμως, η ωφέλεια εκ της τοιαύτης συντομίας; Μήπως δια να αποφευχθεί η τουρκοποίησις των κατεχομένων εδαφών; Αλλά, θα γίνει τότε τη συγκαταθέσει και δια της υπογραφής μας. Μήπως δια να αισθανώμεθα ασφαλείς εις το υπόλοιπον τμήμα της νήσου; Πιστεύω, αντιθέτως, ότι η νομιμοποίησης των τετελεσμένων γεγονότων θα διεγείρει την τουρκικήν βουλιμίαν και θα ενθαρρύνει τα επεκτατικά σχέδια της Τουρκίας εις την Κύπρον».

Ελληνίδες, Έλληνες,

Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, οφείλουμε να στραφούμε προς το Θρονί, για προβληματισμό, έμπνευση και διάνοιξη προοπτικών. Η σημερινή κρίσιμη εθνική συγκυρία, απαιτεί αξιοποίηση του βασικού διαχρονικού μηνύματος του Μακαρίου που υπήρξε η εμμονή σε στόχους και αρχές, με ανάλογη τακτική που ωστόσο δεν αναιρεί τις βασικές εθνικές επιδιώξεις. Η τιμή στο Μακάριο δεν μπορεί να εξαντλείται σε επιμνημόσυνες δεήσεις και επετειακούς λόγους. Απότιση τιμής στη μνήμη του μεγάλου ηγέτη, σημαίνει να αντλούμε παράδειγμα από την αγωνιστική του πορεία και να σηκώνουμε με σεβασμό την κιβωτό με τις εντολές του.  Χρέος μας να επιμείνουμε σε λύση που να εγγυάται την ενότητα κράτους και χώρου, την απομάκρυνση των στρατευμάτων και των εποίκων και τη διασφάλιση των βασικών ελευθεριών και δικαιωμάτων του συνόλου του λαού.

49 και πλέον χρόνια από την εθνική τραγωδία του 1974,  το καθήκον μας είναι να παραμείνουμε σε εγρήγορση και κινητοποίηση σε όλη την κλίμακα του Ελληνισμού για τη διασφάλιση των αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων της πατρίδας και του λαού μας. Δεν είμαστε ούτε αρνητικοί, ούτε απορριπτικοί. Αλλά με σαφήνεια πρέπει να δώσουμε το μήνυμα, ότι δεν πρόκειται να συναινέσουμε σε εθνικό αυτοχειριασμό.

Μέσα στις σημερινές συνθήκες είναι απαραίτητη η ενότητα. Όχι, σαν άχρωμη ευχή, αλλά ως κοινό μέτωπο για αγώνα επιβίωσης και απελευθέρωσης. Επιβάλλεται να πρυτανεύσει φρόνημα αγωνιστικό και πνεύμα ομοψυχίας και αδιάσπαστης εθνικής ενότητας. Γιατί στο δύσκολο αγώνα που διεξάγει ο Κυπριακός Ελληνισμός, καμιά συμπαράσταση δεν μπορεί να αξιοποιηθεί και κανένας  στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς καθολική και ανεπιφύλακτη συσπείρωση γύρω από τον υπέρτατο σκοπό της σωτηρίας της Κύπρου.

Μια ενότητα στη βάση συλλογικής διαβούλευσης για συνδιαμόρφωση αποφάσεων στρατηγικού και τακτικού χαρακτήρα. Μια ενότητα στη βάση συμμόρφωσης προς τη λαϊκή βούληση. Με αναδιαμόρφωση της στρατηγικής μας, για να αποφύγουμε τους εξόφθαλμους κινδύνους. Να αποκαταστήσουμε τον πραγματικό χαρακτήρα του κυπριακού προβλήματος και να επανατοποθετήσουμε την Τουρκία στο εδώλιο του κατηγορουμένου, ως παραβάτη του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.  Σε πλήρη και αδιάσπαστη ενότητα με την Ελλάδα που αποτελεί το μόνιμο, φυσικό και ανιδιοτελή συμπαραστάτη μας στον αγώνα για εθνική δικαίωση.

45 και πλέον  χρόνια μετά που ο μεγάλος ηγέτης έφυγε νωρίς. Εκατό δέκα χρόνια από τη γέννηση του.  Και όμως είναι παρών, δικαιωμένος και υπερήφανος. Λιτός πάντα ως αρχαίο επίγραμμα. Σεπτός ως βυζαντινό εξωκλήσι. Και εμείς παραμένουμε, με φορτισμένες τις μνήμες, με οράματα τραυματισμένα, μέσα στους επάλληλους και φαύλους κύκλους της κρίσης αξιών, της ανατροπής των προτεραιοτήτων μας, του άγους της κατοχής, των καταπατουμένων δικαιωμάτων του λαού μας, της λησμοσύνης του μεγάλου μας χρέους.  Αναζητώντας συνειρμούς της δικής του μεγαλοσύνης και θυσίας με το σημερινό μας καθήκον. Καθήκον το οποίο επιτάσσει να ξεφύγουμε οριστικά από το σύνδρομο της εθνικής ταπείνωσης του 1974. Οφείλουμε να επανακαθορίσουμε τα μεγάλα οράματα και να επανασυνδέσουμε τα κομμένα νήματα των προσπαθειών και των αγώνων του Κυπριακού Ελληνισμού. Να ολοκληρώσουμε τον ιστορικό κύκλο που ξεκινά από την αγχόνη του αποικιοκράτη, φτάνει στη δημοκρατική αντίσταση του λαού μας το 1974, εκτείνεται στην τραγωδία της εισβολής και ολοκληρώνεται, πρέπει να ολοκληρωθεί, με πράξη μόνο μία. Πράξη απόσεισης της κατοχής. Πράξη ελευθερίας.

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος στο λόγο αποχαιρετισμού του Μακάριου, το 1977, είπε με τη χαρακτηριστική του γλαφυρότητα:  «Αδελφοί, οι μεγάλοι νεκροί δεν εκλείπουν. Η παρουσία τους γίνεται στη μεταθανάτια πορεία τους μέσα στην ιστορία ακόμη πιο έντονη. Κλαίμε, διότι πέθανε ο Μακάριος. Και ξεχνάμε, ότι ο Μακάριος Ζει. Ζει στην ψυχή όλων σας, στη θέληση σας να  πραγματοποιήσετε τη δική του θέληση. Δεύτε, πονεμένοι αδελφοί, να λάβετε θάρρος, δύναμη και πίστη. Η Κύπρος δεν πεθαίνει».

Αυτή είναι η υπόσχεση μας και σήμερα προς το μεγάλο ηγέτη του λαού μας. Η  Κύπρος δεν θα γονατίσει και δεν θα υποκύψει στη βία, στο άδικο και στην αυθαιρεσία. Θα αγωνιστούμε για να μην περάσουν τα αποτελέσματα της προδοσίας, της τουρκικής εισβολής και κατοχής.  Θα  παλέψουμε μέρα και νύκτα ωσότου από τα σκοτάδια αναβλύσει φως.

Φως άπλετο ελευθερίας!