Ο Χάιντεγκερ, ο Σαρτρ και ο Μίμης Ανδρουλάκης

Του Απόστολου Λουλουδάκη

«Ανάμεσα στον κόσμο και στη συνείδηση δεν υπάρχει τίποτα, αλλά αυτό το τίποτα, είναι αδιαπέραστο, είναι ο πιο ριζικός χωρισμός. Δεν είμαι αυτός ο κόσμος, όπως δεν είμαι και το παρελθόν μου, ή το μέλλον μου. Χρειάζεται να είμαι όλα αυτά χωρίς ποτέ να τα κατέχω οριστικά, διότι ως συνείδηση είμαι αυτή η άρνηση που εμφανίζει τον κόσμο σαν κόσμο και εμένα σαν καθορισμένη κατάσταση μέσα στον κόσμο».
– Jean Hyppolite  

Δύο βιβλία που έμειναν στον πρώτο τόμο και ποτέ δεν εκδόθηκε ο υποσχόμενος δεύτερος ήταν το Είναι και Χρόνος του Χάιντεγκερ όπως το Είναι και το Μηδέν του Σαρτρ.

Ο Χάιντεγκερ προσπάθησε στο αρχικό ερώτημα για το Είναι να δώσει απάντηση αλλά τελικά δεν έδωσε καμία απάντηση και έτσι το κεφάλαιο ανάλυσης της σχέσης του χρόνου με το Είναι και το μελλοντικό δεύτερο μέρος του βιβλίου, το οποίο θα περιείχε άλλα τρία κεφάλαια αποδόμησης των Οντολογιών των Αριστοτέλη, Descartes και Kant αντίστοιχα, δεν εμφανίστηκε ποτέ.

Επειδή συνεχίζει ο Μίμης Ανδρουλάκης να υπερασπίζεται ένα βιβλίο που έγραψε ως αυτοβιογραφία αλλά περισσότερο ασχολείται με το Είναι του με την έννοια της υπαρξιακής φιλοσοφίας του Χάιντεγκερ που ορίζει «Το Εδωνά – Είναι είναι ένα Ον που δεν λαβαίνει απλώς τόπο ανάμεσα σε άλλα όντα. Υπερέχει οντικά, από το γεγονός ότι μέσα στο Είναι του αυτό το Ον νοιάζεται για το ίδιο του το Είναι.» Γιατί«[…] Το ερώτημα για το νόημα του «Είναι» είναι το πιο καθολικό και το πιο κενό ταυτόχρονα όμως κείται μέσα του η δυνατότητα να εξατομικευτεί οξύτατα στο εκάστοτε εδωνά-Είναι (Dasein). Αν μέλλουμε να πετύχουμε τη θεμελιώδη έννοια του «Είναι» και να σκιαγραφήσουμε την απαιτούμενη οντολογική εννοιολόγηση και τις αναγκαίες παραλλαγές, χρειαζόμαστε ένα συγκεκριμένο οδηγό. Η καθολικότητα της έννοιας «Είναι» δεν αντιμάχεται τον «ειδικευμένο» χαρακτήρα της έρευνας έχουμε δηλαδή την πρόθεση να προχωρήσουμε προς την έννοια του «Είναι» ερμηνεύοντας ένα ειδικό ον, τον εδωνά-Είναι, με το οποίο σκοπεύουμε να προσπελάσουμε τον ορίζοντα για την κατανόηση και τη μπορετή ερμήνευση του «Είναι». Αλλά το ίδιο τούτο ον, το Εδωνά-Είναι, είναι εν εαυτώ «ιστορικό», και έτσι η οντολογική του ακτινοσκόπηση θα μεταβληθεί αναγκαία σε «ιστοριολογική» ερμηνεία.»

Ο Χάιντεγκερ όμως αναλύει τις δομές της ανθρώπινης ύπαρξης και επειδή οι κοινές λέξεις που είναι ενσωματωμένες στη προγενέστερη φιλοσοφική σκέψη, δημιουργούν παρερμηνείες. Γι’ αυτό ο Χάιντεγκερ δημιουργεί ένα ριζικά νέο φιλοσοφικό λεξιλόγιο, οπότε το Είναι και Χρόνος, ως ανάγνωσμα, είναι πάρα πολύ απαιτητικό λόγω του πυκνού ύφους, των δυσνόητων εννοιών και των πολλών νεολογισμών που περιέχει. Ωστόσο, γίνεται συστηματική ανάλυση των φιλοσοφικών προβλημάτων. Το Είναι και Χρόνος θέτει κυρίως ένα βασικό πρόβλημα. Δεν είναι άλλο από το ερώτημα για το νόημα του Είναι (“Seinsfrage”). Στο ίδιο ερώτημα προσπαθεί να απαντήσει στο βιβλίο του και ο Μίμης Ανδρουλάκης, θέτοντας ακόμα από το εισαγωγικό πρόθεμα του Βιβλίου του για την αναζήτηση τον Εαυτό του όπου προβάλλει την φράση «Εγώ είμαι οι Άλλοι».

Όπως ο Χάιντεγκερ ονομάζει τον άνθρωπο «εδωνά-Είναι» (“Dasein”), επειδή εκείνος πάντα αυτοπροσδιορίζεται σε σχέση με τα άλλα όντα του κόσμου που ανήκει έτσι και ο Μίμης Ανδρουλάκης προσπαθεί να βρει τον δικό του αυτοπροσδιορισμό.

Επειδή όπως ορίζει ο Χάιντεγκερ ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να βρίσκεται κάπου (πχ εδώ ή εκεί), εξαιτίας του ότι πάντα είναι σε κάποιου είδους σχέση με τα υπόλοιπα όντα, αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον χώρο γύρω του όχι απλώς ως ένα αντικείμενο για μελέτη, όπως λανθασμένα νόμιζε ο Descartes και ύστερα ο Kant, αλλά με βάση το πλησίασμα, την «από-μάκρυνση» όπως την ονομάζει ο Χάιντεγκερ (“Ent–fernen”)και τον «προσανατολισμό» (“Ausrichtung”). Αυτές οι δύο έννοιες χαρακτηρίζουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε πρωταρχικά το χώρο. Η επιστημονική σκέψη και κατανόηση έρχεται πολύ αργότερα.

Αλλά προκειμένου να συντηρήσει την ύπαρξή του και να πραγματώσει τις επιθυμίες του, ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τα διάφορα αντικείμενα ως «όργανα» (“Zeuge”), στα οποία δίνει ως νόημα ένα συγκεκριμένο σκοπό. Για παράδειγμα, ένα σφυρί είναι για να καρφώνουμε καρφιά και να κατασκευάζουμε τα κάθε λογής πράγματα της καθημερινότητας. Όπως το σφυρί, έτσι και κάθε όργανο προικίζεται από τον άνθρωπο με το νόημα ότι είναι «για να» (“um zu”) κάνει ένα ορισμένο «έργο» (“Werk”). Κατά την καθημερινή χρήση του οργάνου, δεν εστιάζουμε την προσοχή μας σε αυτό (πχ στο σφυρί) ,αλλά στη διαδικασία που πρέπει να γίνει (πχ στο σφυροκόπημα). Αυτό εννοεί ο Heidegger όταν λέει ότι κάθε όργανο είναι αρχικά ένα «πρόχειρο» (“Zuhandenes”) και επισκιάζεται από το έργο στο οποίο στρεφόμαστε. Αυτή η συμπεριφορά ονομάζεται «περίσκεψη» (“Umsicht”). Ωστόσο, ενδέχεται να συμβεί μετατόπιση του ενδιαφέροντος από το έργο (πχ σφυροκόπημα) προς το όργανο (πχ σφυρί) σε τρεις περιπτώσεις: όταν χαλάσει («κίνηση προσοχής») όταν απουσιάζει («ενοχλητικότητα») ή όταν είναι ακατάλληλο για ένα συγκεκριμένο έργο («πείσμα»). Τότε αρχίζουμε να μελετάμε το ίδιο το όργανο (πχ το σφυρί), εστιάζοντας στις αντικειμενικές του ιδιότητες (πχ βάρος). Όταν συμβαίνει μετατόπιση του ενδιαφέροντός μας από το έργο στο όργανο, η περίσκεψη αντικαθίσταται από την ενατένιση (“Sicht”): συλλαμβάνουμε το όργανο ως κάτι παρευρισκόμενο (“Vorhandenes”) πλάι σε μας, επειδή δεν είναι πια αναγκαίο για την επιβίωσή μας.

Έτσι και ο Μίμης Ανδρουλάκης χρησιμοποιεί το σφυρί [γιατί το δρεπάνι δεν του χρειάζεται πια] να μετατοπίσει το ενδιαφέρον του βιβλίου του από ανούσιες προσωπικές φανταστικές ιστορίες στο μεγαλύτερο μαζικό αντιστασιακό γεγονός κατά την διάρκεια της χούντας σε μια κομματική αντιδικία με τον τότε γραμματέα της σπουδάζουσας της ΚΝΕ καταλογίζοντας μετά θάνατον όλες τις αδυναμίες του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ όπως ο Χάιντεγκερ επικρίνει ολόκληρη τη δυτική Φιλοσοφία επειδή κατά τη γνώμη του αυτή προσπάθησε να συλλάβει την έννοια του Είναι αντικειμενικά και ανεξάρτητα από τον άνθρωπο, που είναι όμως αναπόσπαστο μέρος του.

Το Είναι όμως του Μίμη Ανδρουλάκη δεν είναι ον, για να μπορεί να μελετηθεί επιστημονικά όπως λόγου χάρη ένα σφυρί. Αντιθέτως, τα αντικείμενα λαμβάνουν από τον άνθρωπο το όποιο νόημά τους, αφού ο άνθρωπος δε βρίσκεται απέναντι στον κόσμο αλλά δε μπορεί να διαχωρίσει τον εαυτό του από αυτόν. Για να εξασφαλίσει τη ζωή του, ο άνθρωπος μπορεί και κατανοεί τα αντικείμενα στον τρόπο ύπαρξής τους (πρόκειται για την προχειρότητα του «για να»). Επομένως, όλα τα αντικείμενα παραπέμπουν πάντα σε κάποιους άλλους (πχ το σφυρί παραπέμπει στον τσαγκάρη- πατέρα του που το χειρίζεται και του έχει δώσει το προσωπικό του στίγμα).

Ο Χάιντεγκερ μας λέει όμως ότι μέσα στον άνθρωπο υπάρχει η ηθική συνείδηση, η οποία του υπενθυμίζει ότι είναι υπεύθυνος για το πώς θα ζήσει τη ζωή του αλλά και πώς θα την περιγράψει θα συμπληρώναμε. Γιατί αυτή η φωνή μιλά με το συναίσθημα της «αγωνίας» (“Angst”). Η αγωνία διαφέρει από κάθε άλλο συναίσθημα διότι δεν έχει ένα συγκεκριμένο αντικείμενο στο οποίο να αναφέρεται, αλλά αφορά την ύπαρξη συνολικά.

Από την άλλη στο Είναι και το Μηδέν του Σαρτρ, εκφράζεται ο μάταιος χαρακτήρας της ύπαρξης, όπως με τη φράση «ο άνθρωπος είναι ένα άχρηστο πάθος». Αν μπορεί πάντως να είναι πηγή αυτονομίας για την ύπαρξη, αυτή η ριζική απροσδιοριστία υπάρχει κίνδυνος να βιωθεί σαν ιλιγγιώδης και αγωνιώδης. Αυτή είναι η τραγικότητα του υπαρξισμού: ο άνθρωπος είναι ένα μηδέν, όπως είχαν πει με τον τρόπο τους ο Πασκάλ, ο Καντ και ο Φίχτε, αλλά ένα μηδέν που ποθεί την πληρότητα, έστω εκείνη των συμπαγών πραγμάτων που δικαιώνονται με τη χρήση τους.

Στο βιβλίο του ο Μίμης Ανδρουλάκης αναφέρει ότι στο μοδιστράδικο λαϊκών φορεσιών της μητέρας του και μέσα από το Οιδιπόδειο του σύμπλεγμα θα ήταν ιδανικό μέρος για τον Φρόιντ, όμως ο Σαρτρ δεν μπορεί παρά να αρνείται τη φροϋδική ψυχανάλυση και το ασυνείδητο, καθώς, αν τη δεχόταν, αυτό θα σήμανε ότι ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος να γίνει ελεύθερος, αλλά προκαθορίζεται από μύχιες ενορμήσεις που βρίσκονται πέρα και πίσω από τον έλεγχό του. «Ο άνθρωπος πρέπει να δημιουργηθεί μέσα από τη ζωή και τις πράξεις του, επειδή στον άνθρωπο – και μόνο στον άνθρωπο- η ύπαρξη προηγείται της ουσίας».

Επειδή συνεχίζει να μη παραδέχεται το λάθος του, σχετικά με τον Κώστα Τζιαντζή και ειδικά στην τελευταία του συνέντευξη στο in.gr στην ερώτηση που του έκαναν απαντά ως να απευθύνεται σε ακροατήριο που έχει συνηθίσει να μιλά, χρόνια τώρα.

Ρωτήθηκε σχετικά:- Πάντως το τωρινό βιβλίο σας σήκωσε και αντιδράσεις. Και ρωτώ ευθέως παρότι κάνετε κριτική στην «Πανσπουδαστική Νο 8» που σε ένα σκέλος της κατήγγειλε την απαρχή του τριημέρου του Πολυτεχνείου. Δεν είναι ανφέρ να κατονομάζετε τον φερόμενο συντάκτη –και γραμματέα της Σπουδάζουσας της ΚΝΕ– εκείνης της ανακοίνωσης ενώ έχει πεθάνει και ενώ δεν μπορεί να το αντικρούσει; Και απάντησε:- Δεν κατονομάζεται. Όταν με ρωτούσαν πάντα, όπως σε «Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα» του Κούλογλου, εκεί δημόσια με ρώτησε ο Διονύσης Μαυρογένης: «Γιατί δεν λες πότε, ποιος το έκανε, αφού ήσουν στο ΚΚΕ;». Εκεί λέω: «Ρωτήστε τον Φρόιντ και όχι τον Λένιν. Μην ψάχνετε πολιτικά κίνητρα».

Και τώρα με το βιβλίο μου παρουσιάζω το ψυχαναλυτικό υπόβαθρο μιας στιγμής ακραίας παρόρμησης, μέσα στην ασφυξία της ιωαννιδικής τρομοκρατίας, ένα παρατέντωμα ενός προβληματισμού, ενός σκεπτικισμού που υπήρχε στο ανώτερο όργανο της Νεολαίας. Το μοτίβο που υπήρχε ήταν προσοχή, όχι σε ξεσπάσματα εκτός του προγραμματισμού του Κόμματος.Ένα φοβικό ανακλαστικό στο αυθόρμητο. Δεν ονομάζω εκεί, έμμεσα μιλώ. Μετά από 50 χρόνια το περιστατικό ανήκει στην Ιστορία. Είναι όμως μια στιγμιαία παραφορά. Δεν πρέπει να αποτελέσει πηγή μεταγενέστερων αναθεωρήσεων για το Πολυτεχνείο. Υπάρχει πάντα δε και το θέμα της αποκαταστάσεως του Διονύση Μαυρογένη που κατηγορήθηκε άδικα από το φύλλο της «Πανσπουδαστικής».

Για μένα, ένα αμετάκλητο σφάλμα δεν ακυρώνει μια προσωπικότητα, μια διαδρομή. Ο Βενιζέλος ευλογεί το κίνημα του Πλαστήρα. Δεν θα κρίνουμε επίσης τον Μίκη ή τον Ανδρέα από μια στιγμή παραφοράς. Σε κάποιον αξιόλογο άνθρωπο μπορεί στο εσωτερικό του ρολόι να παρεισφρήσουν αλλόκοτα δευτερόλεπτα. Δεν αναφέρομαι ονομαστικά για ένα πρόσωπο που αγαπούσα, με εμπνέει και αν έγραφα νουβέλα για εκείνη την εποχή θα είχε εκείνον ως πρωταγωνιστή. Έζησε και πέθανε σαν αγωνιστής. Με βαθύτερο σεβασμό και οδύνη γιατί ξέρω πως το τραύμα εμπεριέχει πόνο, ενοχή. Θα θέλαμε η «Πανσπουδαστική Νο 8» να ήταν ένα κακό όνειρο. Νομίζω κλείνει το θέμα. Ήταν ένα στιγμιαίο σφάλμα, είναι ανθρώπινο. Να μην το χρεώσει στο ΚΚΕ ή την ΚΝΕ. Έχω αποφασίσει να μην αντιδικήσω. Ο πόνος μου είναι βαθύτερος αλλά κάνεις κι ένα ισοζύγιο του πόνου όταν γράφεις Ιστορία. Κλείνω τη συζήτηση από την πλευρά μου.       

Εμείς όμως του υπενθυμίζουμε ότι: «Πολύ λίγα άτομα έχουν τη δύναμη να διατηρήσουν την ακεραιότητά τους αν η κοινωνική, πολιτική τους θέση είναι εντελώς συγκεχυμένη. Μη έχοντας το κουράγιο να παλέψουμε για κάποια αλλαγή της κοινωνικής μας θέσης, αντ’ αυτού, πολλοί από εμάς, έχουμε αποφασίσει να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε ταυτότητα. Και τούτη η περίεργη συμπεριφορά κάνει τα πράγματα πολύ χειρότερα. Η σύγχυση μέσα στην οποία ζούμε είναι εν μέρει δικό μας έργο». Αυτά είχε γράψει η Χάνα Άρεντ, μια από τις πιο εμβληματικές πολιτικές στοχάστριες του 20ου αιώνα, πράγμα που βλέπουμε να ισχύει, γιατί αν είχε ηθική υπόσταση θα έπρεπε να καταργήσει το κεφάλαιο που αναφέρεται στον τότε γραμματέα της σπουδάζουσας.

Επίσης περιμένουμε να ξεπεράσει τον Χάιντεγκερ και τον Σαρτρ και να εκδώσει τον δεύτερο τόμο, αν και αυτοί κατάλαβαν το λάθος τους και δεν το τόλμησαν ποτέ, όπως εξηγήσαμε. 

* Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΜεΡΑ25