Game over

Toυ Νίκου Φωτόπουλου

Πληρωμένη συμπαιγνία της γερμανικής κυβέρνησης και μερίδας ειδικών για την επιβολή lockdown, αποκαλύπτει η εφημερίδα “Die Welt”.

Το αναγκαίο χρονικό διάστημα των  περιοριστικών μέτρων δεν μπορεί να παρατείνεται τεχνητά.

Προς ένα «τεκμήριο μη επικινδυνότητας» για την άσκηση των στοιχειωδών ελευθεριών μας;

Απίστευτη (;) αποκάλυψη της εφημερίδας “Die Welt”, στο πρωτοσέλιδο της 9ης Φεβρουαρίου που έχει προκαλέσει σάλο στη Γερμανία.

Το γερμανικό υπουργείο Εσωτερικών…προσέγγισε (sic) μέλη του Ινστιτούτου Robert Κοch. Τους παρήγγειλε ένα fast-food «κείμενο εργασίας» με μοντέλα πρόβλεψης της εξέλιξης των κρουσμάτων βάσει των χειρότερων δυνατών σεναρίων, ώστε να το χρησιμοποιήσει ως «επιστημονική βάση» για την τρομοκράτηση του πληθυσμού και τη δικαιολόγηση του σκληρού lockdown. Σύμφωνα με τοσενάριο αυτό, περισσότεροι από 1 εκατ. άνθρωποι θα έχαναν τη ζωή τους, εάν η κοινωνική ζωή συνεχιζόταν όπως πριν από την πανδημία.

Το κατά κυβερνητική παραγγελία «κείμενο εργασίας» προκάλεσε την επιβολή νομοθετικών μέτρων ασφυκτικού περιορισμού των ατομικών ελευθεριών.

Στη Γερμανία, εδώ και ένα χρόνο, τα μέτρα αυτά, καθώς και κρατικές αποφάσεις απαγόρευσης συναθροίσεων που διοργανώνονται ενάντια στα lockdowns, προσβάλλονται στα δικαστήρια. Ήδη έχουν υπάρξει δικαστικές αποφάσεις για την αντισυνταγματικότητά τους, κυρίως με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Κρίνεται ότι τα περιοριστικά μέτρα είναι δυσανάλογα και ότι το γερμανικό κράτος όφειλε πρώτα να λάβει ηπιότερα και πιο στοχευμένα μέτρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης, προτού φτάσει στα ληφθέντα.

Η πιο πρόσφατη εξ αυτών είναι η απόφαση για την αντισυνταγματικότητα της βραδινής απαγόρευσης κυκλοφορίας στη Βάδη-Βυρτεμβέργη. Κρίθηκε από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο του κρατιδίου ότι η απαγόρευση είναι απλουστευτική, χωρίς διαφοροποιήσεις και μη επαρκώς αιτιολογημένη. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της απόφασης (το πλήρες κείμενό της δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη), ο φόβος για την εκθετική αύξηση των νέων κρουσμάτων δεν αποτελεί επαρκή τεκμηρίωση της απαγόρευσης κυκλοφορίας.

Οι δικαστές, για να σχηματίσουν δικανική πεποίθηση, υπεισέρχονται εκ των πραγμάτων (ως οφείλουν) και σε ειδικά επιδημιολογικά θέματα. Και ο λόγος είναι απλούστατος : διότι πρέπει να αποφανθούν για την συνταγματικότητα νόμων. Και, μάλιστα, νόμων που επιβάλλουν έκτακτα, γενικά, οριζόντια, συχνά διαρκή, ισοπεδωτικά μέτρα περιορισμού θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη. Άρα, διερευνούν και ιατρικές πτυχές του θέματος, συγκεντρώνοντας και συνεκτιμώντας το σχετικό υλικό, προκειμένου να διαπιστώσουν εάν στην εκάστοτε περίσταση είναι αναλογική, αναγκαία, πρόσφορη η λήψη του συγκεκριμένου περιοριστικού μέτρου το οποίο προσβάλλεται και τίθεται υπό την κρίση του.

Ένα κράτος υποχρεούται στη λήψη των διαθέσιμων, αναγκαίων και πρόσφορων εναλλακτικών μέτρων πριν από την έσχατη λύση της επιβολής ή της παράτασης ισχύος σκληρών οριζόντιων περιορισμών. Τα μέτρα αυτά είναι γνωστά. Έχουν υποδειχθεί από την επιστημονική κοινότητα και από τους αρμόδιους φορείς των υγειονομικών. Σε προηγούμενα κείμενα έχω αναφέρει ορισμένα εξ αυτών, με σκόπιμη επιμονή, για τη θεμελίωση της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας (και αναγκαιότητας) των μέτρων που λαμβάνονται στην Ελλάδα.

Το ερώτημα δεν είναι “ναι ή όχι στο lockdown γενικά”. Ο προβληματισμός έγκειται (σε νομικό επίπεδο) στο εάν το εκάστοτε μέτρο είναι ανάλογο, αναγκαίο, πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και (σε πολιτικό επίπεδο) στο εάν η κατάσταση εξαίρεσης επιδιώκεται , διά μέσου κρατικών μέτρων, να μετατραπεί σε διαρκή συνθήκη κοινωνικής συμβίωσης με λιγότερη δημοκρατία, μεγαλύτερες ανισότητες, μπλοκάρισμα της κοινωνικής κινητικότητας και ασφυκτική επιτήρηση.

Η απίστευτη (;) αποκάλυψη της εφημερίδας ‘Die Welt’ ας κάνει ορισμένους να είναι πιο προσεκτικοί, από τούδε και στο εξής, και σε άλλες χώρες της Ευρώπης.

Στην Ελλάδα, στην οποία το δημοσίευμα-βόμβα έχει σχεδόν «πνιγεί»,  η κυβέρνηση έχει δώσει 50 εκατ. στα ΜΜΕ εδώ και έναν χρόνο, με προφανή στόχο να ελέγξει πλήρως την ενημέρωση. Την ίδια στιγμή, η πρωτοφανής αδιαφάνεια στη λειτουργία του ΕΟΔΥ γεννά πολλά ερωτήματα. Ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν, για να μην προκαλεί το γερμανικό δημοσίευμα αχρείαστους ελληνικούς συνειρμούς.

Τι συζητείται στις συνεδριάσεις του ΕΟΔΥ; Ποια επιδημιολογικά μοντέλα πρόβλεψης κατατίθενται; Γιατί λίγα και συγκεκριμένα μέλη της Επιτροπής (και όχι άλλα) εμφανίζονται καθημερινά στα ταϊσμένα με 50 εκατ. ευρώ ελληνικά ΜΜΕ; Γιατί τα συγκεκριμένα αυτά μέλη επιχειρούν να προκαταλάβουν τις αποφάσεις 30 μελών της Επιτροπής, πιέζοντας πάντοτε για τα πιο σκληρά περιοριστικά μέτρα βάσει πάντοτε των πιο δυσοίωνων προβλέψεων για την εξέλιξη των κρουσμάτων;

Είναι αλήθεια αυτό που γράφτηκε σε μερίδα του Τύπου ότι, στην πολύωρη συνεδρίαση της 5ης Φεβρουαρίου, πολλοί εξοργίστηκαν με συγκεκριμένα μέλη που «κατέβαζαν» κυβερνητική γραμμή;

Έχουν βάση οι δημοσιογραφικές πληροφορίες ότι συγκεκριμένα μέλη της Επιτροπής, αυτά που πάντοτε προτείνουν τα πιο σκληρά μέτρα, σε μια κορύφωση του συγκινητικού πάθους τους για την προστασία της υγείας μας, απείλησαν με παραίτηση αν δεν τους «περάσει» η εισήγηση;

Επειδή, λοιπόν, κανείς δεν ξέρει τι θα μπορούσε να αφορά ένα επόμενο δημοσίευμα.

Επειδή καταστρέφονται ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων.

Επειδή η ελευθερία, η υγεία, η ζωή, δεν είναι παίγνιο άλλων επιδιώξεων.

Επειδή εκατοντάδες χιλιάδες μαγαζιά απειλούνται με οριστικό λουκέτο.

Επειδή το lockdown διαρκείας απειλεί ανθρώπινες ζωές και καταστρέφει χιλιάδες οικογένειες.

Ως εδώ.

Η εξουσία διαφθείρει, και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση των έκτακτων εξουσιών των «καταστάσεων εξαίρεσης»…Όποιος τις αποκτά, «γλυκαίνεται». Και, όχι σπάνια, επιδιώκει την τεχνητή παράτασή τους, πέραν του αναγκαίου χρονικού διαστήματος, εργαλειοποιώντας προς τούτο και πρόθυμους ειδικούς.

Αυτό είναι το δίδαγμα από το γερμανικό δημοσίευμα.

Game over.

Και μια τελευταία παρατήρηση, η οποία βασίζεται στον πρωτοσέλιδο τίτλο της γερμανικής εφημερίδας («καταργείται η ελευθερία, της οποίας η μη επικινδυνότητα πρέπει να αποδεικνύεται»).

Βαδίζουμε, τελικά, ως κοινωνία προς ένα «τεκμήριο μη επικινδυνότητας» ως προϋπόθεση άσκησης των ελευθεριών μας;

Οφείλουμε, πλέον, να αποδεικνύουμε τη μη επικινδυνότητά μας για να ασκούμε στοιχειώδεις ελευθερίες;

Υπάρχει ελευθερία χωρίς κανένα ρίσκο;

Το ερώτημα αυτό τέθηκε πρόσφατα στην ελληνική δημόσια συζήτηση, όμως οι ουσιαστικές προεκτάσεις του σκεπάστηκαν από τον κουρνιαχτό της κομματικής διαπάλης.

To ρίσκο (και, μαζί, την ευθύνη) της ελευθερίας το δεχόμαστε; To αναλαμβάνουμε; Ή το εκχωρούμε σε «υγειονομικούς πατερούληδες», δίνοντάς τους αναφορά και προσκομίζοντας πιστοποιήσεις για τη μη επικινδυνότητά μας;

Αντιλαμβανόμαστε σε ποια μονοπάτια βαδίζουμε;