H αρετή της ειρωνείας

Του Michael Foessel (*)

Οι στάχτες της Παναγίας των Παρισίων δεν είχαν ακόμη σβήσει όταν πολλοί άρχισαν να αναρωτιούνται αν μια τέτοια φωτιά μπορούσε να είναι τυχαία. Αυτή η ανάγκη για αντισυμβατικές εξηγήσεις δεν είναι καινούργια: οι κοινωνίες της πληροφορίας υποτάσσουν το γεγονός στις απόψεις που εκφέρονται γύρω από αυτό. Για να στέκεται στο ύψος του θεάματος (ένας σχεδόν χιλιετής καθεδρικός ναός στις φλόγες), ένα σχόλιο πρέπει να επιτρέπει τις πιο εξωφρενικές υποθέσεις. Με αυτή τη λογική, ένα βραχυκύκλωμα δεν μετράει δίπλα σε μια κακόβουλη πράξη. Σε έναν κόσμο που είναι εμποτισμένος από τη θρησκευτική πίστη, θα φανταζόταν κανείς το δάκτυλο ενός εκδικητή Θεού. Σε μια εκκοσμικευμένη κοινωνία όπως η δική μας, το σχόλιο παραπέμπει στη μοχθηρία των ανθρώπων. Και στις δύο περιπτώσεις, προτιμάμε να υποκύψουμε στο πάθος του νοήματος από το να αποδεχθούμε μια πεζή εξήγηση για ένα ακραίο γεγονός.

Στην εποχή των fake news, των θεωριών συνωμοσίας και των απόψεων που παρουσιάζονται ως βεβαιότητες, είναι ίσως επείγον να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με την αλήθεια. Παρά την αναγκαιότητά της, η αναφορά στα γεγονότα δεν αρκεί. Στην καλύτερη περίπτωση, τα γεγονότα καθορίζουν το περιεχόμενο της αλήθειας, ενώ το ζητούμενο εδώ είναι να στοχαστούμε τη σχέση μας μ’αυτήν. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μάς έχουν μετατρέψει σε ντετέκτιβ ή ερασιτέχνες ρεπόρτερ που διεξάγουν την έρευνά τους χωρίς να ασχολούνται με τις επίσημες αλήθειες, πεισμένοι συχνά ότι υπάρχει ένα κρυμμένο νόημα πίσω από τον μιντιακό καπνό. Μόλις εμφανιστεί η παραμικρή αντίφαση στην εξιστόρηση των γεγονότων, η ερμηνευτική μηχανή ξεκινά.

Απέναντι σε αυτό το άλογο πάθος του νοήματος, πρέπει να αποκατασταθεί η αρετή της ειρωνείας. Αυτό μπορεί να φαίνεται παράδοξο, δεδομένου ότι η ειρωνεία μοιάζει να χαρακτηρίζει τον συνωμοσιολόγο που δεν παίρνει στα σοβαρά καμιά από τις επίσημες εξηγήσεις που του προσφέρονται. Κι όμως, αυτός που διακατέχεται περισσότερο από ένα αίσθημα σοβαρότητας είναι ο εραστής των συνωμοσιών και των σεναρίων καταστροφής. Αντί να εντάξει τη σοβαρότητα στην επιστήμη ή την ειδίκευση, την τοποθετεί σε μια αλήθεια την οποία είναι ο μόνος που κατέχει. Ο αυθεντικός είρων, αντίθετα, δεν είναι ένας θεωρητικός της καχυποψίας. Δεν ισχυρίζεται ότι διαθέτει μια γνώση από το ύψος της οποίας μπορεί να παρατηρεί τον κόσμο. Αντίθετα, αναστέλλει την έκφραση κρίσης για να φανεί καλύτερα το άτοπο των βεβαιοτήτων που εκφράζονται γύρω του με αλαζονεία.

Το «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» αποτελεί την πιο καθαρή έκφραση σωκρατικής ειρωνείας. Αντί να αρκεστεί να προσδιορίσει τα γεγονότα, ο Σωκράτης αφήνει να μιλήσουν οι άλλοι μέχρι να έρθουν σε αντίφαση ο ένας με τον άλλο. Αντί να ζητήσει νόμους για την αλήθεια, όπως επιχειρούν πολλοί να κάνουν σήμερα, ο είρων παίρνει τοις μετρητοίς μια γνώμη που διατυπώνεται για να δείξει ότι αποτελείται από μισές αλήθειες. Φυσικά, ο Σωκράτης προσποιείται ότι δεν γνωρίζει, αφού είναι σίγουρος για κάτι: οι ειδικοί της αλήθειας και της ηθικής δεν γνωρίζουν περισσότερα από τον ίδιο. Αντί όμως να αντιτάξει μια θέση ή ένα δόγμα στις ψευδαισθήσεις των άλλων, παίζει με τη γλώσσα για να μην πέσει θύμα των υπερβολικά σοβαρών απόψεων.

Αναφερόμενος στον Σωκράτη, ο Κίρκεγκορ έλεγε ότι ο είρων «είναι πιο ελαφρύς από τον κόσμο». Αυτή η ελαφρότητα τον ξεχωρίζει από τη βαρύτητα εκείνων που πιστεύουν ότι δεν υπάρχει ποτέ καπνός χωρίς φωτιά και ότι το παραμικρό γεγονός επιδέχεται μια συνολική εξήγηση. Με αυτή την έννοια, ο σημερινός μας κόσμος έχει γίνει ακόμη πιο βαρύς: βομβαρδισμένος από τη συνεχή πληροφορία, δεν αφήνει καθόλου χώρο στην αμφιβολία, στην αβεβαιότητα ή στην τύχη. Αντίθετα, η ειρωνεία αποδραματοποιεί τη σχέση μας με την αλήθεια. Αυτός που οίδε ότι ουδέν οίδε δεν αρκείται στο να αρνηθεί να αναζητήσει ένα κρυφό νόημα σε κάθε γεγονός. Γελάει και με τη σοβαρότητα με την οποία το πάθος του σχολίου προσπαθεί να έχει την τελευταία λέξη της ιστορίας.

(*) Ο Μικαέλ Φεσέλ είναι Καθηγητής Φιλοσοφίας στην Ecole Polytechnique

(Πηγή: Liberation- ΑΠΕ ΜΠΕ)