Kλιματική αλλαγή και Πτολεμαΐδα

Γράφει ο Μιχάλης Ραμπίδης     

Ό,τι συμβαίνει στο περιβάλλον έχει αντίκτυπο στη ζωή του ανθρώπου, όπως επίσης και πολλές δράσεις του ανθρώπου επηρεάζουν το περιβάλλον. Η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού της γης αύξησε κατακόρυφα την κατανάλωση πάνω από 70%, υπερδιπλασίασε τη ζήτηση ενέργειας, ενώ μείωσε επικίνδυνα τους διαθέσιμους πόρους. Η εξόρυξη και χρήση ορυκτών καυσίμων τον προηγούμενο αιώνα δωδεκαπλασιάστηκε.  Η υπερθέρμανση του πλανήτη διαφοροποίησε τη ροή των φυσικών φαινομένων, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται μεγάλες περίοδοι ξηρασίας, βροχοπτώσεις έντονες, χιονοπτώσεις εκτός του εύλογου για κάθε περιοχή χρόνου κ.α.

Η επικίνδυνη στροφή της κλιματικής αλλαγής που έβλεπαν οι επιστήμονες, άρχισε να ανησυχεί και να απασχολεί σοβαρά την κοινή γνώμη από την δεκαετία 1960. Έγιναν κάποιες συνδιασκέψεις του ΟΗΕ με ηγέτες κρατών που είχαν τους ίδιους προβληματισμούς για την σωτηρία του περιβάλλοντος, όπως το πρωτόκολλο του Μόντρεαλ 1987, η διάσκεψη για το περιβάλλον του Ρίο 1992, το πρωτόκολλο του Κιότο 1997, η συμφωνία στο Παρίσι 2015, η διάσκεψη της Μαδρίτης 2019 κ.α. που δεν είχαν όμως τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Η Ελλάδα με ανώτερο  ποσοστό συμμετοχής 0,2% στην παγκόσμια περιβαλλοντική επιβάρυνση, συμμετείχε και εφάρμοζε τα συμφωνηθέντα.

Την μεγαλύτερη επιβάρυνση στο περιβάλλον προκαλούσαν στην Ελλάδα (σύμφωνα με τις μετρήσεις τους) οι Λιγνιτικές Μονάδες Παραγωγής Ηλεκτρικού Ρεύματος, η πλειοψηφία των οποίων βρισκόταν στο λεκανοπέδιο Πτολεμαΐδας. Οι μονάδες αυτές συνετέλεσαν στον εξηλεκτρισμό της χώρας και έδωσαν για περισσότερα από 60 χρόνια έως και το 75% της παραγόμενης Ηλεκτρικής Ενέργειας (Η/Ε).  Τα αρχικά εκμεταλλεύσιμα αποθέματα λιγνίτη στην περιοχή μας υπολογίστηκαν σε 2,6 δις τόνους. Ως το 2010 εξορύχθηκαν τα μισά και τα εναπομείναντα επαρκούσαν για ακόμα 40 χρόνια (2050) με την προβλεπόμενη μείωση παραγωγής Η/Ε από λιγνίτη.

Ο «μαύρος χρυσός» όπως ονομάστηκε ο λιγνίτης ήταν άφθονος στην Εορδαία γη. Η αρχική εκμετάλλευσή του ξεκίνησε από την εταιρία «Λιγνιτωρυχεία Πτολεμαΐδος Παυλίδου-Αδαμοπούλου» το 1925. Μετά από διάφορες αναθέσεις εκμετάλλευσης (Φίλης, Αμερικάνοι κ.λπ.) εν μέσω δυο Παγκοσμίων πολέμων και του ελληνικού εμφυλίου, το 1957 πωλείται στην εταιρία ΛΙΠΤΟΛ του Μποδοσάκη. Το πρώτο ορυχείο λειτούργησε 23/3/1959 και τροφοδότησε την πρώτη ατμοηλεκτρική μονάδα Πτολεμαΐδας 1/5/1959 έως 28/6/2010, το εργοστάσιο λιγνιτοπλίνθων από 15/5/1959 έως 15/2/2008 και τη λειτουργία της ΑΕΒΑΛ (Αζωτούχα Λιπάσματα) από το 1965 έως το 1997και μέχρι σήμερα όλους τους Ατμοηλεκτρικούς Σταθμούς της Δυτικής Μακεδονίας.

Ευγνώμων στην Πτολεμαΐδα ο πλουσιοπάροχα αμειφθείς από το υπέδαφός της, αλλά και σωστός επιχειρηματίας και ευπατρίδης Πρόδρ. Μποδοσάκης-Αθανασιάδης, την ευεργέτησε με την ανέγερση (από το ίδρυμά του) το 1982 και παράδοση το 1989 του «ΜΠΟΔΟΣΑΚΕΙΟΥ»  ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ Πτολεμαΐδας, πραγματικό κόσμημα για όλη τη Δυτική Μακεδονία! Τα εγκαίνια του Νοσοκομείου έγιναν το 1992.

Η εξόρυξη λιγνίτη και η καύση του δημιούργησε αρκετά προβλήματα στην υγεία και τη ζωή των κατοίκων της περιοχής, παρά τα όποια περιβαλλοντικά-αντιρρυπαντικά μέτρα (ηλεκτροστατικά φίλτρα κ.α.) που έλαβε η ΔΕΗ.  Σημαντική ήταν και η περιβαλλοντική επίπτωση από τη διαδικασία εξόρυξης λιγνίτη, με την υποχρεωτική καταστροφή των υδροφοριών, για να προσεγγισθεί ο λιγνίτης. Η εξαντλητική διαχείριση του υδάτινου δυναμικού κατέβασε περισσότερο από 200 μ. τον υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής και προκάλεσε πτώση της στάθμης των λιμνών Βεγορίτιδας και Χειμαδίτιδας τουλάχιστον 20 μέτρα.

Αξίζει να αναφερθεί πως η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας διαθέτει το 65% των επιφανειακών υδάτων της χώρας με δέκα λίμνες, το υδρογραφικό δίκτυο του Αλιάκμονα και άλλους ποταμούς, με προοπτική νέα φράγματα και λιμνοδεξαμενές για αρδεύσεις και άλλες χρήσεις. Η περιοχή μας περνάει απροειδοποίητα και πρόωρα το κατώφλι της μεταλιγνιτικής περιόδου, θα μπορούσε να γίνει πιο ομαλά, όπως σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Για να μείνει «ζωντανός» ο τόπος απαιτείται σωστός προγραμματισμός και επενδύσεις, για να πάρει ξανά μπρος η μηχανή για μια διαφορετική ανάπτυξη.

Δυστυχώς η βιομηχανική παραγωγή αλλά και άλλες ανθρώπινες δράσεις που αποβλέπουν στο κέρδος (σε συνθήκες σκληρής ανταγωνιστικότητας), πραγματοποιούνται συνήθως χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις στο περιβάλλον. Λείπει σε μεγάλο βαθμό η οικολογική συνείδηση και η ευθύνη που αναλογεί στον καθένα για την προστασία του περιβάλλοντος που αφορά την ίδια μας τη ζωή.