Του Γ. Λακόπουλου
Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι ο Γ. Παπανδρέου παρέλαβε το 2009 την ελληνική οικονομία με ένα κρίσιμο πρόβλημα: τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Πώς και γΙατί είναι άλλη συζήτηση.
Σε ό,τι αφορά τον ίδιο ως Πρωθυπουργό το θέμα είναι ότι αντί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα που παράλαβε, πήρε αποφάσεις για τις οποίες δεν είχε εξουσιοδότηση.
Οδήγησε τη χώρα σε διεθνή οικονομικό έλεγχο για «να τη σώσει».
Μόνο που κανείς δεν του ανέθεσε να τη σώσει Με την ψήφο τους οι πολίτες του είχαν αναθέσει να εφαρμόσει το πρόγραμμά του και τίποτε άλλο.
Αν υπήρξαν νέα δεδομένα όφειλε να ζητήσει νέα εντολή. Προτίμησε το Μνημόνιο- χωρίς να ρωτήσει κανέναν- και το αποτέλεσμα το ξέρουμε.
Ακριβώς το ίδιο δείχνει διατεθειμένος να κάνει ο Κυριάκος Μητσοτακης με τα εθνικά θέματά και ακριβέστερα με το Αιγαίο. Παίρνει μόνος του αποφάσεις για τις οποίες δεν έχει λαϊκή εντολή.
Σε μία συνέντευξη- που δείχνει να είναι από αυτές που γράφει ο συντευξιαζόμενος -αλλιώς θα υπήρχαν διευκρινιστικές ερωτήσεις- ο Πρωθυπουργός λέει:
“Πιστεύω πως, ναι, θα πρέπει να πούμε καθαρά ότι αν δεν μπορούμε να τα βρούμε, τότε θα πρέπει να συμφωνήσουμε, η μία διαφορά που αναγνωρίζει η Ελλάδα να εκδικαστεί από ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, όπως είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Και για να είμαι απολύτως σαφής, αναφέρομαι στον ορισμό της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αν πιστεύουμε -και το πιστεύουμε- ότι έχουμε το δίκιο με το μέρος μας, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα ως χώρα από αυτή την εξέλιξη».
Περίεργες διατυπώσεις. Μιλάει για «μια διαφορά» και αναφέρει… δύο.
Σε κάθε περίπτωση αυτή η τοποθέτηση υποδηλώνει αλλαγή της πάγιας εξωτερικής πολιτικής. Ως τώρα η Ελλάδα αναγνώριζε μια διαφορά με την Τουρκία: την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Και πρότεινε την κοινή προσφυγή στη Χάγη.
Προσοχή: για την οριοθέτηση, όχι για την διανομή-όπως διευκρίνιζε με κάθε ευκαιρία ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Τώρα ο Μητσοτάκης χρησιμοποιεί τη λέξη «ορισμός» και όχι « οριοθέτηση» για την υφαλοκρηπίδα και προσθέτει αυτό που αποκαλεί «θαλάσσιες ζώνες στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο». Δηλαδή; Εδώ αναδύονται ερωτήματα:
Πριν από όλα ποιος το αποφάσισε αυτό; Είναι ζήτημα εθνικής κυριαρχίας. Δεν μπορεί να είναι προσωπική του επιλογή χωρίς εντολή να την κάνει.
Πώς προχωράει λοιπόν χωρίς να έχει φέρει το θέμα στη Βουλή, ή να το έχει συζητήσει με την αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά ούτε με το υπουργικό του συμβούλιο;
Δεύτερο, γιατί δεν αποσαφηνίζει τι εννοεί «θαλάσσιες ζώνες»; Αν μιλάμε για νομικό θέμα οι λέξεις έχουν σημασία. Και πώς θα γίνει η προσφυγή; Πακέτο ή ξεχωριστά; Σ’ αυτά τα θέματα η εξέλιξη στο ένα ορίζει και την εξέλιξη στο άλλο.
Τι ακριβώς θα ζητήσει η Ελλάδα στη Χάγη σ’ αυτό το θέμα; Αυτό που ήδη της ανήκει; Πώς μπορεί να συζητήσει την οριοθέτηση ΑΟΖ χωρίς προηγουμένως να τις έχει ανακηρύξει; Θα είναι σα να θέτει υπό διαπραγμάτευση κατοχυρωμένο δικαίωμά της.
Τρίτο, τι περίεργος συλλογισμός είναι να λέει ό,τι λέει επισήμως ο Πρωθυπουργός πώς όταν προσφύγουμε στη Χάγη θα πρέπει να είμαστε αφενός απολύτως σίγουροι ότι έχουμε το δίκιο με το μέρος μας και αφετέρου απολύτως έτοιμοι να δεχθούμε την τελική απόφαση ενός τέτοιου διεθνούς οργάνου;
Τι ακριβώς σημαίνει «έτοιμοι»; Και επί ποιου θέματος να «ετοιμαστούμε». Αν αυτή η απόφαση -που θα είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε-, σημαίνει συνεκμετάλλευση, δεν θα πρέπει να είναι γνωστό και σαφές από την αρχή;
Τέταρτο, δεν θα έπρεπε ήδη να ξέρουμε, ή έστω να το μάθουμε τώρα, αν είπε ο ίδιος στον Ερντογάν τα ίδια πράγματα; Αν πρότεινε Χάγη γι’ αυτά τα θέματα, αν δήλωσε «έτοιμος» για όλα και ποια απάντηση πήρε;
Πέμπτο, αν είναι σίγουρος ότι μια τέτοια πρωτοβουλία “θα είχε την αποδοχή των υπόλοιπων κομμάτων» και «δεν βλέπει να υπάρχει κάποια ουσιαστική αντίρρηση», τότε γιατί δεν καλεί τα κόμματα να το συζητήσει, ώστε να προκύψει διακηρυγμένη εθνική ομοψυχία; Πώς προεξοφλεί τη θέση τους;
Έκτο, πώς είναι δυνατόν να προέρχεται από την Ελλάδα μια «υποχωρητική» πρόταση, την ώρα που κλιμακώνεται η ένταση από τους γείτονες, οι οποίοι κατά τα λοιπά βρίσκονται κατά την κρίση του Πρωθυπουργού σε απομόνωση; Τι είδους διπλωματία είναι αυτή; Και σε ποιον ακριβώς απευθύνεται ο Πρωθυπουργός;
Έβδομο, αλλά όχι και τελευταίο: Ό,τι και αν έχει κατά νου ο Πρωθυπουργός σ’ αυτό το μέτωπο, αυτά που θίγει αφορούν κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας. Επί των οποίων υπάρχει σαφής και αδιαπραγμάτευτη εθνική γραμμή από δεκαετίες. Ουδείς του ανέθεσε να αλλάξει αυτές τις θέσεις.
Αν προτίθεται να την αλλάξει οφείλει να ρωτήσει τους πολίτες, με εκλογές. Αυτές οι αποφάσεις εκφεύγουν από την εντολή της 7ης Ιουλίου. Αλλιώς παίρνει το δρόμο του Γ. Παπανδρέου.
Προφανώς κάτι ήξερε ο Κ. Καραμανλής που έσπευσε να διακηρύξει από τη Θεσσαλονίκη:
«Η Ελλάδα δεν πρέπει να συρθεί ούτε να παρασυρθεί από τις μεθοδεύσεις της Τουρκίας και δεν πρέπει να επιτρέψει τη δημιουργία τετελεσμένων σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της… Απορρίπτει συστάσεις και προτροπές που μας καλούν τάχα να «λογικευτούμε και να τα βρούμε», πολύ δε περισσότερο πιέσεις φίλων, συμμάχων ή εταίρων, δεν γίνονται δεκτές, αν προσκρούουν στο εθνικό συμφέρον»
Τώρα ξέρουμε και σε ποιον απευθυνόταν.