Stratego

Του Μανώλη Ροζάκη

Το Stratego είναι ένα παιχνίδι στρατηγικής. Γι’ αυτό και η αναφορά τόσο στο “παιχνίδι” όσο και την “στρατηγική” δεν είναι καθόλου τυχαία.

Επιτρέψτε μου, όμως, να δηλώσω προκαταβολικά ότι, κάθε απόπειρα περιορισμού τού περιεχομένου της στρατηγικής μόνον στον πόλεμο, όπως επίσης και της πολεμικής σε στρατιωτικές ενέργειες, είναι ανεπαρκής ή κακοπροαίρετη. Το ίδιο περίπου ισχύει και για την σημασία τού παιχνιδιού στον πολιτισμό εν γένει. Όπως έλεγε και ο Κονδύλης, για όσους γνωρίζουν και καταλαβαίνουν, κάθε επιπλέον σχόλιο είναι περιττό, ενώ για όσους δεν θέλουν ή δεν μπορούν να το αντιληφθούν, κάθε προσπάθεια ανάλυσης είναι αδύνατη.

Ας περάσουμε λοιπόν στο πεδίο της σημερινής ελληνικής πολιτικής σκηνής, εξετάζοντας πραγματικά περιστατικά, σωρρεύοντας εμπειρίες και αντλώντας χρήσιμα συμπεράσματα. Πάμε να δούμε, πιο είναι το σημερινό παιχνίδι – τόσο επικοινωνιακά, αλλά και επί της ουσίας – πού αφορά στην λεγόμενη εθνική στρατηγική.

Το γεγονός ότι μιλάμε για έναν σύμμαχο δεδομένο, με επιτελική οικειοποίηση τού κράτους και καταβαράθρωση των θεσμών ελέγχου τής εξουσίας και πάταξης της διαφθοράς, προφανώς και δεν συντείνει σε ένα κλίμα χάραξης εθνικής στρατηγικής. Αν λάβουμε υπόψη και τις τακτικές κινήσεις, με επ’ αόριστον συμφωνίες, ανεξέλεγκτα εξοπλιστικά κρεσέντα, ανυπαρξία αντίδρασης σε συνεχείς προκλήσεις/παραβιάσεις, συνεχείς παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη και διώξεις λειτουργών και δημοσιογραφων, το πλαίσιο διαλόγου καθίσταται αυτόματα σαθρό και άγονο.

Στο ίδιο μήκος κύματος και η επικοινωνιακή συνδρομή των ΜΜΕ, παρακολουθώντας για παράδειγμα ότι, η επαναλαμβανόμενη χρήση τού όρου “θαλάσσιες ζώνες” δεν πρόκειται για γλώσσα λανθάνουσα, ενώ η ενδεχόμενη “κίνηση απελπισίας τού Ερντογάν”, μάς οδηγεί στον πειρασμό να κοιτάξουμε λίγο πιο σοβαρά τα τού οίκου μας,  για τυχόν ομοιότητες με το συγκεκριμένο καθεστώς. Η αδυναμία υπεράσπισης της θεσμικής ανεξαρτησίας, της δυνατότητας κριτικής αμφισβήτησης και της πολυφωνίας, καθιστά τα ΜΜΕ αδύναμα σε κάθε προσπάθεια αναβάθμισης του επιπέδου συνεννόησης, ειδικά σε θέματα, που χρήζουν μεγάλης προσοχής και σοβαρότητας.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η συζήτηση και μόνο περί εθνικής στρατηγικής καταλήγει σε ένα κενό γράμμα.

Αν θέλουμε όμως πραγματικά να χαράξουμε μία συνεκτική, εθνική στρατηγική, τότε θα πρέπει να συμφωνήσουμε, σε ένα μίνιμουμ επίπεδο, ότι το δημόσιο δεν είναι κομματικό φέουδο, η δικαιοσύνη δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για την συγκάλυψη τής διαφθοράς και τα ΜΜΕ δεν πρέπει να λειτουργούν, στοχεύοντας στην διαστρέβλωση της πραγματικότητας ή/και την εξυπηρέτηση της εξουσίας.

Θεωρητικά αλλά και πρακτικά μιλώντας, δεν έχουμε ανάγκη από ένα καθεστώς, που επιλέγει τούς λειτουργούς του, εκμεταλλευόμενο τα πάθη τους, με στόχο τη χειραγώγησή τους και όχι εμπνεόμενο από τις αρετές τους, για την ανάπτυξή τους. Ούτε βέβαια ένα καθεστώς, που διευρύνει συνεχώς τις ανισότητες, βασιζόμενο στη διαπλοκή, με λειτουργούς υποκριτές, αλαζόνες και δίχως ενσυναίσθηση. Γι’ αυτό και είναι καταδικασμένο στην αποτυχία.

Η εθνική ματιά δεν επιτρέπει την ναρκισσιστική γελοιότητα τής ισχύος, καθώς η κοινωνική συνοχή και η ευημερία των πολλών, μεσα από κοινά αποδεκτούς και λειτουργικούς κανόνες και θεσμούς, είναι πάντοτε προς το συμφέρον όλων. Για την σκέψη μετράει το βάθος […] για την κουβέντα η ειλικρίνεια, για τη διοίκηση η τάξη, για τη δουλειά η αρμοδιότητα και για την πράξη η σωστή στιγμή (Λαό Τσε).

Τότε και μόνον τότε, μπορούμε σοβαρά να ξεκινήσουμε ένα παιχνίδι στρατηγικής…