To δεκαήμερο του «ρεύματος»

Της Νικόλ Λειβαδάρη

Οι δημοσκόποι λένε ότι καμία τάση και κανένα εκλογικό ρεύμα δεν οριστικοποιείται, πριν τεθούν τα τελικά και κεντρικά διλήμματα της κάλπης. Εάν αυτό ισχύει, το επόμενο δεκαήμερο μάλλον θα είναι εκείνο που θα φτιάξει και το εκλογικό «ρεύμα» – ή άλλως, είναι το δεκαήμερο μέσα στο οποίο θα φανεί ποιο δίλημμα και ποιο αφήγημα θα υπερισχύσει εν όψει των ευρωεκλογών της 26ης Μαίου.

Για την κυβέρνηση, και το σχέδιο και οι προθέσεις είναι προφανείς. Ο Αλέξης Τσίπρας μπαίνει στην τελική προεκλογική ευθεία με βαρύ χαρτί και κεντρικό διακύβευμα την οικονομία. Το αφήγημά του, σε πολιτικούς όρους τουλάχιστον, είναι εξαιρετικά καθαρό: Πήρε μια χώρα χρεωκοπημένη, βυθισμένη στην μεγαλύτερη μεταπολεμική ύφεση στα παγκόσμια χρονικά, διαλυμένη από τα Μνημόνια, και πάει στις κάλπες με μια οικονομία που βρίσκεται σε ανάπτυξη για δέκα συνεχόμενα τρίμηνα, που επιδεικνύει σταθερή μείωση της ανεργίας, και που κάθε χρόνο αποδίδει πρωτογενές πλεόνασμα χωρίς να υποβληθεί στις αιματηρές περικοπές μισθών και συντάξεων των δύο πρώτων μνημονίων.

Αυτή η οικονομία του δίνει την δυνατότητα να προχωρήσει και στην πρώτη μεταμνημνονιακή αναδιανομή εισοδήματος, μέσα από το πακέτο φορολογικών ελαφρύνσεων και παροχών που θα εξαγγείλει τις επόμενες ημέρες. Και το δίλημμα που θέτει, «με τους πολλούς ή με τις ελίτ;», αφορά ακριβώς το μοντέλο στο οποίο θα βασιστεί αυτή η αναδιανομή.

Για την Νέα Δημοκρατία το αφήγημα είναι επίσης καθαρό αλλά πολύ περισσότερο επικοινωνιακό και μιντιακό, παρά πολιτικό. Στον βαθμό να συμπυκνώνεται στο δίλημμα «με τον … Πολάκη ή με τον Μητσοτάκη;». Οι συμβολισμοί που εμπεριέχει το ύφος και το μοντέλο Πολάκη αξιοποιούνται, σε υπερθετικό συχνά βαθμό,  από το επιτελείο της ΝΔ για να υπηρετήσουν το κεντρικό της αφήγημα, το «να φύγουν αυτοί» – να φύγουν «αυτοί που έφεραν μιζέρια, καθήλωση και εθνική ταπείνωση», όπως είπε χθες στην ομιλία του στην Πολιτική Επιτροπή ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Στην στρατηγική της ΝΔ, η καμπάνια δαιμονοποίησης του αντιπάλου εμπλουτίζεται από την παράλληλη αξιοποίηση του λαϊκού συναισθήματος και του εθνικού θυμικού – είτε πρόκειται για την τραγωδία στο Μάτι, είτε για το μακεδονικό και την συμφωνία των Πρεσπών. Και, από την στιγμή που το σενάριο της τριπλής κάλπης του Μαίου δεν ευδοκίμησε, στοχεύει στην απονομιμοποίηση της κυβέρνησης από την επόμενη κιόλας ημέρα των ευρωεκλογών.

Το πρόβλημα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι πως αυτή η στρατηγική είναι πολιτικά ελιποβαρής. Όταν ο Τσίπρας βάζει στο τραπέζι πακέτο παροχών, μείωσης φόρων, προστασίας αφορολόγητου και 13ης σύνταξης, δύσκολα απαντάς με την αποκήρυξη του… ύφους Πολάκη. Κι όταν αναγκάζεσαι να υπερψηφίζεις – «ένα, ένα», όπως… σαδιστικά υπενθυμίζει το Μαξίμου – τα θετικά μέτρα της κυβέρνησης, δύσκολα αιτιολογείς το «να φύγουν αυτοί».

Για τον Αλέξη Τσίπρα το πρόβλημα είναι πως το δικό του καθαρό, και βαθιά πολιτικό, δίλημμα θολώνει – εξίσου συχνά – από τα επικοινωνιακά φάλτσα και τα αντιφατικά μηνύματα κυβερνητικών και κομματικών στελεχών. Είτε πρόκειται για το facebook του Πολάκη, είτε για την εξ αριστερών δυσανεξία στην Προοδευτική Συμμαχία, στην οποία έχει επενδύσει υψηλό και προσωπικό πολιτικό κεφάλαιο ο ίδιος ο πρωθυπουργός.

Ως εκ τούτων, και αρχής γενομένης από την συζήτηση για την ψήφο εμπιστοσύνης στην Βουλή, την μάχη για το προεκλογικό «ρεύμα» θα την κρίνει η ατζέντα που θα επικρατήσει. Εάν ο Αλέξης Τσίπρας κρατήσει την μπάλα στο γήπεδο της οικονομίας, θα είναι εκείνος που θα ρυθμίσει τους όρους του εκλογικού και μετεκλογικού παιχνιδιού. Εάν αφεθεί να κυριαρχήσει η μιντιακή ατζέντα, τότε τα καθαρά διλήμματα μπορεί να καούν ολοσχερώς στην κάλπη, μαζί με την πολιτική ουσία…

ΑΠΟ ΤΟ TVXS