Iστορικά αρχειακά τεκμήρια που παρέμεναν επί δεκαετίες στο σκοτάδι των αποθηκών του υπουργείου Εσωτερικών ήρθαν στο φως μετά από επίπονη εργασία δύο ετών.
Μια πρώτη παρουσίασή τους έγινε την Τρίτη, σε συνέδριο στο Μέγαρο Μουσικής, με συνδιοργανωτές, εκτός από το ΥΠΕΣ, το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Ο υπουργός Εσωτερικών, Αλέξης Χαρίτσης, υπογράμμισε ότι η σημασία του αρχείου δεν αφορά μόνο το περιεχόμενό του, αλλά ταυτόχρονα συμβάλλει σε αναστοχασμό σχετικά με τη σχέση μας με πτυχές της νεώτερης και σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, οι οποίες ακόμη και στις μέρες μας προκαλούν αντιπαραθέσεις. «Με την ανάδειξη των ιστορικών αρχείων του υπουργείου Εσωτερικών βάζουμε ένα ακόμη λιθαράκι στη μεγάλη προσπάθεια για τη συγκρότηση της εθνικής αυτογνωσίας, η οποία θα βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα, απέναντι σε όσους επιχειρούν να διαιρέσουν τους έλληνες σε πατριώτες και εθνομηδενιστές» τόνισε ο Α. Χαρίτσης.
«Αρχείο Παττακού»
Ένα από τα πιο σημαντικά αρχεία που έρχονται στο φως είναι το λεγόμενο «Αρχείο Παττακού», με καταδοτικές επιστολές των πληροφοριοδοτών του δικτατορικού καθεστώτος, το οποίο υπήρξε ξεχασμένο για σχεδόν μισό αιώνα. Την Άνοιξη του 1967 ο Στυλιανός Παττακός, ως υπουργός Εσωτερικών της νεοσύστατης δικτατορικής κυβέρνησης, ζήτησε από τους Νομάρχες, καθώς και από τους κατά τόπους διοικητές τους Χωροφυλακής και του Στρατού, αναλυτικά στοιχεία για τα φρονήματα και την πολιτική δράση των αιρετών της Αυτοδιοίκησης, δηλαδή, των δημάρχων, κοινοταρχών, καθώς και των δημοτικών και κοινοτικών συμβούλων σε όλη την επικράτεια.
Οι απαντήσεις που στάλθηκαν συγκεντρώθηκαν σε ένα ενιαίο αρχείο που αποτελεί μοναδικό τεκμήριο, όχι μόνο για την εικόνα τους τοπικής αυτοδιοίκησης τις παραμονές τους δικτατορίας, αλλά και για τη μεθοδολογία παρακολούθησης, καταγραφής, και ανάλυσης των πολιτικών φρονημάτων και της πολιτικής δράσης των πολιτών από τους μηχανισμούς του μετεμφυλιακού κράτους.
Ενας κόσµος «χαφιεδοφροσύνης» ξετυλίγεται µέσα από τα αρχεία του υπουργείου Εσωτερικών. Καταγγέλλει τη φαυλοκρατία, τη µικροπολιτική, την ανοχή στον κοµµουνισµό και τους «Παπανδρεοκοµµουνιστές» που θα έφερναν «νέον Εµφύλιον» εάν δεν εµφανιζόταν η «Εθνοσωτήριος».
Ενδεικτικά…στις 18 Μαΐου 1967, ένας αποστολέας από την Αττική ζητά στο όνοµα των εθνικών του αγώνων να τεθεί «απλώς και µόνον εις τους υπό κρίσιν διά την εκλογήν δηµοτικών αρχόντων». Προηγουµένως έχει περιγράψει τους αγώνες του, όταν από το 1944 πάλευε ως δηµοτικός σύµβουλος µε την «κοµµουνιστικήν πλειοψηφίαν» και έχει ξεδιπλώσει την ικανότητα στο γλείψιµο λέγοντας ότι «είναι η µόνη φορά που η ελληνική ιστορία θα αναγκασθεί να κατατάξει δηµοσίους άνδρας εις το πάνθεον των Αγίων». ∆ηλώνει «άριστος» και απευθυνόµενος «εις Υµάς τους αριστείς» ζητά ηθική ικανοποίηση «µακράν παντός υλικού συµφέροντος».
Παράλληλα διαβάζουμε, µέσα σε δύο διαφορετικές επιστολές να συναντιούνται ο Κώστας Μητσοτάκης και ο Παύλος Μπακογιάννης. Στις 21 Ιουλίου 1967, κάποιος καταγόµενος από τη Λευκάδα, που ζει και εργάζεται όµως στη Φρανκφούρτη της Γερµανίας, εκφράζει τα παράπονά του «διά τον ραδιοσχολιαστήν της ελληνικής εκποµπής Παύλον Μπακογιάννη» ο οποίος µεταδίδει «σχόλια, κρίσεις και συµπεράσµατα ευνοϊκώς προσκείµενα του διεθνούς κοµµουνισµού», ενώ αποσιωπά τους επαίνους για τα εθνοσωτήρια έργα της δικτατορίας. Στις 20 Αυγούστου 1967, άλλος εθνικόφρων από τα Χανιά καταγγέλλει τον πρόεδρο µιας κοινότητας που µόλις είχε συσταθεί το 1966 ως «ρουσφέτι του κυρίου Μητσοτάκη» διότι παραµένει και µετά την 21η Απριλίου, ενώ δύο αδέλφια της µάνας του «είναι συµµορίται».
Προειδοποιεί ότι ο «ανηψιός των Ανταρτών» είναι ραδιοασυρµατιστής και µπορεί να µεταδίδει πληροφορίες στους συµµορίτες, και συνεχίζει µεταφέροντας στατιστικά στοιχεία για χωριό του Ψηλορείτη όπου το 85% είναι αριστεροί και «έχει ρεκόρ στην αντεθνικήν δράσιν».
ΑΠΟ ΤΟ TVXS